Του Γιάννη Δραγασάκη*
Η μετάφραση του βιβλίου του Έρικ ΌλινΡάιτ Ρεαλιστικές Ουτοπίες συνιστά ένα σημαντικό εκδοτικό γεγονός, αλλά και ευκαιρία να σκεφτούμε εκ νέου την εμπειρία μας, αξιοποιώντας την πληθώρα των εργαλείων που μάς παρέχει ο Αμερικανός κοινωνιολόγος. Το έργο του Ράιτ δεν είχε μεταφραστεί ποτέ στην Ελλάδα και ο ίδιος ήταν γνωστός κυρίως σ’ ένα μικρό κύκλο κυρίως ακαδημαϊκών. Είχαμε την ευκαιρία να τον ακούσουμε εκ του σύνεγγυς το Δεκέμβριο του 2011, όταν τον προσκάλεσε στην Ελλάδα το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς. Αντικείμενο εκείνων των διαλέξεων ήταν αυτές οι πραγματικές ουτοπίες και η συνακόλουθη στρατηγική που διερευνάται στο παρόν βιβλίο. Τότε βρισκόμασταν σε μια περίοδο που τα κινήματα αντίστασης ενάντια στη λιτότητα βρίσκονταν στο απόγειό τους και στις συνθήκες εκείνες η «γειωμένη» προσέγγιση του Ράιτ έγινε δεκτή με επιφυλακτικότητα, αν όχι και μια σχετική καχυποψία από μέρος του ακροατηρίου.
Εντούτοις, η ανάγνωση του βιβλίου του σήμερα -το οποίο στα αγγλικά κυκλοφορεί ήδη από το 2010- προκαλεί ανάμικτα συναισθήματα. Από τη μία πλευρά, δημιουργείται το ερώτημα αν θα μπορούσε να είχε αξιοποιηθεί ευρύτερα ο πλούτος αυτής της ριζοσπαστικής σκέψης στην περίοδο της προετοιμασίας μας για την κυβέρνηση, μιας σκέψης που αποσκοπούσε στη διαμόρφωση επιτεύξιμων και βιώσιμων θεσμών και πρακτικών. Από την άλλη πλευρά, χαίρομαι που πολλά απ’ όσα προσπαθήσαμε και προσπαθούμε να κάνουμε, βρίσκονται σε μια κατεύθυνση συναφή και παράλληλη με την προβληματική του Ράιτ και εν τέλει αυτό το βιβλίο μας δίνει έμπνευση και ώθηση για να κάνουμε περισσότερα. Πρόκειται επί της ουσίας για μια πραγματική εργαλειοθήκη δημιουργικής αριστερής δράσης που δίνει έμφαση όχι μόνο στο «τι» αλλά και στο «πως», επισημαίνοντας τα προβλήματα που ανακύπτουν, αλλά και αναδεικνύοντας παράλληλα και τις προοπτικές που διανοίγονται. Αποφεύγοντας ο ίδιος υπεραπλουστεύσεις, προτείνει μια μέθοδο που είναι χρήσιμη τόσο στη δράση των κοινωνικών κινημάτων όσο και στο αριστερό κυβερνητικό πράττειν, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι όλα αυτά υποβάλλονται διαρκώς στους περιορισμούς του μεταβαλλόμενου συσχετισμού δυνάμεων.
Το βιβλίο
Όπως εξηγεί ο συγγραφέας, το βιβλίο είναι αποτέλεσμα ενός ευρύτερου ερευνητικού προγράμματος το οποίο σχεδιάστηκε και άρχισε να υλοποιείται στις αρχές της δεκαετίας του ‘90. Αποτελούσε αντίδραση στο κλίμα που διαμορφώθηκε μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, την ίδια στιγμή που στις καπιταλιστικές δημοκρατίες ηγεμόνευε ο νεοφιλελευθερισμός και ο φονταμενταλισμός της αγοράς. Στις συνθήκες αυτές, «... πολλοί άνθρωποι πίστεψαν ότι ο καπιταλισμός και η φιλελεύθερη δημοκρατία αποτελούσαν πλέον το μόνο δυνατό μέλλον της ανθρωπότητας...» (σ. 21).
Το βιβλίο αυτό, λοιπόν, πρέπει να το κατανοήσουμε όχι ως ακαδημαϊκή διανοητική άσκηση, αλλά ως καταρχήν αγωνιστική αντίδραση στην ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού και στις θεωρίες για το «τέλος της ιστορίας» που είχαν αρχίσει να κυριαρχούν στο δημόσιο διάλογο. Αποτελούσε μια συνειδητή προσπάθεια ν’ αναζητηθούν νέοι δρόμοι και τρόποι στον αγώνα για τη χειραφέτηση σ’ ένα περιβάλλον γενικευμένης απογοήτευσης και παραίτησης.
