Το πνεύμα του νόμου είχε γίνει σαφές από το προσχέδιο που είχε διαρρεύσει τον Νοέμβριο του 2023, εγείροντας πλήθος αντιδράσεων. Είναι αξιοσημείωτο πως στο μεσοδιάστημα δεν υπήρξε κανένας ουσιαστικός και γόνιμος διάλογος επί των αντιρρήσεων και των προτάσεων των συλλογικοτήτων και των φορέων Ψυχικής Υγείας και Απεξάρτησης και το νομοσχέδιο επανήλθε με ελάχιστες διαφορoποιήσεις.
Ομιχλώδες χαρακτηρίζει το τοπίο που διαμορφώνεται από εδώ και στο εξής μετά την πρόσφατη ψήφιση του νόμου ο Στέλιος Γκιουζέπας, κλινικός ψυχολόγος, επιστημονικός υπεύθυνος του Προγράμματος Εναλλακτικής Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων «ΑΡΓΩ» και προεδρεύων στο σωματείο εργαζομένων του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης, μιλώντας στην ΑΥΓΗ της Κυριακής. «Ούτε οι εμπνευστές αυτού του νόμου είναι σε θέση να απαντήσουν για το πώς θα εφαρμοστεί» σχολιάζει δηκτικά, σημειώνοντας για την επικείμενη δημιουργία του Εθνικού Οργανισμού Πρόληψης και Αντιμετώπισης Εξαρτήσεων (ΕΟΠΑΕ) πως «δεν δίνεται κανένα στοιχείο για το πώς θα λειτουργήσουν οι -εγκεκριμένες από τον Νόμο 4139/2013- υπηρεσίες απεξάρτησης που καταργούνται». Εκφράζει, μάλιστα, την εκτίμηση πως σταδιακά θα αλλάξουν ριζικά όλα τα δεδομένα που ίσχυαν έως σήμερα στο πεδίο. «Θεωρώ πως άμεσα η νέα διοίκηση, το νέο επιστημονικό συμβούλιο και οι διευθυντές που προβλέπει το νομοσχέδιο θα προβούν σε μία διαδικασία αξιολόγησης των θεραπευτικών προτάσεων που υπήρχαν μέχρι σήμερα, με στόχο την έγκριση και τη λειτουργία των νέων ομογενοποιημένων προγραμμάτων» αναφέρει, χαρακτηρίζοντας ιδιαίτερα κρίσιμο στοιχείο το με ποια κριτήρια, με ποιους όρους και με ποιον τρόπο θα γίνει αυτή η αξιολόγηση: «Ο θεραπευτικός πλουραλισμός, η αυτονομία των προγραμμάτων, το αυτοδιοίκητό τους (π.χ., ΚΕΘΕΑ), η επαφή τους με την τοπική κοινωνία νομίζω ότι είναι πια στοιχεία του παρελθόντος».
Με βήμα ταχύ στους ιδιώτες
Την ώρα που η κυβέρνηση μιλά για απαιτούμενες αλλαγές με σκοπό τη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών, ο Στ. Γκιουζέπας τονίζει πως «σαφώς αλλαγές χρειάζονται σε ένα πεδίο όπως αυτό της Ψυχικής Υγείας και της Απεξάρτησης που είναι διαρκώς μεταβαλλόμενο», ωστόσο προσθέτει ότι «οι αναγκαίες και χρήσιμες αλλαγές έρχονται μέσα από συστηματικό και ουσιαστικό διάλογο με τους ανθρώπους που πρόκειται να εφαρμόσουν αυτές τις αλλαγές στο πεδίο». Μάλιστα, υπενθυμίζει πως η υπό κατάργηση Εθνική Επιτροπή Σχεδιασμού και Συντονισμού για την Αντιμετώπιση των Ναρκωτικών που είχε υποβάλει δύο σχέδια δράσης (το 2019 και το 2022) «πρόσφερε τον αναγκαίο χώρο και χρόνο για να υπάρξουν συγκλίσεις» και «αποτελεί την έμπρακτη απόδειξη των συμφωνιών του πεδίου για τις νέες προκλήσεις». Παρά τις δεσμεύσεις της κυβέρνησης περί διασφάλισης του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα των παρεχόμενων υπηρεσιών, ο Στ. Γκιουζέπας τονίζει: «Στο νομοσχέδιο προβλέπεται ότι η χρηματοδότηση του ΕΟΠΑΕ θα είναι από κρατικούς πόρους, παρότι είναι Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου (ΝΠΙΔ). Θεωρώ ότι αυτή η χρηματοδότηση σταδιακά θα εκλείψει, όπως συνέβη και με τη σωματική υγεία. Δηλαδή, το πρώτο βήμα είναι να πληρώνουν τα ασφαλιστικά ταμεία των απεξαρτημένων