Live τώρα    
20°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
20 °C
19.4°C21.6°C
2 BF 69%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ασθενής ομίχλη
19 °C
15.6°C20.8°C
2 BF 70%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
18 °C
17.7°C19.8°C
4 BF 68%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Σποραδικές νεφώσεις
25 °C
22.5°C24.8°C
2 BF 34%
ΛΑΡΙΣΑ
Αίθριος καιρός
21 °C
20.9°C22.3°C
3 BF 46%
Μίκης Θεοδωράκης / Ο Μίκης και η Ιστορία
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Μίκης Θεοδωράκης / Ο Μίκης και η Ιστορία

Μίκης Θεοδωράκης
Άφιξη του Μίκη Θεοδωράκη από το Παρίσι στο αεροδρόμιο του Ελληνικού το 1974

«Μέρα Μαγιού μου μίσεψες» (1960)· «Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ» (1964)· «Το σφαγείο» (1973). Αν ήταν να διαλέξω τρία τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, θα διάλεγα αυτά. Σ’ αυτά αποτυπώνονται οι πιο γόνιμες στιγμές της συνομιλίας του με την Ιστορία.

Το «Μέρα Μαγιού» παραπέμπει στους εργατικούς αγώνες του Μεσοπολέμου, στον ματωμένο Μάη του ’36. Ο Ρίτσος ανασυνθέτει ποιητικά το μοιρολόι της μάνας για τον απεργό γιο της, που έπεσε στο κέντρο της Θεσσαλονίκης από τις σφαίρες των χωροφυλάκων. Ο Θεοδωράκης, όμως, αποσπά το ποίημα από τα ιστορικά του συμφραζόμενα, το γειώνει στο δικό του παρόν, στη δεκαετία του ’50. Μιλάει στον ηττημένο της Αριστεράς που προσπαθούσε παραπατώντας να ξαναβρεί τον βηματισμό του. Μιλάει στον πατέρα, τον αδερφό, τον σύντροφο του μακρονησιώτη, του εξόριστου, του εκτελεσμένου. Γνωρίζω πως τσακίστηκες, του λέει, μα μην αφήνεσαι. Να θρηνείς, μα να θρηνείς με αξιοπρέπεια, δεν σου ταιριάζει το μοιρολόι. Είσαι ο λαός, σου πρέπει ο τελετουργικός χορός, ο ζεϊμπέκικος, ο μοναχικός, μα όχι απομονωμένος. Κι αν μπορέσεις, στην τελευταία στροφή σήκωσε το βλέμμα σου «στο φως της οικουμένης», κάνε τον θάνατο ζωή. Το «Μέρα Μαγιού» ήταν μια προτροπή για ανάκτηση της χαμένης αξιοπρέπειας. Δεν απευθυνόταν μόνο στους λιγοστούς που άντεξαν -και το πλήρωναν για χρόνια με τρόπους απτούς και μετρήσιμους-, μα προπαντός στους πολλούς που λύγισαν και κουβάλαγαν σκυμμένοι την ντροπή τους.

Το «Άξιον Εστί», η ποιητική σύνθεση του Οδυσσέα Ελύτη, είχε αφετηρία τα χρόνια της Κατοχής, όταν οι εχθροί ήρθανε ξανά «τα παμπάλαια δώρα προσφέροντας... μόνο όπλα και σίδερο και φωτιά». Στα χέρια του Θεοδωράκη, όμως, η επίκληση στον ήλιο της δικαιοσύνης γίνεται ύμνος στη συλλογικότητα - υμνωδία που συγκροτεί συλλογικότητα. Καθώς οι στίχοι αναβλύζουν μια διάχυτη θρησκευτικότητα, παγανιστική όσο και χριστιανική, ο Μίκης καταφεύγει στο βυζαντινό μέλος, τη μακραίωνη ψαλτική παράδοση με την οποία είμαστε ποτισμένοι από γεννησιμιού.  Άλλωστε η γλώσσα του Ελύτη είναι για τους πολλούς εξίσου μυστηριακή με τη γλώσσα της Εκκλησίας. Τι μπορεί να είναι ένας «νοητός ήλιος»; Και τι άραγε σημαίνει «μυρσίνη δοξαστική»; Κανείς δεν αναρωτήθηκε διότι δεν χρειαζόταν να αναρωτηθεί. Η γενική αίσθηση, μια ελπίδα για ελευθερία και δικαιοσύνη, αρκούσε για να επιτευχθεί η μέθεξη, να χωρέσουνε «μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα». Αρκούσε για να συσπειρωθεί ο κόσμος της δημοκρατίας, να γίνουν η λαοθάλασσα που κατέκλυσε τους δρόμους μόλις έναν χρόνο αργότερα.

