Live τώρα    
18°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
18 °C
16.2°C18.5°C
3 BF 55%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
16 °C
12.7°C17.0°C
1 BF 65%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
17 °C
16.0°C18.3°C
3 BF 59%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Σποραδικές νεφώσεις
17 °C
16.6°C17.8°C
4 BF 73%
ΛΑΡΙΣΑ
Αίθριος καιρός
10 °C
9.9°C14.0°C
0 BF 87%
Κακοκαιρία Daniel - Θεσσαλία / Οδοιπορικό της «Α» στα πλημμυρισμένα χωριά - Με μόνο τους όπλο την αλληλεγγύη
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Κακοκαιρία Daniel - Θεσσαλία / Οδοιπορικό της «Α» στα πλημμυρισμένα χωριά - Με μόνο τους όπλο την αλληλεγγύη

Κάτοικος που επλήγη από τις πλημμύρες κάθεται δίπλα στο τρακτέρ του

Αποστολή στην Καρδίτσα: Κώστας Παπαντωνίου

Ο Δήμος, κάθε τόσο που έβγαινε από το σπίτι του, πήγαινε στα τρία αρνάκια που φρόντιζε από μικρά. «Τα μεγάλωσα με το μπιμπερό». Είχε αναπτύξει τόσο καλή σχέση μαζί τους που όταν πήγαινε να τους δώσει να φάνε «μου έγλειφαν τα χέρια». Η καθημερινότητά του διακόπηκε βίαια. Κι εκείνες οι στιγμές, που έδειχναν ελάχιστες μέσα στην ημέρα, τώρα φαντάζουν μεγαλύτερες κι η ανάμνησή τους προξενεί πόνο μεγαλύτερο κι απ’ τους τοίχους των σπιτιών που έπεσαν.

Το βράδυ της πλημμύρας, ο Δήμος ήταν σε επιφυλακή. Μιλώντας ο ένας με τον άλλον, οι συγχωριανοί του στη Μεταμόρφωση ήξεραν ότι το ποτάμι είχε φουσκώσει ανησυχητικά το ξημέρωμα της Πέμπτης. Εκείνο που τους εξέπληξε ήταν η ταχύτητα με την οποία αναπτύσσονταν οι χείμαρροι και ψήλωνε το νερό, φτάνοντας στο σημείο να κουκουλώσει κανονικά τον οικισμό.

Σε αυτό το σκηνικό, οι κάτοικοι του χωριού (το οποίο βρίσκεται μόλις μισή ώρα μακριά από την Καρδίτσα) βρέθηκαν παντελώς αβοήθητοι. Την ώρα που κινδύνευαν οι ζωές τους, ο μόνο τρόπος να τις διασώσουν ήταν η βοήθεια του ενός στον άλλο. Το κράτος ανέλαβε μόνο να πάρει αυτούς που κατόρθωσαν να βρεθούν σ’ ένα στεγνό σημείο, με την πρώτη βάρκα να καταφθάνει, σύμφωνα με μαρτυρίες των κατοίκων, μόλις στις 10 το πρωί την Παρασκευή στο πλαίσιο επιχείρησης του στρατού.

Ηλικιωμένοι και άνθρωποι που δεν ήξεραν κολύμπι

Κανείς από τον κυβερνητικό - κρατικό μηχανισμό δεν μπορεί να περιγράψει όσα συνέβησαν στη Μεταμόρφωση το ξημέρωμα της Πέμπτης. Κανείς, διότι κανείς δεν ήταν παρών να κάνει το σώμα του στήριγμα στον άνθρωπο που δεν μπορούσε να κολυμπήσει. Είτε γιατί εκείνος δεν γνώριζε τον τρόπο, γεννημένος και μεγαλωμένος σ’ ένα χωριό της ηπειρωτικής χώρας, είτε γιατί είχαν περάσει πια τόσο τα χρόνια που δεν μπορούσε καν να κινηθεί.

