Μια τακτική επίθεσης προς τη μεσαία τάξη επέλεξε η κυβέρνηση προκειμένου να υποδυθεί πως κάνει κινήσεις προς την κατεύθυνση της πάταξης της φοροδιαφυγής, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται μεγάλες αναταραχές μεταξύ των ελεύθερων επαγγελματιών. Ως εκ τούτου, η επόμενη χρονιά αναμένεται να έρθει με ανατροπή στο καθεστώς φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελματιών, και μάλιστα αναδρομική, η οποία επιπλέον δεν περιλαμβανόταν στα ρητά προεκλογικά σχέδια της κυβέρνησης της Ν.Δ., η οποία προσπαθεί να τοποθετήσει τους ελεύθερους επαγγελματίες ως φοροφυγάδες στη συνείδηση των πολιτών.
Τρία τεκμήρια
Δικηγόροι, μηχανικοί, γιατροί και άλλοι επιστημονικοί και επαγγελματικοί φορείς εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους και μάλιστα δηλώνουν έτοιμοι για κινητοποιήσεις. Μάλιστα, το νέο τεκμαρτό εισόδημα έρχεται να προστεθεί σε άλλα δύο ήδη υφιστάμενα τεκμήρια: τα τεκμήρια διαβίωσης και το τέλος επιτηδεύματος. Η σωρευτική εφαρμογή τριών τεκμηρίων έχει ως αποτέλεσμα η φορολόγηση να μην έχει πλέον απολύτως καμία σχέση με τη φοροδοτική ικανότητα κατά παράβαση βασικής συνταγματικής επιταγής, κάτι που αποτελεί ένα επιπλέον ζήτημα για τα όσα πράττει η κυβέρνηση της Ν.Δ.
Η κυβέρνηση που έσπειρε ανέμους και θερίζει θύελλες επιχειρεί ορισμένες αλλαγές, όμως αυτές δεν θίγουν τη βασική φιλοσοφία της καθιέρωσης ελάχιστου τεκμαρτού εισοδήματος και δεν είναι ικανές να αλλάξουν το κλίμα δυσφορίας που υπάρχει στην κοινωνία.
Χωρίς αποτέλεσμα
Οι μικρομεσαίοι επαγγελματίες οδηγούνται σε αφανισμό, αλλά η κυβέρνηση δεν φαίνεται να κάνει βήμα πίσω, κάτι το οποίο περιγραφόταν και στην περίφημη έκθεση Πισσαρίδη, η οποία συνόδευε το σχέδιο για το Ταμείο Ανάκαμψης. Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση επιλέγει να αφήσει ανέγγιχτη τη φοροδιαφυγή των μεγάλων ομίλων και να εξαντλήσει την αυστηρότητά της στους ελεύθερους επαγγελματίες, με τα αναμενόμενα έσοδα να αγγίζουν μόλις τα 600 εκατ. ευρώ, όταν το πρόβλημα της φοροδιαφυγής ξεπερνά τα 60 δισ. ευρώ σύμφωνα με τη γνωστή τοποθέτηση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα.
Το νέο σύστημα
Το προβληματικό εγχείρημα στηρίζεται στο νέο σύστημα «ελάχιστης αμοιβής» που ξεκινά να ισχύει από τα φετινά εισοδήματα και επιβάλλει στους αυτοαπασχολούμενους να φορολογηθούν το 2024 για ελάχιστο τεκμαρτό φορολογητέο εισόδημα έως 50.000 ευρώ τον χρόνο. Θεωρητικά έχει ως βάση τα 10.920 ευρώ, αλλά αυτό ισχύει μόνο για όσους έχουν κλείσει έξι έτη στο επάγγελμα (έναρξη το 2017).
Αν έκαναν πρώτη έναρξη αργότερα, για τα πρώτα πέντε χρόνια θα είναι μικρότερο ή μηδενικό, ενώ αν έχουν από επτά και πάνω (έναρξη πριν από το 2016) αυξάνεται σε 12.012-14.196 ευρώ τον χρόνο. Το ποσό αυτό μπορεί να αυξομειώνεται ανάλογα με οικονομικά ή κοινωνικά κριτήρια, αλλά όχι πάνω από 50.000 ευρώ.
Οι δήθεν εξαιρέσεις
Από τις διατάξεις του νομοσχεδίου άλλωστε προκύπτει ότι ακόμα και όσοι εξαιρούνται του τεκμαρτού προσδιορισμού του εισοδήματός τους, όπως φυλακισμένοι, νοσηλευόμενοι ή πληγέντες από φυσικές καταστροφές, δεν θα εξαιρούνται εξαρχής, αλλά θα μπορούν να αμφισβητήσουν το αποτέλεσμα του τεκμαρτού προσδιορισμού εκ των υστέρων.
Συγκεκριμένα, το νομοσχέδιο ορίζει ότι το ελάχιστο ετήσιο κέρδος μπορεί να αμφισβητηθεί από τον φορολογούμενο όταν αυτό είναι μεγαλύτερο από τα πραγματικά δηλωθέντα κέρδη αυτού εφόσον αποδεικνύεται από τον υπόχρεο με βάση πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία. Ο φορολογούμενος προσκομίζει τα αναγκαία δικαιολογητικά για την απόδειξη των ισχυρισμών του. Δεν συνιστούν και δεν αποδεικνύουν τέτοιους λόγους μόνες οι εγγραφές στα τηρούμενα βιβλία, αρχεία και στοιχεία του φορολογουμένου. Η Φορολογική Διοίκηση ελέγχει την αλήθεια των ισχυρισμών και την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων του φορολογουμένου και μειώνει ανάλογα το ελάχιστο ετήσιο κέρδος στο οποίο αναφέρονται οι ισχυρισμοί και τα αποδεικτικά στοιχεία.