Ποια αντίδραση, όμως, ποια απάντηση μπορεί να υπάρξει, όταν ο καπιταλισμός προβάλλει χωρίς αντίπαλο, όταν οι ιδέες του σοσιαλισμού συκοφαντούνται και το εργατικό κίνημα βρίσκεται σε υποχώρηση; Τι κάνουμε με άλλα λόγια σε συνθήκες στρατηγικής ήττας της Αριστεράς, διάψευσης προσδοκιών και διάχυτης απογοήτευσης; Αρκούμαστε στη διαμαρτυρία και την αντίσταση; Αρκεί αυτό; Αναμένουμε μέχρις ότου ωριμάσουν οι νέες επαναστατικές συνθήκες για την ανατροπή του καπιταλισμού;
Ο Ράιτ απαντά ότι «... ακόμη κι αν οι συνθήκες της κρίσης δεν ενεργοποιούν μια συστημική ρήξη με τον καπιταλισμό, μπορούν ωστόσο να δημιουργήσουν την ευκαιρία για την οικοδόμηση αντικαπιταλιστικών εναλλακτικών εντός αυτού...» (σ. 15). Και συνεχίζει: «...αν δεν μπορείς, λοιπόν, να ανατρέψεις τον καπιταλισμό, τότε πρέπει να δουλέψεις για τη δημιουργία μιας νέας θεσμικής ισορροπίας που θα είναι ευνοϊκότερη για τους εργαζομένους και ταυτόχρονα θα είναι συμβατή με τον καπιταλισμό» (σ. 12). Και ο δρόμος γι’ αυτό είναι ο αγώνας για εναλλακτικούς θεσμούς ή τροποποίηση των υφιστάμενων με προοδευτικό περιεχόμενο. Είναι αυτό που ο Ράιτ ονομάζει ρεαλιστικές ή πραγματικές ουτοπίες με την έννοια ότι υπάρχουν ήδη σποραδικά εδώ κι εκεί και μπορούν να πάρουν σάρκα και οστά με την πάλη των κινημάτων, την πρωτοβουλία τοπικών αρχών ή προοδευτικών κυβερνήσεων.
Ο στόχος για μια «νέα θεσμική ισορροπία», ευνοϊκότερη για τους εργαζόμενους, αλλά στη βάση του καπιταλισμού, θα μπορούσε να προκαλέσει δικαιολογημένες ενστάσεις αν κατανοηθεί ως το τέλος της διαδρομής. Όμως δεν πρόκειται περί αυτού. Ο Ράιτ διευκρινίζει πως «... ο πραγματικός μας στόχος δεν είναι να σκεφθούμε θεσμούς τόσο τέλειους ώστε να μη χρήζουν περαιτέρω αλλαγής, αλλά θεσμούς που θα απαντούν στις ανάγκες του λαού, και θα έχουν οι ίδιοι τη δυνατότητα να μεταβάλλονται δυναμικά...» (σ. 20). Πρόκειται, λοιπόν, και για στόχους μεταβατικους, διότι αυτές οι θεσμικές διευθετήσεις απαντούν σε ανάγκες του λαού, αλλά και για μέσο, δεδομένου ότι η πάλη για την επίτευξη τους μπορεί να συμβάλει στην ενδυνάμωση συλλογικών υποκειμένων και στην αλλαγή των συσχετισμών προς όφελος των δυνάμεων της εργασίας, της οικολογίας, και της Αριστεράς. Εάν, μάλιστα, ο αγώνας για τέτοιες εναλλακτικές πάρει τις διαστάσεις ενός ευρύτερου κοινωνικού και πολιτικού κινήματος, τότε ο αγώνας αυτός «... θα μπορούσε να μετασχηματισθεί σε μια διαδικασία που υπερβαίνει τον καπιταλισμό...» (σ. 15).
Η κατεύθυνση, λοιπόν, την οποία εισηγείται ο Ράιτ έχει πάντα ως οδηγό τη «σοσιαλιστική πυξίδα». Αναζητεί ένα δρόμο πέρα από τις εκδοχές των καθεστώτων που κατέρρευσαν, αλλά και πέραν της σοσιαλδημοκρατίας που έχει υποταχθεί στη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία. Η «νέα θεσμική ισορροπία» δεν θα πρέπει, συνεπώς, να κατανοηθεί ως μια πλήρως καθορισμένη από τα πριν συνθήκη, αλλά ως μια συμπύκνωση των κοινωνικών συσχετισμών, εξ ορισμού μεταβατική.