Ο Δήμος βρέθηκε μπροστά και στις δύο περιπτώσεις. Από τη μία έπρεπε να βοηθήσει την ξαδέρφη του, 85 χρονών, από την άλλη να συνδράμει στην προσπάθεια μιας μητέρας κι ενός γιου, όπου η πρώτη ήταν επίσης μεγάλη σε ηλικία και ο γιος της δεν γνώριζε να κολυμπάει. Για να καταφέρει να κάνει τη διάσωση πήρε το τρακτέρ του. Μαζί του ήταν ακόμη ένας συγχωριανός, ο Δημήτρης, που τον βοήθησε να ανέβουν τα τρία άτομα στο τρακτέρ και οι δυο μεγαλύτερες γυναίκες σε καλάθι το οποίο υπήρχε πίσω και σήκωσαν ψηλά για ν’ απειλούνται το λιγότερο δυνατόν από τον χείμαρρο.

Το νερό ανέβαινε μ’ ένα άγνωστο για εκείνους ρυθμό. Μέσα σε πέντε με δέκα λεπτά η στάθμη βρισκόταν ακόμα και μισό μέτρο ψηλότερα. Αρχικά έφτανε στη μέση της ρόδας. Μετά πιο πάνω ακόμη. Μέχρι που σκέπασε τη μηχανή και το τρακτέρ με τα πέντε άτομα πάνω έσβησε. Ο Δημήτρης προθυμοποιήθηκε να πάει κολυμπώντας στο γραφείο της κοινότητας, το κτήριο που ήθελαν να πάνε γιατί ήταν σε ασφαλές υψόμετρο, με σκοπό να ζητήσει βοήθεια. Εκτός όμως απ’ το πολύ νερό, στον δρόμο που είχε να διανύσει μπροστά του, έπρεπε ν’ αντιμετωπίσει και ισχυρά ρεύματα. Ο Δήμος τού ζήτησε να γυρίσει πίσω. «Θα πνιγόταν».

Πιάστηκε από τη στέγη κι έσπασε

Κι αυτό όμως αποδείχτηκε εξίσου αδύνατον. Τότε ο Δημήτρης επιχείρησε να φτάσει σ’ ένα σπίτι που βρισκόταν πιο κοντά και ν’ ανέβει στη στέγη του. Η στέγη ήταν παλιά, από ελενίτ. Και το κομμάτι από το οποίο επιχείρησε να σκαρφαλώσει έσπασε όταν στήριξε το βάρος του. Το αποτέλεσμα ήταν να τραυματιστεί στο χέρι, όμως δεν τα παράτησε και κατάφερε ν’ ανέβει από άλλο σημείο. Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα ξεκίνησε ένας νέος αγώνας που ήταν ν’ ακουστεί η φωνή του όσο μακρύτερα μπορούσε. Να διαπεράσει τη βουή του ποταμού και τον ήχο από την πρόσκρουση της βροχής η λέξη «βοήθεια».

«Οι γιαγιές άρχισαν να απελπίζονται και οι δύο. Μου λέει η Ελισάβετ “Δήμο, θα πνιγούμε τώρα; Θα μ’ αφήσεις να πνιγώ;”.“Από τη στιγμή που ήρθα στο σπίτι σου και σε πήρα, δεν πνίγεσαι. Όσο εγώ είμαι ζωντανός, δεν πνίγεσαι”». Το νερό ανέβαινε κι άλλο. Ο Δήμος ζήτησε από τον Θωμά, τον γιο της μίας κυρίας, να τραβήξουν τις δύο γυναίκες προς τον ουρανό του τρακτέρ. Τα κατάφεραν και για λίγο ήρθε η ανακούφιση. «Το νερό όμως δεν έκανε πίσω. Συνέχισε ν’ ανεβαίνει στον ουρανό κι όπως ήταν έτσι μπρούμυτα εκείνες, άρχισαν πάλι να το πίνουν».