ατόμων μία μικρή σε χρονική διάρκεια και χαμηλής ποιότητας θεραπευτική παρέμβαση, ενώ απαιτούνται μακροχρόνιες παρεμβάσεις. Εγείρονται, όμως, επιπλέον ερωτήματα, όπως πόσοι από τους εξαρτημένους ανθρώπους είναι ενεργοί σε κοινωνική ασφάλιση και τι θα γίνει με όσους δεν είναι; Από τη στιγμή δε που η ασφαλιστική κάλυψη θα πληρώνει ένα πολύ μικρό πακέτο, δημιουργούνται δύο κατηγορίες πολιτών: οι έχοντες, που θα μπορούν να προσφύγουν σε ιδιωτικές κλινικές απεξάρτησης επί πληρωμή, και οι μη έχοντες αυτή τη δυνατότητα, που θα εξωθηθούν με τις ευλογίες της Πολιτείας για μια δεύτερη φορά στον κοινωνικό αποκλεισμό και στην περιθωριοποίηση». Επίσης, «ενώ μέχρι σήμερα δεν υπήρχε κανένα εγκεκριμένο ιδιωτικό πρόγραμμα απεξάρτησης στην Ελλάδα, γιατί ο Νόμος 4600/2019 και η Υπουργική Απόφαση Δ2α/οικ.46350/2019 (ΦΕΚ 2463/Β) με τις εργασίες της Εθνικής Επιτροπής Σχεδιασμού και Συντονισμού για την Αντιμετώπιση των Ναρκωτικών είχε θέσει υψηλές προδιαγραφές για τη λειτουργία ιδιωτικών πρωτοβουλιών, στο νομοσχέδιο που ψηφίστηκε υπάρχει πρόνοια για την τροποποίηση αυτών των προϋποθέσεων. Άρα ανοίγει ο δρόμος για να μπορέσουν να νομιμοποιήσουν ιδιωτικές πρωτοβουλίες απεξάρτησης στην Ελλάδα».
Σε αναβρασμό η κοινότητα
Μεταφέροντας την αγωνία των ατόμων σε απεξάρτηση και των οικογενειών τους για το τι πρόκειται να συμβεί με την εφαρμογή του νέου νόμου, ο Στ. Γκιουζέπας αναφέρει: «Υπάρχει μεγάλη ανησυχία σε αυτούς τους ανθρώπους που ήδη παλεύουν και κάνουν έναν πολύ δύσκολο αγώνα. Δημιουργούνται μία άγνωστη συνθήκη και ένα μεγάλο ερώτημα για το εάν θα συνεχίσουν να έχουν επαφή με τα θεραπευτικά προγράμματα που επέλεξαν και με τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάζονται». Στέκεται δε στη μαζική συμμετοχή τους σε κινητοποιήσεις που διοργανώθηκαν, επισημαίνοντας πως «αυτό είναι ίσως το μόνο ελπιδοφόρο στοιχείο, με την έννοια ότι άνθρωποι αποκομμένοι από τα τεκταινόμενα αναλαμβάνουν μία ενεργό θέση σε αυτά που συμβαίνουν στην καθημερινότητά τους. Και αυτό, κατά την άποψή μου, είναι και το ουσιαστικό κομμάτι της απεξάρτησης».
Κληθείς να σχολιάσει τον ισχυρισμό της κυβέρνησης περί βελτίωσης των συνθηκών εργασίας, ο Στ. Γκιουζέπας αναφέρει πως «οι εργαζόμενοι στα δημόσια ψυχιατρεία και στα προγράμματα απεξάρτησης σε διάστημα ενός μήνα θα κληθούν να διαλέξουν αν θα μείνουν στο δίκτυο υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας, που είναι Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου υπό τις υγειονομικές περιφέρειες, ή θα επιλέξουν να πάνε στον ΕΟΠΑΕ, που θα είναι ΝΠΙΔ, με ό,τι αλλαγές αυτό επιφέρει στην εργασιακή τους σχέση». Εκφράζει δε την εκτίμηση ότι «υπάρχουν πολλοί που δεν θα κάνουν την επιλογή να προχωρήσουν στον ΕΟΠΑΕ». Προσθέτει, επίσης, πως εξαιτίας των αλλαγών επίκειται ένα νέο κύμα παραιτήσεων, όπως έγινε το 2019 μετά την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου που κατάργησε το αυτοδιοίκητο του ΚΕΘΕΑ, και καταλήγει: «Και τα δύο αυτά στοιχεία θα πλήξουν τις αποτελεσματικές υπηρεσίες απεξάρτησης δημόσιου χαρακτήρα, καθώς θα δημιουργηθούν τεράστια κενά. Στην ουσία, το πεδίο που ξέραμε θα καταρρεύσει και θα δοθεί ο χώρος σε ιδιώτες, αυτό ήταν και μία έμμεση στοχοθέτηση των αρμοδίων».