«Γυναίκες. Έκθεση φωτογραφίας». 30 ασπρόμαυρες και έγχρωμες φωτογραφίες του Γιώργου Αρβανίτη, του Διευθυντή Φωτογραφίας, των ταινιών του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, με αναφορά στις ποικιλόμορφες εκφράσεις της γυναίκας, έτσι όπως την συνάντησε ο ίδιος στις επαγγελματικές του περιπλανήσεις σε Δύση και Ανατολή. Εκτεθειμένες στο Ισόγειο του Πνευματικού Κέντρου Χανίων, στο πλαίσιο του ειδικού αφιερώματος και της βράβευσής του από το 12ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Χανίων, που συνεχίζεται στην Κρήτη. Να τι λέει ο ίδιος ο Γιώργος Αρβανίτης για το φως που χρησιμοποιεί με τον φωτογραφικό του φακό για να αποδώσει το αίσθημα που επιθυμεί.
«Δεν υπάρχει [το περίφημο ελληνικό φως]. Το φως δεν έχει σύνορα. Όταν πήγα Τυνησία είχα το ίδιο ακριβώς φως. Στο Μαρόκο το ίδιο, στην Αίγυπτο το ίδιο. Εκείνο που διαφέρει για μένα είναι το νότιο αφρικανικό που λόγω εδάφους είναι εκτυφλωτικό. Το φως στην έρημο. Την αγαπάω την έρημο. Έκανα τρεις ταινίες στην έρημο. Είναι όπως οι δύτες που παθαίνουν έρωτα με τις καταδύσεις...
Εγώ το έχω με την έρημο. Εκεί το μόνο πράγμα που μπορείς να δεις είναι τις διαβαθμίσεις το πρωί που βγαίνουν οι αμμόλοφοι, μετά ανεβαίνει το φως ψηλά και τα σαρώνει όλα. Τώρα να βλέπεις το πρωί έναν άνθρωπο να περπατάει μόνος του και αυτό το φως από πίσω, είναι μαγικό. Το βόρειο φως είναι διαφορετικό. Στην Ισλανδία που έκανα μια ταινία, εκεί είναι άλλο πράγμα. Έχεις την αίσθηση αυτού του ψυχρού, του πεντακάθαρου, χιλιόμετρα ολόκληρα, πώς παίρνεις ένα ξυράφι και κόβεσαι. Θυμάμαι σε ένα εσωτερικό χώρο έπεφτε ο ήλιος μέσα και μετά από τρεις ώρες είχε μετακινηθεί η σκιά 10 εκατοστά.
Νόμιζες ότι είχες βάλει προβολέα ανοιχτό όλη μέρα. Όταν έκανα την ταινία στο Βέλγιο, έφτασα το απόγευμα και είχε ένα γκρίζο φως. Ξάπλωσα κουρασμένος στο δωμάτιο του ξενοδοχείου και πέρασα τρεις ώρες κοιτώντας το ταβάνι. Σηκώνομαι βγαίνω έξω και κοιτάω τους ανθρώπους να περπατάνε σιγά, να μιλάνε σιγά και σκέφτομαι πως το φως είναι υπεύθυνο. Ελληνικό φως υπήρχε κάποτε.
Τα νεοκλασσικά της Αθήνας, όπου ήταν ο χωμάτινος δρόμος. Όπου ο ήλιος έπεφτε και δεν υπήρχαν ψηλά κτίρια και οι νοικοκυρές έκλειναν τα παντζούρια τους και υπήρχε ένας αγώνας μεταξύ του φωτός και της νοικοκυράς, αυτό να βρει τρόπο να περάσει και η άλλη να το κλείσει. Θυμάμαι στου Καβάγιο το σπίτι τα μεσημέρια όπου έξω έκανε ζέστη, έκαιγε και μέσα υπήρχε η ζέστη σαν το παγωτό που λιώνει. Και ξαφνικά έβλεπες μια ακτίνα να περνάει... Αυτά δεν τα έχουμε αποδώσει στον κινηματογράφο. Οι Ιταλοί τα έχουν αποδώσει.
Αυτό που λέει ο ποιητής, ότι «ο δρόμος χάνεται στο φως και ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο»... Δεν υπάρχει σήμερα αυτό το πράγμα και θα σου πω γιατί. Αθήνα: η Αθήνα του '50 και του '48 που ήξερα εγώ, είχε κοντράστ φως. Τώρα είναι τα τζάμια. Χτυπάει εδώ και γυρίζει απέναντι και διαθλάται το φως, συν το νέφος κλπ. Ποιο ελληνικό φως: Δεν υπάρχει ελληνικό φως στις μεγάλες πόλεις. Στα νησιά ίσως. Κατ' αρχήν η αρχιτεκτονική δεν είναι η ίδια».