 Κρατώντας μ’ όλη του τη ψυχή τα κεφάλια τους πάνω

Η επόμενη κίνηση που σκέφτηκαν ήταν να τις βάλουν να καθίσουν. Ο Δήμος είδε το νερό να φτάνει κάτω απ’ το πηγούνι τους κι αποφάσισε να σηκωθεί όρθιος στη σκεπή του τρακτέρ, κρατώντας τις δύο γυναίκες απ’ το μπουφάν τους, πίσω από τον σβέρκο, όσο ψηλότερα μπορούσε, για να μένουν τα πρόσωπά τους πάνω απ’ το νερό.

Η βοήθεια κάποια στιγμή ακούστηκε και σ’ εκείνους που είχαν τον τρόπο να βοηθήσουν. Δίπλα στο τρακτέρ μπόρεσαν κι έδεσαν με τις βάρκες τους ο Στέφανος Κουζούνης κι ο Κώστας Τασιόπουλος. Ο Στέφανος είχε για κουπί ένα φτυάρι. Ο κ. Κώστας, στα 80 του, έγινε εκείνη η φιγούρα στην οποία πάντα θα ανατρέχουμε στη μέση μιας απελπισίας.

Η ώρα είχε φτάσει 8 το πρωί. Είχαν μείνει στο νερό για πάνω από τέσσερις ώρες. Τώρα όμως πατούσαν με τα παπούτσια τους κάπου που δεν απειλούνταν. Από την άλλη, το κτήριο του κοινοτικού γραφείου το μόνο που μπορούσε να προσφέρει ήταν ένα κομμάτι στεριά. «Εκεί μείναμε όλη την Πέμπτη χωρίς νερό, δεν συζητώ για φαγητό». Οι βάρκες του στρατού ήρθαν την επόμενη. Μέχρι το απόγευμα είχαν απεγκλωβιστεί 69 άνθρωποι. Κάθε ένας όμως από αυτούς χρωστούσε ήδη τη ζωή στον διπλανό του.

«Ήμασταν πάνω στη γέφυρα και το τρακτέρ έσβησε»

Κάτοικοι στη Μεταμόρφωση περιγράφουν στην ΑΥΓΗ τη δραματική τους προσπάθεια να γλιτώσουν από τον χείμαρρο. «Ήταν ο καλύτερός μου φίλος», λέει ένας από τους συγχωριανούς του 65χρονου που πέθανε και θυμάται τις τελευταίες τους στιγμές πριν τη μεγάλη καταστροφή

Ήταν η τελευταία τους νύχτα στο σχολείο που τους φιλοξενούσε. Στην αρχή, όταν έφτασαν, όσοι δεν είχαν ειδικά δίπλα κάποιο συγχωριανό, έδειχναν χαμένοι. Κάθονταν στην τάξη μέσα, που βρισκόταν το κρεβάτι τους. Όπως κάνουν τα παιδάκια, ίσως κι οι ίδιοι μικρότεροι, στο ξεκίνημα μιας πραγματικότητας που τους βρίσκει σε ένα μέρος διαφορετικό από εκεί που είχαν συνηθίσει. Όπου το μέρος που τους λείπει και στις δύο περιπτώσεις είναι το σπίτι.

κάτοικοι στη Μεταμόρφωση καθισμένοι σε καρέκλες

Με το πέρας όμως των ημερών, το προαύλιο του σχολείου άρχισε να αλλάζει όψη. Καταμεσής του μπήκαν καρέκλες και κόλλησαν τραπέζια. Το προαύλιο θύμισε πλατεία χωριού. Με καρέκλες που δεν βρίσκονταν μπροστά από καφενεία, αλλά έφερναν κοντά τους ανθρώπους. Μια καρέκλα βέβαια ήταν άδεια. Ανήκε στον 65χρονο που βρέθηκε νεκρός με τη μητέρα του στο σπίτι τους στη Μεταμόρφωση. Είχε προσπαθήσει να τη σώσει, αλλά χάθηκε μαζί της. «Ήταν ο καλύτερός μου φίλος», λέει ένας από τους ανθρώπους της παρέας. Οι περισσότεροι είχαν βρεθεί στο κέντρο της Καρδίτσας και το 1ο Δημοτικό Σχολείο από τη Μεταμόρφωση και δύο από τον Βλοχό και τον Κοσκινά.