Τι συνεπάγεται όμως αυτή η κατεύθυνση; Τι καθήκοντα επιβάλλει και πως μπορεί να εφαρμοστεί στην πράξη;
Για ν’ ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις μιας στρατηγικής σαν κι αυτή που εισηγείται ο Ράιτ, όμως, δεν αρκεί η αυθόρμητη εμπειρική δράση, ούτε η οργισμένη καταγγελία των δεινών του καπιταλισμού. Πρέπει να εργαστούμε συστηματικά, με μέθοδο, δηλαδή επιστημονικά. Χρειαζόμαστε συστηματική επιστημονική γνώση που θα συμπυκνώνει την εμπειρία των κοινωνικών κινημάτων και τα πορίσματα των θεωρητικών ερευνών. Χρειαζόμαστε, έτσι, μια «κοινωνική επιστήμη της χειραφέτησης», όπως την ονομάζει ο Ράιτ. Μια θεωρία της κοινωνικής δράσης και της αριστερής διακυβέρνησης. Βασικά καθήκοντα αυτής της κοινωνικής επιστήμης της χειραφέτησης είναι: α) μια ανανεωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη κριτική του καπιταλισμού, β) η αναζήτηση εναλλακτικών απέναντι στον καπιταλισμό, γ) η διαμόρφωση μιας θεωρίας για τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς και τις στρατηγικές υλοποίησής τους.
Κοινωνικά κινήματα και τεχνοπολιτική
Μια πρώτη ιδέα που πρέπει να κρατήσουμε από το έργο του Ράιτ είναι ότι ο μετασχηματισμός και ο αγώνας για την κοινωνική χειραφέτηση στην εποχή μας δεν περνά μόνο από το δρόμο, αλλά και από τη γνώση, την πληροφόρηση, από την επιστήμη και την τεκμηρίωση. Αυτό, βέβαια, δεν είναι κάτι εντελώς καινούργιο. Όμως, σήμερα η πληροφορική και ψηφιακή έκρηξη, η διάδοση του internet, δίνουν στον παράγοντα αυτό νέες διαστάσεις. Από την άλλη πλευρά, ο νεοφιλελευθερισμός τείνει να θεσμοθετείται, να εσωτερικεύεται στις δομές, τους θεσμούς, τις διαδικασίες και τους κανόνες. Αυτό το ζήσαμε έντονα κατά τις διαπραγματεύσεις με τους «Θεσμούς».
Η Αριστερά, λοιπόν, χρειάζεται να έχει τη δική της τεχνοπολιτική ικανότητα και πείρα. Αυτό δεν είναι απαραίτητο μόνο κατά το στάδιο της προετοιμασίας για την ανάληψη της κυβέρνησης, αλλά συνιστά διαρκή ανάγκη. Η αλλαγή των θεσμών, ή ακόμα περισσότερο η προετοιμασία νέων, έχει μεγαλύτερες πιθανότητες αποδοχής και επιτυχίας μόνο εάν μελετηθούν έγκαιρα τα δεδομένα, κατανοηθούν τα αντιτιθέμενα συμφέροντα, προβλεφθούν και επιλυθούν σωστά οι δυσκολίες. Η αριστερή τεχνοπολιτική ικανότητα, βεβαίως, δεν υποκαθιστά τα κοινωνικά κινήματα ούτε θέτει σε δεύτερη μοίρα την άμεση παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα, αλλά μάλλον τον εξοπλίζει με όρους αποτελεσματικότητας και κυβερνησιμότητας.
Το ζήτημα της μετάβασης και των ρήξεων
Ο Ράιτ αναζητεί νέες προσεγγίσεις και διευρύνει τη συζήτηση και τη θεωρητική έρευνα γύρω από τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Αναφέρεται σε τρεις δρόμους μετασχηματισμού: α) μετασχηματισμός μέσω ρήξης, β) αλλαγή μέσω διαμέσων μετασχηματισμών, γ) συμβιωτικός μετασχηματισμός.
Ο ίδιος φαίνεται ν’ απομακρύνεται από τη λογική του μετασχηματισμού μέσω ρήξης, καθώς θεωρεί ότι αυτός οδηγεί σε αυταρχικές διευθετήσεις και ότι οι περισσότερο βιώσιμες επιλογές ενυπάρχουν στους άλλους δυο μετασχηματισμούς. Μπορώ να δεχτώ ότι σ’ ένα πλαίσιο στενής επιτήρησης, όπως αυτό που βιώσαμε κι εμείς όλα αυτά τα χρόνια, οι συμβιωτικοί μετασχηματισμοί ήταν και οι μόνοι εφικτοί. Ωστόσο, το να απορρίπτεται η δυνατότητα της ρήξης σε κάθε περίπτωση δεν είναι κατά τη γνώμη μου σωστό. Παρόλο που, όντως, τα καθεστώτα του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού δικαιολογούν ως ένα βαθμό τη θέση του Ράιτ, τα παραδείγματα αυτά δεν μπορούν να ακυρώσουν ή να προεξοφλήσουν το μέλλον.
Το θέμα θα μπορούσε να τεθεί διαφορετικά. Εάν σε μια ορισμένη συγκυρία, μία ρήξη δεν έχει προϋποθέσεις επιτυχίας, εάν μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τα δημοκρατικά δικαιώματα του λαού, τότε αυτή η συγκεκριμένη ρήξη δεν αποτελεί την κατάλληλη επιλογή στο δεδομένο χρόνο. Για παράδειγμα, ο λόγος που εμείς απορρίψαμε τη συνολική ρήξη το καλοκαίρι του 2015 δεν ήταν αποκλειστικά και μόνο οικονομικός, αλλά ήταν ακριβώς και ο κίνδυνος να δημιουργηθεί μια κατάσταση τόσο χαοτική που να μην μπορεί να ελεγχθεί με δημοκρατικά μέσα -κάτι που θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν ακραίες μειοψηφικές μέσα στην κοινωνία δυνάμεις- και την οποία η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας, το αντιμνημονιακό μπλοκ, που στήριζε τις προσπάθειές μας, δεν ήταν προετοιμασμένη ν’ αντιμετωπίσει. Κάτι τέτοιο, θα οδηγούσε τόσο στην απο-νομιμοποίηση και τον ενταφιασμό κάθε αριστερού εγχειρήματος για πολλά χρόνια όσο και στη συνολική υπόσκαψη της Δημοκρατίας. Και προσωπικά δεν μπορώ ν’ αποκλείσω ότι οριακή επιδίωξη ορισμένων δυνάμεων του δικομματικού κατεστημένου, με το σχέδιο της «αριστερής παρένθεσης» που προετοιμαζόταν συστηματικά ήδη από τους τελευταίους μήνες πριν από την άνοδό μας στην κυβέρνηση, ήταν να εξωθήσουν τη νωπή κυβέρνηση της Αριστεράς σε πρόωρη πτώση και απο-νομιμοποίησή της, υπό συνθήκες δημοσιονομικής ασφυξίας ή και κατάρρευσης.
Ωστόσο, για να χρησιμοποιήσω τη λογική του Ράιτ, αν μια συνολική ρήξη δεν είναι εφικτή σε μια ορισμένη συγκυρία, πάντα υπάρχει δυνατότητα για ελεγχόμενες ρήξεις. Ρήξεις, δηλαδή, των οποίων οι συνέπειες μπορούν να εκτιμηθούν και να ελεγχθούν. Τέτοιες ελεγχόμενες ρήξεις ήταν π.χ. η απόφαση μας να νομοθετήσουμε μονομερώς μέτρα αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης, παρά την αντίθεση των δανειστών ή η άρνησή μας να εξοφλήσουμε τη δόση προς το ΔΝΤ ώστε να είμαστε σε θέση να καταβάλουμε μισθούς και συντάξεις.
Αλλά και η προσπάθεια εφαρμογής ενός προγράμματος, παράλληλα με τα μνημόνια, ήταν ένα πεδίο διαδοχικών ελεγχόμενων ρήξεων, αλλά και υποχωρήσεων και συμβιβασμών -κάτι που δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Το ζήτημα, επομένως, των ρήξεων, τόσο των μικρών όσο και των μεγάλων, είναι θέμα προϋποθέσεων, είναι θέμα συσχετισμού δυνάμεων, σωστής χρονικότητας και επαρκούς προετοιμασίας. Από την άλλη πλευρά, η διάκριση μεταξύ των διαφορετικών δρόμων δεν είναι απόλυτη, ούτε αυτοί είναι μεταξύ τους αμοιβαία αποκλειόμενοι. Ακόμα κι ένας συμβιωτικός μετασχηματισμός προϋποθέτει κάποιας έντασης ρήξεις προτού επέλθει ο συμβιβασμός. Άρα είναι πολύ πιθανό οι τρεις διαφορετικοί δρόμοι που περιγράφει ο Ράιτ να είναι απλώς διαφορετικές «στιγμές» ή εκδοχές και άρα να μπορούν να συνδυαστούν μεταξύ τους στο πλαίσιο ενός ενιαίου πολιτικού σχεδίου.
