Θηριώδεις αυξήσεις στο αντίτιμο των διοδίων της Εγνατίας οδού (Ηγουμενίτσα - Κήποι Εβρου), του μοναδικού οδικού άξονα στη χώρα που προς το παρόν και για λίγο ακόμη θα βρίσκεται υπό δημόσιο έλεγχο, φέρνει η παράδοσή της σε ιδιώτη (ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ) με την επικείμενη υπογραφή της Σύμβασης Παραχώρησης. Το ύψος των διοδίων, από μόλις 0,03 ευρώ ανά χιλιόμετρο σήμερα, θα αυξηθεί αρχικά στα 0,04 για να φτάσει σε χρονικό ορίζοντα τριών ετών τα 0, 065, αύξηση κατά 120%, και να «πλησιάσει» τα πανάκριβα διόδια των υπόλοιπων οδικών αξόνων που διαχειρίζονται οι ιδιώτες. Ταυτόχρονα θα καταργηθούν αμέσως οι δωρεάν μετακινήσεις για τις τοπικές κοινωνίες (Θεσπρωτία, Ιωάννινα, Ξάνθη, Ροδόπη, Έβρος) αλλά και για τους άνεργους που χρησιμοποιούν την Εγνατία.
Τα παραπάνω στηλιτεύει ο Σύλλογος Εργαζομένων στην Εγνατία Οδό Α.Ε., ο οποίος χρόνια τώρα αντιπαλεύει την εκχώρηση του δρόμου σε ιδιώτες προειδοποιώντας ότι η σύμβαση είναι εις βάρος του δημοσίου συμφέροντος. Σε χθεσινή του ανακοίνωση επισημαίνει ότι εάν ο δρόμος παραμείνει υπό δημόσια διαχείριση, το κόστος για τους χρήστες της οδού μπορεί να παραμείνει στα σημερινά χαμηλά επίπεδα των 0,03 ευρώ/χλμ. Εξηγεί διεξοδικά ότι η παραχώρηση της Εγνατίας Οδού ουδεμία σχέση έχει με διεθνείς ή εγχώριες επενδύσεις. Το εφάπαξ ποσό των 1,326 δισ. ευρώ που πρόκειται να κατατεθεί για την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους αποτελεί κεφαλαιοποίηση μόνο μικρού ποσοστού εξασφαλισμένων μελλοντικών εσόδων, με επιτόκιο υπερπολλαπλάσιο από το τρέχον επιτόκιο δημόσιου δανεισμού της χώρας. Επιπλέον, θεωρείται βέβαιο ότι το εφάπαξ ποσό που καταβάλλει ο «επενδυτής» παραχωρησιούχος θα αποτελεί εξ ολοκλήρου δανεισμό από τις ελληνικές συστημικές τράπεζες, τις οποίες ο ελληνικός λαός χρηματοδότησε με την αύξηση του δανεισμού της χώρας. Η τεράστια αύξηση στα προβλεπόμενα έσοδα (11,35 δισ. ευρώ) από τη διαχείριση της Εγνατίας Οδού, όπως προκύπτει από το χρηματοοικονομικό μοντέλο του παραχωρησιούχου που ανακοινώθηκε από το ΤΑΙΠΕΔ, οφείλεται αποκλειστικά στην υπέρογκη αύξηση του κόστους διοδίων που θα πληρώνουν οι χρήστες.
Ταυτόχρονα, τα εκτιμώμενα κέρδη θα φτάσουν στα 3 δισ. ευρώ στον ορίζοντα 35ετίας. Σχολιάζει ακόμη ότι «με βάση τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν (850.000.000 ευρώ από το 7,5% των ετήσιων ακαθάριστων εσόδων σε 35 χρόνια), το ΤΑΙΠΕΔ επιλέγει να εκχωρήσει στον παραχωρησιούχο δημόσια έσοδα ύψους 11.350.000.000 ευρώ (11,35 δισ. ευρώ) και αντ’ αυτού να εισπράξει πλέον 2.180.000.000 ευρώ ευρώ (κατά την προσφορά ήταν 2,35 δισ. ευρώ) στη διάρκεια των 35 ετών. Το υπόλοιπο ανέρχεται σε 9 δισ. ευρώ (257 εκατ. ευρώ ανά έτος) όταν τα πραγματικά ετήσια κόστη συντήρησης, λειτουργίας και νέων έργων δεν υπερβαίνουν κατά μέσο όρο τα 100 εκατ. ευρώ. Η διαφορά των 157 εκατ. ευρώ θα αποτελεί καθαρό ετήσιο κέρδος του παραχωρησιούχου και των τραπεζών χρηματοδοτών του για 35 έτη! Αυτά τα χρήματα δεν φτάνουν στα δημόσια ταμεία αλλά στα ταμεία των λίγων». Ο ΣΕΤΕΟ καταγγέλλει επίσης ότι και αυτή η σύμβαση αντιγράφει τις υπόλοιπες εις βάρος του Δημοσίου για τις αποζημιώσεις υπερ των ιδιωτών. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, « παρότι η πανδημία της Covid19 ήταν σε εξέλιξη πριν την ολοκλήρωση της κατάρτισης των όρων της σύμβασης παραχώρησης της Εγνατίας Οδού και επίσης ήταν γνωστά τα ζητήματα που ανέκυπταν από τις υπέρογκες αποζημιώσεις στις λοιπές συμβάσεις παραχώρησης, δεν ελήφθη μέριμνα στη σύμβαση για την προάσπιση των οικονομικών συμφερόντων του Δημοσίου, με αποτέλεσμα να παρέχονται και στον παραχωρησιούχο της Εγνατίας Οδού δικαιώματα τεράστιων αποζημιώσεων σε οποιαδήποτε αντίστοιχη κατάσταση που αφορά την προστασία της δημόσιας υγείας».