Κι έκτοτε δεν ξαναμίλησαν

Ο φίλος του ανθρώπου που πνίγηκε θυμάται τη στιγμή που αποχωρίστηκαν. «Εκείνος ήταν στο αυτοκίνητο κι εγώ στο τρακτέρ για να τον τραβήξω, να πάμε το αμάξι σε πιο ασφαλές σημείο». Έκτοτε δεν ξαναμίλησαν. Προσπάθησε να τον βρει στο τηλέφωνο, για να του πει ότι το νερό είχε ανέβει κι ότι το αυτοκίνητο δεν βρισκόταν σε καλό σημείο, αλλά ήταν κλειστό.

Τρεις απ’ την παρέα θυμούνται που προσπάθησαν να βγουν έξω από το χωριό με το τρακτέρ. Εκεί όμως που πήγαιναν να τα καταφέρουν, πάνω σε μια γέφυρα που έδειχνε πια μετέωρη, το τρακτέρ έσβησε. Ήταν τα πρώτα λίγα δευτερόλεπτα στη ζωή τους που πίστεψαν ότι θα πεθάνουν. Μετά η μηχανή του ξανακούστηκε. Το τρακτέρ προχώρησε και κατάφεραν να σωθούν. «Είναι όπως βλέπεις στην τηλεόραση. Μπαίνει η θάλασσα μέσα και ξαναβγαίνει με φόρα», έλεγαν για να περιγράψουν την απειλή που αισθάνθηκαν να τους περιβάλλει.

Αρκετός κόσμος από το χωριό είχε αποχωρήσει βλέποντας την εξέλιξη της κακοκαιρίας, χωρίς όμως να λάβει προηγουμένως έγκαιρη και κατάλληλη προειδοποίηση από την Πολιτική Προστασία, όπως λένε οι κάτοικοι. Ακόμη όμως κι αν το 112 είχε ηχήσει τη σωστή στιγμή και δεν παρακινούσε τους παραλήπτες του μηνύματος να καθίσουν σπίτι, τη στιγμή που το νερό έφτανε στη σκεπή τους, οι άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας δεν θα μπορούσαν να το δουν γιατί δεν έχουν κινητό οι περισσότεροι. Ενώ, ακόμη κι αν μάθαιναν για τον κίνδυνο, θα τους ήταν εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατον να φύγουν μόνοι τους.

«Για πέντε λεπτά θα είχαμε παραπάνω νεκρούς, αν δεν πήγαινε αυτός με τις βάρκες. Απλώς άκουσε μια φωνή “βοήθεια” κι έκανε κουπί», λένε για τον ψαρά και 80χρονο συγχωριανό τους Κώστα Τασιόπουλο.

Ορατός για το χωριό ο κίνδυνος να ερημώσει

Ακόμη και την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, εννιά ημέρες μετά την αρχή της πλημμύρας, για τους κατοίκους της Μεταμόρφωσης ήταν αδύνατον να πάνε στο χωριό τους, καθώς το νερό παρέμενε σε απαγορευτικά ύψη. Αλλού στο ένα μέτρο, αλλού στα δύο. Ενώ τη στιγμή που κορυφώθηκε το φαινόμενο πιστεύουν ότι το νερό έφτασε ακόμη και στα 8 μέτρα. «Αλλιώς ήμασταν, αλλιώς μας έκανε», λένε για την εμπειρία που έζησαν. Τους είναι εξαιρετικά δύσκολο ν’ αντικρίσουν τη επόμενη μέρα. Ήδη υπάρχει κόσμος, λένε, που κοιτάζει να βρει αλλού σπίτι. Έτσι το χωριό σταδιακά θα ερημώσει. Και τα δυο του μαγαζιά θα κλείσουν γιατί δεν θα έχουν αρκετούς θαμώνες να συντηρούν τη ζωή και το εισόδημά τους. Υπάρχει μια σκέψη το χωριό να κτιστεί ψηλότερα, γιατί είναι η δεύτερη πολύ μεγάλη πλημμύρα που βιώνει μετά το ’94. Είναι αμφίβολο όμως αν θ’ ακολουθήσουν όλοι την απόφαση.