Δικτατορία. Ο Μίκης έγκλειστος στον Ωρωπό, βασανίζεται ανελέητα. Ξέρει ότι δεν είναι Ρίτσος, δεν είναι Ελύτης. Μιλάει με νότες, όχι με λέξεις. Ξέρει όμως ότι τώρα που η Ιστορία τυπώνεται πάνω στο ίδιο του το σώμα, είναι απόλυτη ανάγκη να βρει τις λέξεις, να μιλήσει ο ίδιος. Τώρα Ιστορία και παρόν συμπίπτουν. Συνομιλεί με την Ιστορία του παρόντος χρόνου και συνομιλεί με τον πιο απρόβλεπτο τρόπο. Κάνει το ουρλιαχτό τού πόνου εμβατήριο, μεταμορφώνει τα βασανιστήρια σε έπος. Θωρακίζει το σώμα διά της ψυχικής επέλασης. «Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Ανδρέα / μετρώ τους χτύπους, το αίμα μετρώ...». Ξέρει καλά ότι ο καθένας μοναχός γίνεται άθυρμα στα χέρια του δήμιου, αλλά με γλώσσα έστω βουβή -«τακ τακ εσύ, τακ τακ εγώ»- η απομόνωση σπάει και αναδύεται η λυτρωτική αλληλεγγύη, γεμίζει «το κελί με κόκκινο ουρανό».

Αξιοπρέπεια, συλλογικότητα, αλληλεγγύη: όσα χρειάζονταν για ν’ αντέξουν οι ηττημένοι στα πέτρινα χρόνια της εθνικοφροσύνης.  Όλα τούτα ευτύχησαν απρόσμενα να δουν τη δικαίωσή τους. Ο μοναχικός χορός του ’50, η συλλογική τελετουργία του ’60 και το αιμάτινο εμβατήριο του ’70 συνόδευσαν τις μεγάλες διαδηλώσεις της Μεταπολίτευσης, αποθεώθηκαν σε γιγάντιες λαϊκές συναυλίες, συγκρότησαν πολιτικές ταυτότητες σε παρέες και υπόγειες ταβέρνες. Κάθε σκηνοθέτης γνωρίζει ότι η τελευταία σκηνή μιας ταινίας είναι καθοριστική, διότι νοηματοδοτεί όσα προηγήθηκαν. Αν ήμουν σκηνοθέτης σε μια βιογραφία του Θεοδωράκη, θα έκλεινα όπως έκλεισε μία από τις συναυλίες του στο κατάμεστο θέατρο του Λυκαβηττού τον Αύγουστο του 1977. Με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, τον Μάνο Κατράκη, τον βαρύτονο Ανδρέα Κουλουμπή και την πολυπληθή Ελληνική Χορωδία να απαγγέλλουν τελετουργικά «Μη παρακαλώ σας μη / λησμονάτε τη χώρα μου», τους θεατές όρθιους να ακολουθούν και τον Μίκη να διευθύνει με τα χέρια απλωμένα σαν φτερά αετού.

Ύστερα, καθώς θα έπεφταν οι τίτλοι, ίσως έδειχνα τις σκιές τους να αποχωρούν, να χάνονται σ’ έναν τόπο μακρινό, τον μόνο όπου μπορούνε πλέον να υπάρξουν: τον τόπο της Ιστορίας.

* Ο Χάρης Αθανασιάδης είναι ιστορικός

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL