Η ύφεση εντείνεται στην Γερμανία, καθώς για δεύτερη χρονιά η οικονομία της χώρας συρρικνώθηκε.
Οι αδύναμες επιδόσεις του έτους υπογραμμίζουν τη θέση της Γερμανίας ως της μεγάλης οικονομίας με τις χειρότερες επιδόσεις της Ευρώπης και δείχνει ότι η χώρα δεν έχει ουσιαστική ανάπτυξη τα τελευταία τέσσερα χρόνια.
Σύμφωνα με το Associated Press, η ύφεση οφείλεται στις περιορισμένες δαπάνες των καταναλωτών καθώς και στον κινέζικο ανταγωνισμό, ο οποίος έπληξε τις γερμανικές εξαγωγές, την κινητήρια δύναμη της γερμανικής οικονομίας.
Το ΑΕΠ της χώρας συρρικνώθηκε κατά 0,2% το 2024, ακολουθώντας την ύφεση της τάξης του 0,3% το 2023, σύμφωνα με την ομοσπονδιακή στατιστική υπηρεσία, ένα μήνα σχεδόν από τις γερμανικές εκλογές.
Η πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας Ρουθ Μπραντ απέδωσε τα προβλήματα της γερμανικής οικονομίας σε «κυκλικά και διαρθρωτικά βάρη», τα οποία, όπως είπε, περιλαμβάνουν τον διαρκώς αυξανόμενο διεθνή ανταγωνισμό για την γερμανική εξαγωγική βιομηχανία, το υψηλό ενεργειακό κόστος, το ακόμη υψηλό επίπεδο των επιτοκίων και τις αβέβαιες οικονομικές προοπτικές για το μέλλον.
Η γερμανική οικονομία, εξήγησε η ίδια, δέχεται πίεση και από το γεγονός ότι η Κίνα έχει χάσει την δυναμική της στις διεθνείς αγορές ως μοχλός ανάπτυξης, ενώ αυξάνεται και ο αριθμός των πτωχεύσεων γερμανικών επιχειρήσεων, με τις εξαγωγικές προοπτικές να συρρικνώνονται διαρκώς. Παράλληλα, οι υψηλές τιμές ενέργειας και η πολλή γραφειοκρατία επιβαρύνουν την Γερμανία ως τόπο επιχειρήσεων. Επιπλέον, είναι πλέον σημαντικό το θέμα των υποδομών, οι οποίες χρειάζονται συντήρηση.
Στον κλάδο της μεταποίησης, η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία μειώθηκε το 2024 κατά 3,0%. Στην μηχανολογία και στην αυτοκινητοβιομηχανία η παραγωγή μειώθηκε και σε χαμηλό επίπεδο έμεινε επίσης η παραγωγή σε ενεργοβόρες βιομηχανίες όπως τα χημικά και τα μέταλλα. Ακόμη περισσότερο, κατά 3,8%, μειώθηκε η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία στον κατασκευαστικό κλάδο, καθώς οι νέες οικοδομές περιορίστηκαν λόγω του αυξημένου κόστους κατασκευής και των υψηλών επιτοκίων. Μικρή ανάπτυξη ύψους 0,8% σημείωσε αντιθέτως ο τομέας των υπηρεσιών.
Οι καταναλωτές από την άλλη πλευρά εμφανίζονται αβέβαιοι για το μέλλον, στοιχείο που αποτυπώνεται στην μόλις κατά 0,3% αύξηση των καταναλωτικών δαπανών για το 2024. Τα υψηλότερα έξοδα αφορούσαν την υγεία (+2,8%) και τις μεταφορές (+2,1%). Οι Γερμανοί ξόδεψαν ωστόσο σε σχέση με το 2023 κατά 4,4% λιγότερα στην εστίαση και σε τουριστικά καταλύματα και κατά 2,8% λιγότερα σε είδη ένδυσης και υπόδησης.
Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση πάντως ξόδεψε περισσότερα από τα έσοδά της. Σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία, το κοινό έλλειμμα ομοσπονδιακής κυβέρνησης, κρατιδιακών κυβερνήσεων, δήμων και κοινοτήτων ανήλθε σε 113 δισεκατομμύρια ευρώ, έναντι 107,5% για το 2023. Το έλλειμμα για το 2023 έφθασε το 2,6%, κάτω από το όριο του 3% που θέτει το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ούτε όμως το 2025 φαίνεται να επιφυλάσσει ιδιαίτερα θετικές προοπτικές για την γερμανική οικονομία, ειδικά μετά και την επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ και τις απειλές του για επιβολή αυξημένων δασμών στα ευρωπαϊκά προϊόντα.
Σύμφωνα με σημερινή ανακοίνωση του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών Ifo του Μονάχου, για το 2025 αναμένεται «ελάχιστα αισθητή» ανάπτυξη της τάξεως του 0,4%. «Η Γερμανία διέρχεται τη μεγαλύτερη διάρκειας φάση στασιμότητας στην μεταπολεμική ιστορία της. Επιπλέον υστερεί σημαντικά και στην διεθνή σύγκριση», δήλωσε ο επικεφαλής οικονομικών προβλέψεων του Ινστιτούτου Τίμο Βολμερχόιζερ.
Εάν δεν ληφθούν μέτρα, προειδοποίησε, οι κατασκευαστικές εταιρίες θα συνεχίσουν να μεταφέρουν τις δραστηριότητές τους στο εξωτερικό, η αύξηση της παραγωγικότητας θα παραμείνει ασθενής και η προστιθέμενη αξία και η απασχόληση θα μεταφερθούν από τους τομείς υψηλής παραγωγικότητας σε αυτούς της χαμηλότερης.