Πάνω στα μονοπάτια του σημερινού οικισμού υπάρχουν αναμνήσεις. Θυμάται ο φίλος του θύματος, μόλις στις 5 Σεπτεμβρίου που διασκέδαζαν στο πανηγύρι και αγκαλιά μετά προσπαθούσαν να βρουν τον δρόμο για το σπίτι. Χωρίς τις μνήμες, χωρίς ολόκληρη την ψυχή του, δηλαδή τους ανθρώπους του, το χωριό θα γίνει ένα άλλο χωριό. Και πόσες ακόμη καρέκλες μπορούν να μείνουν δίπλα στις παρέες αδειανές;

Έξι ιστορίες από το μέτωπο της πλημμύρας

Στα σκουπίδια του Παλαμά βλέπεις σήμερα τη ζωή των ανθρώπων μέχρι την περασμένη Τετάρτη (6/9). Μέχρι εκείνες τις ώρες που το νερό δεν απειλούσε ακόμη κι απλά ο κόσμος περίμενε να περάσει κι αυτή η κακοκαιρία σαν μπόρα. Ποιος ξέρει, μπορεί να τα φούσκωναν κι οι μετεωρολόγοι. Άλλωστε στους δρόμους δεν κινούνταν ανήσυχα ούτε τα περιπολικά ούτε τα πυροσβεστικά. Μόνο που αποδείχτηκε ότι αυτό δεν ήταν ένα σημάδι αρκετό. Ο κρατικός μηχανισμός παρέμεινε στο καβούκι του ακόμη και την ώρα που η πλημμύρα έγινε πραγματικότητα. Ενώ έλλειψε ακόμη κι η προειδοποίηση προς τους κατοίκους να προσέξουν, με αποτέλεσμα να μείνουν άπραγοι και να ψάχνουν τελευταία στιγμή ένα τρακτέρ για να σωθούν.

Εκείνες οι ώρες μοναξιάς έφεραν τα βλέμματα που κοίταζαν τη στάθμη του νερού σε σημείο απόγνωσης. Όμως κι αυτές που ακολουθούν δεν αφήνουν να δημιουργηθεί κάποια σκέψη καλύτερη. Οι άνθρωποι που έμαθαν να βαδίζουν μέσα στην πλημμύρα μιλούν σήμερα στην ΑΥΓΗ για εκείνα που έζησαν, εκείνα που χάθηκαν κι εκείνα που φοβούνται ότι θα έρθουν.

πλημμύρες στην Καρδίτσα

«Τα σημεία που είχαν σπάσει από τον “Ιανό” έσπασαν πάλι»

Το Μακρυχώρι είναι από τις περιοχές που ακούστηκαν λιγότερο έως και καθόλου στα δελτία ειδήσεων. Και πράγματι τα σπίτια δεν υπέστησαν τις ζημιές που σημειώθηκαν σε άλλα. Η μεγάλη ζημιά έγινε στο χώμα. Στις καλλιέργειες και στα χωράφια. Ο Βασίλης ανέλαβε να μας πάρει πάνω στο τρακτέρ και να μας δείξει τι συνέβη στη γη που φρόντιζε ο ίδιος. Περπατήσαμε κατά μήκος των καλλιεργειών του μέχρι που ο δρόμος δεν είχε άλλο να πάει. Το ανάχωμα που χώριζε τα χωράφια του Βασίλη από τον ποταμό Καλέντζη είχε υποχωρήσει και ο όγκος χώματος που φαγώθηκε διαχύθηκε με το ορμητικό νερό δεκάδες μέτρα πιο μακριά πάνω στην ετοιμοπαράδοτη σοδειά του (καλλιεργεί βαμβάκι το οποίο περισυλλέγεται τώρα τον Οκτώβριο).

πλημμυροπαθής στην Καρδίτσα

«Τα σημεία που είχαν σπάσει από τον “Ιανό” έσπασαν πάλι. Κι άλλες τρεις φορές το ίδιο έχει συμβεί σε άλλα σημεία του αναχώματος. Η λύση είναι να σηκωθεί ψηλότερα και να φτιαχτεί κάτι καινούργιο, γιατί το ανάχωμα αυτό δημιουργήθηκε το 1955». Για να καταφέρει να συνεχίσει πρέπει να υπερισχύσει πάλι η αγάπη του για τη γη που έμαθε να τη δουλεύει από τα δέκα του κι έφτασε σήμερα να συνεχίζει πάνω απ’ τα 50. «Ξέρεις τι μαθητής ήμουν; Του είκοσι. Μ’ άρεσε όμως εδώ. Πώς να σ' το πω, δημιουργείς κάτι από το τίποτα». Είναι δύσκολο όμως να το δουν έτσι κι οι νεότεροι που ακολουθούν. Στο χωριό έχουν απομείνει να ζουν μόλις δύο άτομα κάτω των 30 κι είναι αδέρφια.

«Χάθηκε η ασφάλεια που ένιωθα»

Μέσα στο νερό χάθηκαν πολλά. Είθισται να τα κατονομάζουμε κόπους ζωής. Οι πολλές όμως καταστροφές κι η επαναλαμβανόμενη χρήση του όρου έχει αποδυναμώσει την επαφή με την πραγματικότητα. Για να τη συναντήσουμε, θα πρέπει να πιάσουμε το πόμολο που πιάνει η κ. Ζωή όταν ανοίγει την πόρτα του φαρμακείου της στον Παλαμά. Όπου μέσα τα πράγματα, την πρώτη μέρα που κατάφερε να την ανοίξει -γιατί τρεις μέρες ήταν αποκλεισμένη στο σπίτι της-, ήταν όλα ριγμένα. Ένα μωσαϊκό καταστροφής το οποίο συνέθεταν αμέτρητα μουλιασμένα κουτιά με φάρμακα, σπασμένα τζάμια, πεσμένα έπιπλα και αναποδογυρισμένες ζυγαριές. Και πίσω από το παραβάν, εκεί όπου βρίσκεται η αποθήκη, αχρηστεύτηκε ένα εμπόρευμα αξίας περίπου 150.000 ευρώ, πιθανόν και παραπάνω. «Μια ζωή αυτό κάναμε. Τα δυό μας παιδιά και το φαρμακείο. Και φέραμε το ένα παιδί πίσω να συνεχίσει, αλλά δεν μπορεί, όπως βλέπετε».

πλημμυροπαθής στην Καρδίτσα

Μέσα στο νερό χάθηκαν πολλά. Όμως κάτι που δεν φαίνεται μπροστά μας στα συντρίμμια είναι το συναίσθημα που έχει αφήσει πίσω της η πλημμύρα. Ο φόβος ότι μπορεί να ξανασυμβεί. «Η ασφάλεια που ένιωθα χάθηκε. Δεν ζούσα πάντα εδώ. Γεννήθηκα στην Κατερίνη και σπούδασα στην ΑΣΟΕΕ. Γνωριστήκαμε με τον άντρα μου και πήραμε την απόφαση να φύγουμε για το χωριό. Με τι χαρά ήρθαμε στην επαρχία να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας! Σήμερα όμως, μετά από τόσα χρόνια, είμαι έντρομη. Ότι μπορεί η ίδια καταστροφή να συμβεί και τον άλλο μήνα. Κανείς δεν σε διαβεβαιώνει ότι δεν θα γίνει ξανά».

πλημμυροπαθής

«Πρώτα πλημμυρίσαμε και μετά ήρθε το 112»

Η πιο τρομακτική στιγμή που θυμάται είναι όταν το νερό είχε μπει μέσα στα σπίτια δίπλα τους. Που άκουγε «τον παφλασμό από τα αντικείμενα, τις βιβλιοθήκες και τ’ άλλα ξύλινα έπιπλα που έπεφταν». Το νερό δεν έφτασε μέσα στο δικό τους σαλόνι. Όμως χάθηκαν όλα της τα πράγματα στο ισόγειο από κάτω. Κι ό,τι βρισκόταν έξω. Δύο αυτοκίνητα, ένα μηχανάκι, εργαλεία και μηχανήματα για τον κήπο.