Η προοπτική: το πολιτικό υποκείμενο και το πολιτικό σχέδιο
Το θέμα του πολιτικού υποκειμένου μένει κάπως ασαφές στο έργο του Ράιτ, διότι οι «νέες θεσμικές ισορροπίες» που επιδιώκει δεν αποτελούν ένα σαφώς προσδιορισμένο καθεστώς, αλλά μια μεταβατική αποτύπωση της συμπύκνωσης των συσχετισμών στη συγκυρία. Άλλωστε το ζήτημα αυτό είναι ανοιχτό, όχι μόνο για τον Ράιτ, αλλά γενικότερα. Η διεθνής συζήτηση εκτείνεται σε μια γκάμα εναλλακτικών, από την ιδέα ενός νέου πράσινου New Deal έως πιο προωθημένες ιδέες για μια ριζοσπαστική ή μετα-καπιταλιστική δημοκρατία με ισχυρό το ρόλο των «κοινών». Το θέμα της προοπτικής, λοιπόν, συνδέεται άρρηκτα με την ύπαρξη του πολιτικού υποκειμένου που θα ορίσει το στόχο και του γενικότερου πολιτικού σχεδίου που θα αναδείξει τον τρόπο επίτευξής του. Για συγκεκριμένους λόγους και τα δυο αυτά θέματα δεν έχουν κεντρική θέση στην ανάλυση του Ράιτ.
Ο Ράιτ ως Αμερικανός μαρξιστής καλείται να διαχειριστεί μια ιδιαιτερότητα της αμερικάνικης πολιτικής. Η απουσία ενός ισχυρού αριστερού πολιτικού υποκείμενου υποχρεώνει τον Ράιτ ν’ αναζητήσει τον ιδανικό συνδυασμό των ρεαλιστικών ουτοπιών που θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις ενός ευρύτερου μετασχηματισμού.
Στη δική μας περίπτωση υπάρχουν κόμμα και κυβέρνηση και άρα το θέμα της προοπτικής τίθεται με διαφορετικό τρόπο, ως δυνατότητα συνδυασμού της δύναμης των κοινωνικών δράσεων με τη δύναμη που έχουμε να θεσμοθετούμε και να δημιουργούμε τις προϋποθέσεις λαϊκής πρωτοβουλίας και κίνησης -να λύνουμε δηλαδή προβλήματα προς όφελος του λαού. Σχηματικά, η κυβέρνηση έχει το ρόλο του να διεκδικεί και να κατακτά χώρους ελευθερίας, με την πολιτική και δημοσιονομική έννοια. Εάν δεν υπάρχει, όμως, η ενεργή παρέμβαση της κοινωνίας, με τον τρόπο που περιγράφει και ο Ράιτ, το αποτέλεσμα θα είναι ανεπαρκές.
Τα παραδείγματα είναι αρκετά: το θεσμικό πλαίσιο για τις «ενεργειακές κοινότητες» δεν μπορεί να αξιοποιηθεί χωρίς ενεργοποίηση των τοπικών κοινωνιών. Το ίδιο ισχύει με τις Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις και τους Συνεταιρισμούς. Η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων απαιτεί την παράλληλη ανασύνταξη του εργατικού - συνδικαλιστικού κινήματος.
Από την άποψη, λοιπόν, της προοπτικής, το βιβλίο του Ράιτ δεν θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να κατανοηθεί ως ένας δρόμος «σιωπηλής» υπέρβασης του καπιταλισμού -κάτι τέτοιο θ’ αποτελούσε έναν αφελή εξελικτισμό. Αντιθέτως, πρέπει να κατανοηθεί και να αξιοποιηθεί ως μια στρατηγική που υπό όρους μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία ή την ενίσχυση συλλογικών πολιτικών και κοινωνικών υποκειμένων, στη βελτίωση των συσχετισμών και στην ωρίμανση γενικότερα των προϋποθέσεων για την άσκηση αριστερής πολιτικής.
* Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης