ΤΟΥ ΑΛΚΗ ΡΗΓΟΥ
Σε τούτα τα εκατοντάχρονα από εκείνη την Επανάσταση -«που καμιά άλλη στον 20όαιώνα δεν είχε συγκριτικά τέτοια βαθύτατη επίδραση στη δημιουργική φαντασία» (Χοπσπάουμ )- αξίζει να σταθούμε στην προφητική κριτική που άσκησε σ΄ αυτήν, ούτε ένα χρόνο από την έκρηξη της, η Πολωνο-Εβραία Κομμουνίστρια Ρόζα Λούξεμπουργκ, και μάλιστα από την φυλακή του Μπρέσλαου όπου βρίσκονταν ήδη πέντε χρόνια, Πρόκειται για ένα σχεδόν άγνωστο στους πολλούς έργο, που μέχρι σήμερα κανείς δεν θυμήθηκε, όπως και την συγγραφέα του, στα πολλαπλά επετειακά αφιερώματα, με εξαίρεση μια απλή αναφορά στο όνομά της από τον Ε. Μπιτσάκη (Εφ. των Συντακτών, 4-5 Νοεμβρίου) και το πρόσφατο επί της ουσίας του Κ. Δοξιάδη (Εφ. των Συντακτών, 14 Νοεμβρίου), αν δεν κάνω λάθος.
Το βιβλίο της, Η Ρώσικη Επανάσταση δεν αποτελεί ένα ολοκληρωμένο έργο, αλλά ένα πρώτο κριτικό και βαθιά διεισδυτικό σχεδίασμα, που σκόπευε να το ξαναδουλέψει, λαμβάνοντας υπ’ όψη τις εξελίξεις των γεγονότων, τόσο στην Ρωσία όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη, καθώς και τις κριτικές που αυτή η πρώτη γραφή θα προκαλούσε. Η κριτική της κριτικής ήταν κάτι που πάντα αναζητούσε «αυτό το φωτεινότερο μυαλό του σοσιαλισμού μετά τον Μαρξ», όπως την χαρακτήριζε ο καλύτερος βιογράφος του ο Φραντς Μέρινγκ. Όμως, η πρόθεσή της να δημοσιευτεί αυτό το κείμενο με την μορφή σειράς άρθρων στην Επιθεώρηση που παράνομα εξέδιδαν τα μέλη των «Σπαρτακιστών», δεν πραγματώθηκε. Οι αντιρρήσεις των συντρόφων της -που τις μετέφερε στη φυλακή ο Πάουλ Λέβη και τις οποίες χωρίς να συμφωνεί αποδέχτηκε- ότι η κριτική της μπορεί να έβλαπτε την ακτινοβολία και την εξάπλωση της μη σταθεροποιημένης μπολσεβίκικης Επανάστασης και κυρίως η έκρηξη της Γερμανικής Επανάστασης, στην οποία μετά την απελευθέρωσή της μπήκε μ’ όλο της το είναι, με επακόλουθο την βίαιη δολοφονία της στις 15 Γενάρη του 1919, δεν της επέτρεψαν την ολοκλήρωση του έργου. Αποσπάσματα αυτής της πρώτης γραφής κατόρθωσε να διασώσει ο Λέβη και να δημοσιεύσει κάποια επιλεκτικά στα τέλη του 1921.
Ο Λένιν με άρθρο του στην Πράβντα επιτίθεται στον Λέβη, ότι με τα αποσπάσματα που δημοσίευσε θέλει «να τύχει δημοφιλίας από την μπουρζουαζία» και προτείνει την δημοσίευση όλων των έργων της «συντρόφου και φίλης του» -άποψη με την οποία συμφωνούσε και ο σύντροφός της στη ζωή και τον αγώνα Λέο Γιόγκιτσες- μέσα από τα οποία θα αναδεικνύονταν καλύτερα και αυτά στα οποία συμφωνούσαν, παρ’ ότι ήταν πολλά αυτά στα οποία διαφωνούσαν. Και συνέχιζε, χρησιμοποιώντας μια χαρακτηριστική ρώσικη παροιμία «...συμβαίνει μερικές φορές οι αετοί να κατεβαίνουν ακόμα πιο χαμηλά από τις κότες, αλλά ποτέ οι κότες δεν να φτάσουν στο επίπεδο των αετών... Αλλά παρ’ όλα τα λάθη της [και ανέφερε σειρά κατά την γνώμη του λαθών της] ήταν και παραμένει αετός... μ’ αυτή την πρόταση θα μπει το όνομα της Ρ.Λ. στην ιστορία του παγκόσμιου εργατικού κινήματος» !
Αυτή την ιδέα αναλαμβάνει να πραγματοποιήσει με απόφασή της η Κομμουνιστική Διεθνής, συγκροτώντας επιτροπή για τη συγκέντρωση, καταγραφή και έκδοση των Απάντων της, από τους συντρόφους της Πάουλ Φρέλιχ, Κλάρα Τσέκιν και Βάρσκι. Η φραξιονιστική πάλη στο εσωτερικό της Διεθνούς, που ποτέ δεν εμφανίστηκε δημόσια, και ο πρόωρος θάνατος του Λένιν, δεν επέτρεψαν την ολοκλήρωση αυτής απόφασης. Το μόνο που απέμεινε ήταν η επαναλαμβανόμενη όλο τον μεσοπόλεμο γιορτή μνήμης κάθε Γενάρη των τριών Λ (Λένιν, Λούξεμπουργκ, Λήμπνενχτ ).
Το κείμενο ολοκληρωμένο δημοσιεύτηκε τελικά στα 1928 και είχε την μοίρα και των υπόλοιπων γραπτών της. Από την μια το έργο της καίγεται δημόσια από τους Ναζί στα 1933, από την άλλη την ίδια ώρα απαγορεύονταν ρητά η δημοσίευσή του από το σταλινικό σοβιετικό καθεστώς και οι φίλοι και σύντροφοί της εκτελούνταν με την κατηγορία του «Λουξεμβουργιανισμού». Με χίλιους κινδύνους, κάποιοι κρύβουν εδώ και εκεί ό,τι μπορούν να διασώσουν. Το «νυστέρι της κριτικής της, αυτό το ξίφος, το πιο αποτελεσματικό από το ρόπαλο του Λένιν»» όπως έγραφε η συντρόφισσα και στενής της φίλη Κλάρα Τσέκιν, ήταν προφανώς και παραμένει πολύ επικίνδυνο για τους επίγονους του επαναστατικού βρασμού, κύριους της κομματικής εξουσίας επί Στάλιν. Μαζί με το έργο της επιχειρούνταν βέβαια και ευρύτερα να εξοβελιστεί στη λήθη -αυτό το πανίσχυρο όπλο κάθε κατεστημένης εξουσίας- ένα ολόκληρο ρεύμα της Επαναστατικής Δημοκρατικής Αριστεράς, που σε πείσμα όμως κάθε γραφειοκρατικής εξουσιαστικής επιλογής ξεπετιέται σε κάθε εξεγερσιακή έκρηξη, σε κάθε εποχή κρίσης και ανάγκης αναστοχασμού της Αριστεράς. Για την ανάλογη πορεία και αυτού του έργου στην ελληνική βιβλιογραφία έχουμε γράψει σε παλιότερο Αφιέρωμα των «Αναγνώσεων» (τ. 581 19 Ιανουαρίου 2014).
Αλλά ας έρθουμε στο περιεχόμενο αυτής της κριτικής, που αποτελεί υπόδειγμα διαλεκτικής σκέψης και συντροφικής στάσης. Πρωταρχικά, χαιρετίζει ανεπιφύλακτα την Οκτωβριανή Επανάσταση: «Όσο μπορεί ένα κόμμα, σε μια ιστορική στιγμή, να δώσει παράδειγμα θάρρους, δύναμης για δράση, επαναστατικής οξυδέρκειας και λογικής, ο Λένιν ο Τρότσκι και οι σύντροφοί τους το δώσανε σ’ όλο του το μέγεθος... Η εξέγερσή τους του Οκτώβρη, πραγματικά δεν έσωσε μόνον τη Ρώσικη Επανάσταση, αλλά έσωσε και την τιμή του διεθνούς σοσιαλισμού». Ταυτόχρονα, ελπίζει στην διεθνική της εξάπλωση και κατακεραυνώνει την συμβιβασμένη από τότε σοσιαλδημοκρατία και τον «επίσημο φύλακα του ναού του Μαρξισμού Κάουτσκι», αλλά και δεν διστάζει να κρίνει και την πολιτική των μπολσεβίκων. Μια που «Θα ήταν σφάλμα να φοβόμαστε πως μια κριτική ανάλυση των δρόμων, που μέχρις εδώ ακολούθησε η Ρώσικη Επανάσταση, θα μπορούσε να επισκιάσει επικίνδυνα την ακτινοβολία και το γοητευτικό παράδειγμα των Ρώσων προλεταρίων... Τίποτε πιο εσφαλμένο... Αυτό που θα μπορούσε να αφυπνίσει την ικανότητα της ιστορικής δράσης των προλεταρίων... δεν θα είναι η τεχνητή κατασκευή μιας πνευματικής κατάστασης ικανής μόνον για επαναστατικές κραυγές, αλλά εντελώς αντίθετα αυτό θα γίνει μόνον με την κατανόηση όλης της τρομερής σοβαρότητας και όλης της πολυπλοκότητας των καθηκόντων που έχει να επιτελέσει, μόνον με την πολιτική ωριμότητα και τη φωτισμένη ανεξαρτησία, μόνον με την κριτική ικανότητα των μαζών...». Με αυτή την έγνοια και αγωνία, η κριτική της εστιάζεται σε τρία βασικά πεδία επιλογών των μπολσεβίκων, το μοίρασμα της γης στους αγρότες, το εθνικό ζήτημα και την δημοκρατία.
Ως προς το μοίρασμα της γης, ενώ χειροκροτεί το μέτρο που τσακίζει την μεγάλη και μεσαία ιδιοκτησία και προσδένει άμεσα τους χωρικούς στην επαναστατική κυβέρνηση, θεωρεί μικροαστικό λάθος την διανομή της γης ως ατομική ιδιοκτησία στους άκληρους αγρότες και όχι την κοινωνικοποίησή της μέσα από κολεκτιβιστικές μορφές παραγωγής καθώς και την δημιουργία δομών διείσδυσης και αμοιβαίας συγχώνευσης με την βιομηχανία. Θεωρεί το μέτρο αντίθετο με το σοσιαλιστικό πρόταγμα και σαφώς με το πρόγραμμα του κόμματος των μπολσεβίκων πριν την Επανάσταση. Λάθος που έχει ως συνέπεια την δημιουργία «μιας καινούργιας τάξης», που οδήγησε σε σύγκρουση με τους προλετάριους, όπως «το δείχνει το μποϋκοτάζ που κάνουν οι αγρότες εναντίον των πόλεων, στις οποίες αρνούνται τα μέσα της ζωής για να ριχτούν σε κερδοσκοπικές επιχειρήσεις... Η αγροτική μεταρρύθμιση του Λένιν δημιούργησε για τον σοσιαλισμό στην ύπαιθρο μια καινούργια κατηγορία εχθρών που η αντίστασή τους θα είναι πολύ πιο επικίνδυνη και πιο πεισματική απ’ όση ήταν των μεγάλων γαιοκτημόνων αριστοκρατών». Η εξέλιξη της σοβιετικής ιστορίας την επαλήθευσε σύντομα και οδυνηρά.
Ως προς το Εθνικό ζήτημα, ένα θέμα που την απασχολούσε και ευρύτερα ως προερχόμενη από την κέντρο-ανατολική Ευρώπη, όπου υπήρχε έντονη ανάμειξη λαών και εθνικιστικών κηρυγμάτων, το αντιμετώπιζε πάντα όχι ως «φυσικό δικαίωμα» αλλά αναλογιζόμενη τις συγκεκριμένες οικονομικο-κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες δυνατότητας ύπαρξης κρατικής υπόστασης και ανεξάρτητα από την δημοκρατική κατοχύρωση όλων των εθνοτικών ταυτοτήτων. Υπό αυτό το πρίσμα, η πρόταξη από τους μπολσεβίκους αυτού «που ονομάζουν: δικαίωμα των εθνών για την αυτοδιάθεσή τους ... μέχρι και του αποχωρισμού ως κράτους από τη Ρωσία» την βρίσκει ριζικά αντίθετη. Το χαρακτηρίζει «Δούρειο Ίππο» ενός «πολιτικού καιροσκοπισμού» ο οποίος υπονομεύει τη σοσιαλιστική διεθνιστική προοπτική της Επανάστασης, αδυνατίζει την ενότητα και δυναμική του προλεταριάτου των διαφόρων εθνοτήτων που συναποτελούν την Ρωσία, οδηγεί σε εσωτερικές αντιθέσεις, ακόμη και ένοπλες συγκρούσεις, και καταλήγει μέσα από μια «κούφια φρασεολογία και έναν μικροαστικό μυστικισμό» στην κυριαρχία της αστικής τάξης κάθε εθνότητας και τελικά στον εθνικισμό «ως όργανο αντεπαναστατικής πολιτικής».
Προς επιβεβαίωση της θέσης της παραθέτει μια σειρά εξελίξεων που ήδη έχουν εμφανιστεί αμέσως με την ανεξαρτησία τους, στην Φιλανδία, την Ουκρανία, τις Βαλτικές χώρες και εκείνες του Καυκάσου, όπου σε όλες σηκώθηκε η «σημαία της αντεπανάστασης». «Βέβαια, δεν είναι οι εθνότητες που εφαρμόζουν αυτή την αντιδραστική πολιτική, αλλά οι αστικές και μικροαστικές τάξεις που ερχόμενες σε βίαιη αντίθεση με τις δικές τους προλεταριακές μάζες, μετατρέψανε το ‘δικαίωμα για εθνική αυτοδιάθεση’, σε όργανο της ταξικής τους αντεπανάστασης». Και της κάνει εντύπωση «το πείσμα και η ισχυρογνώμονα λογική με την οποία... πολιτικοί όπως ο Λένιν, ο Τρότσκι και οι σύντροφοί τους , με τόσο κριτικό μυαλό και τόση οξυδέρκεια... υπερασπίζονται αυτό το σύνθημα που έρχεται σε φωναχτή αντίθεση, όχι μόνο με τον συγκεντρωτικό χαρακτήρα της πολιτικής τους... αλλά και με την συμπεριφορά τους απέναντι στις άλλες δημοκρατικές αρχές. Και ενώ έδειχναν μια παγερή περιφρόνηση για την συντακτική συνέλευση, το καθολικό δικαίωμα ψήφου, τις ελευθερίες του Τύπου και του συνεταιρίζεσθαι, κοντολογίς για ολόκληρο το φάσμα των θεμελιωδών δημοκρατικών ελευθεριών των λαϊκών μαζών, των οποίων το σύνολο συνιστούσε το δικαίωμα αυτοδιάθεσης για την ίδια τη Ρωσία, κάνανε το δικαίωμα των εθνών για αυτοδιάθεση την κορωνίδα δημοκρατικής πολιτικής». Γεγονός που πλήρωσαν πολύ ακριβά και το οποίο δυστυχώς -υπερβαίνοντας το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο τότε διατυπώθηκε- ενέχει μια εκπλήσσουσα και σήμερα επικαιρότητα συγκρουόμενο με ένα «σοσιαλπατριωτικό» ρεύμα, το οποίο επιμένει να συγχέει την αναγνώριση, την κατοχύρωση, ανάδειξη και υπεράσπιση των διαφόρων εθνοτικών ή γλωσσικών ιδιαιτεροτήτων, με την σύσταση εθνικού κράτους υποτασσόμενοι τελικά στο εθνικιστικό μύθευμα.
Με τις κριτικές αυτές θέσεις έρχεται να συνδεθεί οργανικά το τρίτο σημείο -και ίσως το πιο γνωστό, έστω και εδώ αποσπασματικά- της κριτικής της που αφορά την δημοκρατία. Η βαθιά της πίστη ότι ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα είναι τίποτα, έρχεται σε ριζική αντίθεση με την διάλυση της Δούμας που εκλέχτηκε τον Νοέμβριο του ’17, γεγονός που θεωρεί σημείο «καμπής» στην πορεία της Επανάστασης. «Αλλά το ζήτημα δεν εξαντλείται με την Συντακτική Συνέλευση και το εκλογικό δικαίωμα. Έχουμε ακόμη να λογαριαστούμε με την κατάργηση των δημοκρατικών εγγυήσεων, εκείνων που είναι οι σπουδαιότερες για μια υγιή πολιτική ζωή και για την δραστηριότητα των εργαζόμενων μαζών: την απεριόριστη ελευθερία του Τύπου και του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι και συνέρχεσθαι, που απαγορεύτηκαν για όλους τους αντιπάλους της Σοβιετικής Κυβέρνησης ... Χωρίς γενικές εκλογές, ελεύθερη πάλη των ιδεών, η ζωή ξεψυχάει μέσα στους δημόσιους θεσμούς, γίνεται ζωή επιφανειακή όπου το μόνο που ενεργό στοιχείο που απομένει είναι η γραφειοκρατία...» !
Και συνεχίζει: «Η ελευθερία μόνον για τους οπαδούς της κυβέρνησης και για μόνα τα μέλη ενός κόμματος -όσο πολυάριθμα κι αν είναι αυτά- δεν είναι ελευθερία. Η ελευθερία νοείται πάντα ελευθερία για κείνον που σκέφτεται διαφορετικά: όχι από φανατισμό για τη ‘δικαιοσύνη’ αλλά γιατί απ’ αυτό εξαρτάται κάθε τι που διδάσκει, εξυγιαίνει, ξεκαθαρίζει μέσα στην πολιτική ελευθερία, και γιατί η ‘ελευθερία’ χάνει την αποτελεσματικότητά της όταν καταντάει προνόμιο».
Αν αυτή της φράση έγινε πλατύτερα από όλο της το έργο γνωστή, συνήθως αποσιωπάται η συνέχειά της που ορίζει την έννοια της δικτατορίας του προλεταριάτου τελείως διαφορετικά από την λενινιστική της ανάγνωση: «Ναι, Ναι, δικτατορία! Αλλά αυτή η δικτατορία έγκειται στον τρόπο εφαρμογής της δημοκρατίας και όχι στην κατάλυσή της, στην ενεργητική αποφασιστική επέμβαση στις νομικές και οικονομικές σχέσεις της αστικής κοινωνίας, που χωρίς αυτήν δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός... Αυτή πρέπει να είναι έργο της τάξης και όχι μιας μικρής μειοψηφίας που διευθύνει στο όνομα της τάξης».
Από αυτή την αδιαπραγμάτευτη θέση ειρωνεύεται όσους ξεμπερδεύουν εύκολα με την τυπική δημοκρατία, απαντώντας στον Τρότσκι: «Σαν μαρξιστές δεν υπήρξαμε ποτέ ειδωλολάτρες της τυπικής δημοκρατίας... Αλλά ούτε και του σοσιαλισμού ή του μαρξισμού είμαστε ειδωλολάτρες». Διατυπώνοντας και πάλι την πίστη της ότι «Ασφαλώς έτσι θα έκαναν και οι Μπολσεβίκοι αν δεν βρίσκονταν κάτω από την τρομακτική πίεση του παγκόσμιου πολέμου, της γερμανικής κατοχής και όλων των άλλων εξαιρετικών δυσκολιών που θα μπορούσαν να ακυρώσουν κάθε σοσιαλιστική πολιτική όσο κι αν αυτή ήταν γεμάτη από τις καλύτερες προθέσεις και τις πιο μεγαλειώδεις αρχές».
Και κλείσουμε αυτό το κείμενο με μια ακόμη καταλυτικά επίκαιρη πρόταση της: «Η πρακτική πραγματοποίηση του σοσιαλισμού... μακριά από να αποτελεί ένα σύνολο από έτοιμες συνταγές... είναι μια υπόθεση που βρίσκεται ολότελα στην ομίχλη του μέλλοντος... Αυτό δεν αποτελεί έλλειψη, αλλά πλεονέκτημα του επιστημονικού σοσιαλισμού σε σχέση με τον ουτοπικό. Το σοσιαλιστικό κοινωνικό σύστημα δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι παρά μόνον ιστορικό προϊόν, γεννημένο από την σχολή της πείρας... από την πορεία της ζωντανής ιστορίας που... έχει πάντα την καλή συνήθεια να δημιουργεί μαζί με μια πραγματική ανάγκη και τα μέσα για την ικανοποίησή της...» !