Το 112 δεν ήχησε ποτέ. Ή μάλλον ήχησε πολύ αργοπορημένα, όταν το νερό που ξεχύθηκε από τον Σοφαδίτη (παραπόταμος του Πηνειού) είχε φτάσει στην πόρτα τους. «Δεν μας ήρθε ποτέ μήνυμα να εκκενώσουμε. Ποτέ. Τα πρώτα μηνύματα που έφτασαν ήταν μετά τις 6 το πρωί την Πέμπτη, όταν το κακό είχε γίνει», λέει η Κατερίνα, που ζει με τον σύζυγο και το παιδί τους. Μετά, για μια ολόκληρη μέρα παρέμειναν μέσα στο σπίτι χωρίς να κάνουν τίποτα. Άνοιγαν το παράθυρο κι έκαναν νοήματα για φαγητό ή νερό στα ελικόπτερα. Για δύο μέρες όμως είχαν ως μόνη επιλογή να εξαντλήσουν τα όποια αποθέματα του ψυγείου και να χρησιμοποιήσουν το νερό που είχε προνοήσει να κρατήσουν η Κατερίνα έχοντας εμπειρία από τις συχνές διακοπές που συμβαίνουν έτσι κι αλλιώς στην πόλη, αλλά και γνώση για όσα είχαν συμβεί στην πλημμύρα του ’94 στη Μεταμόρφωση.

«Τα τρία τέταρτα του Παλαμά έχουν μείνει σήμερα χωρίς οχήματα. Κινούμαστε με τα πόδια και τα ποδήλατα και όσοι δεν έχουμε ποδήλατα δανειζόμαστε. Γύρισαν τον Παλαμά και όλη τη Θεσσαλία 60 χρόνια πίσω». Κι αυτή δεν είναι μια κουβέντα του αέρα. Μέχρι και μια εβδομάδα μετά την πλημμύρα οι κάτοικοι έβρισκαν νερό μόνο χάρη στη ξεχασμένη τουλούμπα (χειροκίνητη αντλία) της αυλής.

Εκείνο που την απασχολεί περισσότερο είναι το μέλλον του παιδιού της. «Έχω μια κόρη που έχει περάσει Φαρμακευτική στη Θεσσαλονίκη. Το ενοίκιό της είναι 400 ευρώ, δεν ξέρω αν το παιδί μου θα μπορέσει να πάει να σπουδάσει έτσι όπως είμαστε οικονομικά». Δεν θα έπρεπε, διερωτάται για τ’ αυτονόητο, να δοθεί ένα επίδομα ενοικίου για τους φοιτητές που προέρχονται από τη Θεσσαλία;

«Έρχονταν άνθρωποι μέσα στη λάσπη»

Τις μέρες του «Ιανού» ο Σπύρος έτρεχε με το ποδήλατο από γειτονιά σε γειτονιά. Στο τιμόνι του είχε περάσει σακούλες με νερά και τρόφιμα κι όπου ήξερε ότι μπορούσε ν’ ανακουφίσει έβαζε πλώρη. Την «Αντιλόπη», όπως έλεγε το ποδήλατο που όργωνε τα λασπόνερα, την έκλεψαν. Όμως η αγάπη για συνεισφορά παρέμεινε στη θέση της. Με το που έφεραν τους πληγέντες στο 1ο Δημοτικό της Καρδίτσας πήγε πάλι να βοηθήσει. Τη στιγμή μάλιστα που έπεσε το ρεύμα στο μαγαζί με γαλακτομικά που δουλεύει, πήρε όπως - όπως τα προϊόντα από τα ψυγεία και πήγε να τα προσφέρει. «Ερχόντουσαν οι άνθρωποι μέσα στη λάσπη.

πλημμυροπαθής

Δεν είχαν τίποτα. Ψάχναμε μέσα στα σκοτάδια ένα ρούχο ν’ αλλάξουν για να ξαπλώσουν». Θέλανε επίσης να καθίσουν κάπου να φορτίσουν το κινητό τους και να μιλήσουν με τους συγγενείς. Στην αρχή αισθάνονταν ανασφάλεια. Την προηγούμενη στιγμή είχαν χάσει τα πάντα. Μετά όμως αισθάνθηκαν την οικειότητα που γεννά η συγκυρία, όπως φάνηκε και στα λόγια ενός παππού. «Σπυράκο, πάω να κοιμηθώ, δεν θέλω να χαθούμε».

πλημμυροπαθείς

«Ο Παλαμάς δεν πλημμύρισε ποτέ από τη δημιουργία του»

Παραμονή της έναρξης της σχολικής χρονιάς, τα τετράδια κι οι κασετίνες του χαρτοπωλείου που έχει ο Μίλτος σε πλατεία στον Παλαμά δεν κατέληξαν στα χέρια των μαθητών, αλλά στο πεζοδρόμιο. Σε στοίβες από κατεστραμμένα αντικείμενα, που περίμεναν τη σειρά τους για να χωρέσουν μετέπειτα στον κάδο της ανακύκλωσης. Τη μυρωδιά του φρέσκου μαρκαδόρου αντικατέστησε η αίσθηση της υγρασίας.

Οικονομικά η καταστροφή ήταν πολύ μεγαλύτερη, γιατί εκτός από τα είδη χαρτιού χάλασαν και όλα τα μηχανήματα (φωτοτυπικά και υπολογιστές), με τη συνολική ζημιά να υπερβαίνει τα 100.000 ευρώ. Στο παγκάκι που κάθονται για να τα λένε, ο φίλος του ο Δημήτρης, ακούμπησε δίπλα τη δική του χαμένη πραμάτεια. «Έχω 30 τόνους αμύγδαλα μες στο μαγαζί κι έχει πλημμυρίσει. Δεν μπορώ να βρω ούτε ένα πακέτο». Θα πει πως κανείς δεν περίμενε τόση καταστροφή. «Ο Παλαμάς δεν πλημμύρισε ποτέ από τη δημιουργία του». Γι’ αυτό κι έφτιαχνε πλίνθινα σπίτια, τα οποία κατέρρευσαν όλα. Το μόνο που έσωσε τα πράγματα ήταν η αλληλεγγύη. «Αν δεν υπήρχε, δεν θα είχαμε απλά περισσότερους νεκρούς, αλλά τραγωδία».

πλημμυροπαθής

 «Να κρατήσουμε την αγία μας καθημερινότητα»

Έξω από το βιβλιοπωλείο του Ηλία, υπάρχουν ακέραιες κι όχι μουλιασμένες κάποιες κούτες. «Είναι τα βιβλία που απέμειναν απ’ το σπίτι μου. Η καταστροφή ήταν ολοσχερής». Το νερό είχε πάψει ν’ ανεβαίνει, τα έπιπλα είχαν όμως ποτίσει και αργά ή γρήγορα θα γινόταν ζημιά και στο χαρτί που την είχε γλιτώσει. Στο μαγαζί δεν μπήκε τόσο νερό. Ενώ είχε προβλέψει να βγάλει τα έντυπα από τα χαμηλότερα ράφια. Στο άνω ράφι είχε ακέραια επίσης την τροφοδοσία της ενημέρωσης, με τον ένα τίτλο της εφημερίδας κάτω από τον άλλο. Αγοράζοντας κάποιες του δίνω είκοσι λεπτά παραπάνω, αποφεύγοντας να περιμένω για ρέστα. Μου τα επιστρέφει. «Ένα πράγμα που δεν πρέπει ν’ απωλέσουμε είναι την καθημερινότητα όπως είναι. Έμαθα να σέβομαι πόσο αγία είναι όταν έχασα τη γυναίκα μου». Ο Ηλίας Μπαρτζιώκας έχει υπάρξει επίσης συγγραφέας. Και σε μια συγκυρία γεμάτη ελλείψεις, όχι μόνο δεν τις λογάριασε, αλλά μου χάρισε γενναιόδωρα την έμπνευσή του.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL