Live τώρα    
22°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
22 °C
19.6°C23.8°C
3 BF 50%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αυξημένες νεφώσεις
15 °C
13.7°C16.1°C
1 BF 84%
ΠΑΤΡΑ
Αυξημένες νεφώσεις
23 °C
21.0°C29.3°C
5 BF 53%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
23 °C
22.8°C25.4°C
3 BF 73%
ΛΑΡΙΣΑ
Αραιές νεφώσεις
17 °C
15.7°C16.9°C
3 BF 72%
Δέσποινα Μπεμπεδέλη στην «Α» / Εχουμε να παλέψουμε με έναν τεράστιο γίγαντα, την εξουσία του χρήματος
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Δέσποινα Μπεμπεδέλη στην «Α» / Εχουμε να παλέψουμε με έναν τεράστιο γίγαντα, την εξουσία του χρήματος

134598022.jpg
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Χθες η Δέσποινα Μπεμπεδέλη είχε τα γενέθλιά της, έγινε 83 χρόνων. Δεν κρύβει τα χρόνια της, ούτε τον θαυμασμό της για τη Χαρίτα Μάντολες, αυτή τη γυναίκα-σύμβολο της Κύπρου που αυτή την περίοδο υποδύεται στην τηλεοπτική σειρά «Famagusta». «Μέσα από κάθε ηρωίδα παίρνω κάτι που συμπληρώνει τον χαρακτήρα, τον ψυχισμό μου, τη διάνοιά μου, τη σκέψη, τη λογική μου, την κριτική μου ματιά» λέει. Με τη διαφορά ότι στον συγκεκριμένο ρόλο μπαίνει και το δικό της βίωμα απ’ όσα έζησε τις ημέρες της τουρκικής εισβολής στο νησί. Κορυφαία ηθοποιός, με εμβληματική παρουσία στο θέατρο και αστείρευτη ερμηνευτική γκάμα, διαθέτει ταυτόχρονα μια αξιοζήλευτη πνευματικότητα. Από το 1968 ζει στην Κύπρο και μαζί με τον σύζυγό της, επίσης ηθοποιό, Στέλιο Καυκαρίδη έχουν έντονη παρουσία στο Σατιρικό Θέατρο της Λευκωσίας, αλλά και στον ΘΟΚ. Η εμβέλειά της, ωστόσο, ξεπερνάει τα όρια του νησιού. Έχει αφήσει ανεξίτηλο στίγμα και εμβληματικές ερμηνείες στα ελληνικά θεατρικά δρώμενα. Τα υπέροχα ελληνικά της, η ευγένεια, η ευρυμάθεια, κυρίως η σεμνότητά της κατακτούν από την πρώτη στιγμή τον συνομιλητή της. Καθώς συζητάμε, ο ήρεμος, καίριος λόγος της γίνεται όχημα για να διατρέξει κανείς εποχές, ρόλους, σκέψεις. Από το δράμα της Κύπρου ως το αρχαίο δράμα και από το θέατρο και την τέχνη της υποκριτικής μέχρι τα δεινά της εποχής μας, η Δέσποινα Μπεμπεδέλη, χειμαρρώδης και διεισδυτική, καταθέτει μνήμες και εμπειρίες. Δεν παραλείπει να τονίσει ότι η τουρκική εισβολή και κατοχή στην Κύπρο «είναι ένα έγκλημα στυγερό» και ότι «η μνήμη δεν έχει αδυνατίσει ούτε η πληγή έχει κλείσει». Θυμάται πώς η ίδια βίωσε τότε τα γεγονότα, αλλά και πώς προσλαμβάνουν αυτή τη μνήμη τα νέα παιδιά. Μιλάει για το θέατρο και την τέχνη της υποκριτικής, για όσα διδάχτηκε από τους δασκάλους της και όσα διδάσκει στους σπουδαστές της. Κυρίως, όμως, θυμίζει ότι σήμερα «έχουμε να παλέψουμε με έναν τεράστιο γίγαντα, καταστροφικό, που είναι η εξουσία του χρήματος».

«Το άδικο είναι ζόρικο πολύ» έχει γράψει η Μάρω Δούκα. Πόσο ζόρικο είναι το άδικο της εισβολής και κατοχής μισό αιώνα μετά;

Η τουρκική εισβολή και η κατοχή στην Κύπρο, με όλες τις μέχρι σήμερα συνέπειες, με νεκρούς, αγνοούμενους, εγκλωβισμένους, πρόσφυγες, το μοίρασμα της Νήσου στα δυο δεν είναι άδικο μόνο, είναι έγκλημα. Είναι ένα έγκλημα στυγερό ενάντια σε έναν λαό, αλλά δυστυχώς οι δολοφόνοι όχι μόνο δεν δικάστηκαν, όχι μόνο δεν τιμωρήθηκαν, αλλά εξακολουθούν να κατέχουν τη μισή Κύπρο και να συνεχίζουν να προκαλούν και να απειλούν με μια πολύ σκληρή στάση. Το Κυπριακό πρόβλημα επί 50 χρόνια τώρα βρίσκεται στα τραπέζια των διαπραγματεύσεων με διάφορες κυβερνήσεις, με διαφορετικούς κάθε τόσο Ευρωπαίους και Αμερικανούς παράγοντες, αλλά όσο περνάν τα χρόνια η στάση της τουρκικής πλευράς, και λέω τουρκικής γιατί στην ουσία είναι η Άγκυρα που αποφασίζει, οι Τουρκοκύπριοι εδώ ηγέτες είναι φερέφωνα, αυτή η στάση γίνεται όλο και πιο σκληρή, όλο και πιο αδιάλλακτη και τώρα έχουμε φτάσει να ακούμε περί δύο κρατών και περί διχοτόμησης. Ξέρετε, ολόκληρη η περιοχή που έχει κατακτηθεί, από τον Πενταδάκτυλο μέχρι τη Λευκωσία που είναι μισή, όλα τα χωριά και οι πόλεις έχουν πια τούρκικα ονόματα, διαγράφηκαν τα ελληνικά. Χιλιάδες έποικοι έχουν εγκατασταθεί στα σπίτια των προσφύγων, καταπατήθηκαν οι περιουσίες των Ελληνοκυπρίων, πουλήθηκαν, το δημογραφικό έχει αλλοιωθεί τραγικά. Αυτή είναι η σημερινή πραγματικότητα. Πενήντα χρόνια μετά μια τραγωδία είναι εκεί και γίνεται όλο και χειρότερη.

Η μνήμη εξακολουθεί να είναι οδυνηρή ή ο χρόνος την έχει λειάνει;

Οι άνθρωποι που βίωσαν τον πόλεμο, εκείνοι που πολέμησαν κι εκείνοι που υπέστησαν τα δεινά και είναι ακόμα στη ζωή δεν ξεχνούν. Η μνήμη δεν έχει αδυνατίσει ούτε η πληγή έχει κλείσει. Αυτοί οι άνθρωποι αφηγούνται την πραγματική τους ιστορία και καταθέτουν την αλήθεια, γιατί τη βίωσαν. Αυτοί λοιπόν, οι πολεμιστές, οι γυναίκες, όπως η Χαρίτα Μάντολες και ακόμα μία άλλη σπουδαία γυναίκα, η Ελένη Φωκά, αφηγούνται και καταλαβαίνεις ότι επιθυμούν να παραμένει το θέμα πάντα ζωντανό, να συζητιέται, να είναι μέσα στο μυαλό όχι μόνο των παθόντων, αλλά όλου του κόσμου. Οι πληγές δεν έχουν επουλωθεί, δεν αφήνουν να επουλωθούν οι πληγές. Όταν μπεις μέσα σε ένα σπίτι που έχει κλάψει νεκρούς και περιμένει ακόμα αγνοούμενους, αυτό το σπίτι είναι γεμάτο φωτογραφίες των χαμένων. Αυτές οι φωτογραφίες είναι η θύμηση. Εγώ δεν μπορώ να κάνω πολιτική ανάλυση. Είμαι μια πολίτης αυτής της Δημοκρατίας, βίωσα κι εγώ τα γεγονότα και βλέπω, νιώθω, αφουγκράζομαι τον παλμό για τον πόθο που έχει η πλειονότητα αυτών των ανθρώπων, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, να γυρίσουν πίσω στα σπίτια τους, να επανενωθεί η Κύπρος, απαιτούν να μάθουν τι έγιναν οι αγνοούμενοί τους. Η μνήμη είναι ζωντανή και αυτοί οι άνθρωποι τη συντηρούν και στις κατοπινές γενιές.

Τα νέα παιδιά στην Κύπρο ενδιαφέρονται γι’ αυτή την περίοδο;

Τα παιδιά που έχουν μεγαλώσει σε ένα σπίτι όπου η βασική διακόσμηση είναι οι φωτογραφίες των νεκρών και των αγνοουμένων, που βλέπουν τον πατέρα τους σε φωτογραφία γιατί ζωντανό δεν τον γνώρισαν ποτέ μαθαίνουν στο σπίτι τους την Ιστορία της Κύπρου. Η Ελένη ή η Μάντολες που έχει οργώσει τα σχολεία της Κύπρου έχει έρθει στην Ελλάδα, έχει πάει στην Αυστραλία, μιλάει για το Κυπριακό και την καταστροφή, ενημερώνει τα παιδιά. Και ξέρετε, ο λόγος του απλού ανθρώπου ακουμπάει πάνω στα παιδιά, όσα ακούνε χτυπάνε την καρδούλα τους.

Πώς αντιδρούν;

Ο,τι ακούν το ζωγραφίζουν με σκούρα χρώματα της θλίψης και του πένθους. Ζωγραφίζουν, επίσης, ζωγραφιές με λουλούδια και δέντρα όταν η κυρία Μάντολες, για παράδειγμα, περιγράφει πώς ήταν εκείνη η πατρίδα στον Βορρά, καταπράσινη, καταγαλάζια από τη θάλασσα. Γράφουν ποιηματάκια, γράφουν ιστορίες, τραγουδούν τραγούδια που τους μαθαίνουν για την πατρίδα τους. Αυτά τα παιδιά δεν ξεχνάνε. Δεν ξέρω τι γίνεται στα σχολεία, με ποιον τρόπο και αν διδάσκεται αυτή η φάση της Ιστορίας της Κύπρου, ξέρω μόνο ότι τα παιδιά όταν ακούσουν την πραγματική ιστορία συγκινούνται βαθιά και κλαίνε και ρωτάνε. Αναπτύσσεται η περιέργειά τους και θέλουν να μάθουν περισσότερα.

Εσείς πως ζήσατε εκείνες τις ημέρες;

Στην εισβολή μάς ξύπνησαν τα αεροπλάνα που πέρασαν ξυστά πάνω από τα σπίτια μας στις 5 το πρωί. Κατευθύνονταν στον ραδιοφωνικό σταθμό για να τον βομβαρδίσουν και κατά λάθος ισοπέδωσαν έναν οίκο ευγηρίας. Έφυγε ο άντρας μου να πάει να πολεμήσει ως έφεδρος. Με άφησε με δυο μωρά και κατά τις 4 το απόγευμα τον είδα μπροστά μου. Δεν είχαν πάει ακόμα στο μέτωπο, δεν είχαν όπλα ούτε στολές είχαν να τους δώσουν να βάλουν. Ήπιε άφθονο νερό, διψούσε πολύ και μου είπε, γέμισέ μου μπουκάλια να πάω στους στρατιώτες γιατί είμαστε νηστικοί από το πρωί και χωρίς νερό. Του γέμισα πολλά μπουκάλια και θυμάμαι του έδωσα και ένα παγουράκι κόκκινο, που το έπαιρνε ο γιος μας στο νηπιαγωγείο. Το πήρε και μου είπε: «Αυτό θα είναι το φυλακτό μου, Δέσποινα». Περάσαν μέρες και βγήκε η φήμη ότι είχε σκοτωθεί. Εγώ ευτυχώς δεν το έμαθα, κατόπιν μου το είπανε, όταν πια τον είχα δει. Μια μέρα, ακούστε τι έγινε, καθώς καθόμουν με τα δυο μωρά στο σπίτι χτύπησε το τηλέφωνο και μου λέει μια άγνωστη φωνή ότι «ο άντρας σου είναι εκεί και να πάρεις τον αδελφό του να πάτε να τον βρείτε». Σαν την τρελή τηλεφώνησα στον κουνιάδο μου και πήγαμε. Και θυμάμαι έντυσα τον γιο μου, ήταν 6 χρονών, με μια κόκκινη φόρμα και ένα κόκκινο καπελάκι, γιατί ήταν το κοστουμάκι που άρεσε πολύ στον άντρα μου να βλέπει τον γιο του με τα κόκκινα. Φτάσαμε στο σημείο, ένα απέραντο κομμάτι κατάξερο, άσπρο το χώμα από την ξηρασία, ζέστη αφόρητη και ένα πλήθος στρατιωτών στο βάθος. Λέω του γιου μου, Θοδωρή, τρέχα στο χωράφι και θα σε δει ο μπαμπάς και θα ’ρθει. Άρχισε να τρέχει το παιδί και σε λίγο ένας στρατιώτης ξεχώρισε από το πλήθος κι άρχισε να τρέχει κι αυτός προς το παιδί. Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνη τη φωνή όταν φώναξε «Θοδωρή μου», το όνομά του γιου μας. Γύρισε πίσω στο σπίτι σώος, ευτυχώς. Αλλά ο τρόμος δεν περιγράφεται όλον αυτόν τον καιρό.

Στη δεύτερη εισβολή;

Οταν μπήκαν οι Τούρκοι μέσα στην Αμμόχωστο και την κατέλαβαν, έτσι, διά περιπάτου, ήταν τρόμος. Εμείς τουλάχιστον δεν κλάψαμε νεκρούς, δεν κλάψαμε αγνοούμενους, γιατί το δράμα των αγνοουμένων είναι απερίγραπτο. Περιμένουν οι άνθρωποι χρόνια να βρεθούν οστά των χαμένων τους, κι όταν βρίσκουν οστά, δεν τα βρίσκουν όλα, ένα μέρος από τον μηρό, μία κνήμη, δυο-τρία πλευρά κάποτε, καθόλου κεφάλι. Μακάβρια πράγματα. Όταν γίνονται κηδείες αγνοουμένων, το φέρετρο είναι ένα μικρό κουτάκι. Είναι τραγικό. Αυτά είναι τόσο σκληρά, που με τα λόγια δεν μπορείς να περιγράψεις το μέγεθος της θηριωδίας;

Ελπίδα υπάρχει ότι θα επανενωθεί το νησί;

Αυτός είναι ο πόθος. Είναι αμετακίνητοι οι άνθρωποι, ειδικά οι παθόντες. Έχουν γεράσει πια, άλλοι έχουν πεθάνει. Αυτοί που απέμειναν το μόνο που ελπίζουν είναι να προλάβουν να γυρίσουν πίσω να πεθάνουν και να ταφούν στον τόπο τους.

Η σειρά «Famagousta» είναι αφορμή να θυμηθούμε όλοι, και στην Κύπρο και στην Ελλάδα;

Η σειρά αποτυπώνει ιστορικά γεγονότα, όπως, για παράδειγμα, η περίπτωση του βρέφους. Ξέρετε ότι ο μικρότερος αγνοούμενος του 1974 ήταν 5 μηνών; Κανείς δεν γνωρίζει τι απέγινε αυτό το μωρό. Ζει, πώς ζει, ποιος το μεγάλωσε, τι γλώσσα μιλάει, ποια είναι η θρησκεία του; Αναπάντητα ερωτήματα. Αυτό το μωρό χάθηκε μαζί με άλλα. Τις προάλλες έγινε ένα πάρκο εδώ στη Λευκωσία, με τα ονόματά τους πάνω σε μάρμαρο και από δίπλα ένα μικρό κυπαρισσάκι στη μνήμη τους.

Απ’ όσα μου λέτε, φαντάζομαι δεν δυσκολευτήκατε πολύ να βρείτε τα κλειδιά για την ερμηνεία του ρόλου της Μάντολες που υποδύεστε.

Τη Μάντολες την έβλεπα πολύ συχνά στην τηλεόραση, ήξερα ποια είναι και τι έχει υποστεί. Όταν μου ανακοίνωσαν ότι θα την υποδυθώ, τη γνώρισα από κοντά. Κάτσαμε πολλές ώρες μαζί και την αφουγκράστηκα, δεν μ’ ενδιέφερε να τη μιμηθώ εξωτερικά για τον ρόλο, ήθελα να βρω στοιχεία της ιδιοσυγκρασίας και της αντοχής της και πώς αντιμετωπίζει μια τέτοια τραγωδία μέχρι τώρα με τόση δύναμη, τόση πίστη και τόσο πάθος. Ακούραστη, ακαταπόνητη και δυναμική και μαχητική.

Τι νιώθετε γι’ αυτή τη γυναίκα;

Απέραντο σεβασμό. Δεν ξέρω άλλες γυναίκες πώς το αντιμετώπισαν και αν συνεχίζουν τόσα χρόνια μετά, πλησιάζοντας τα ογδόντα τους, να έχουν αυτή την ενεργητικότητα κι αυτό το πάθος για ζωή. Ζει και είναι περήφανη. Ξέρω τη ζωή της απέξω κι ανακατωτά πια. Τη ζωή της Μάντολες από τότε που ήταν μικρό κοριτσάκι μέχρι το τέλος που έθαψε και τα οστά του συζύγου της και ησύχασε ως έναν βαθμό την έχει καταγράψει στο βιβλίο «Ως αληθώς» η Ευρούλα Περικλέους Παπαδοπούλου, μια εξαιρετική Κυπρία λογοτέχνης. Τέτοιες γυναίκες υπάρχουν πάρα πολλές στην Κύπρο. Όπως η Ελένη Φωκά, που ήταν δασκάλα στην Καρπασία, εκεί που είναι οι εγκλωβισμένοι. Όταν αρνήθηκαν οι άνθρωποι να φύγουν από τα χώματά τους και μείνανε με τους Τούρκους, έμεινε και η Ελένη γιατί ήταν δασκάλα. Ήθελε να συνεχίσει να μαθαίνει στα παιδιά γράμματα ελληνικά, να μην ξεχάσουν τη γλώσσα τους. Είναι κι αυτή μια γυναίκα-σύμβολο.

Πώς είναι όταν το βίωμα γίνεται ρόλος;

Μέσα στην αφήγηση του μονόλογου της Μάντολες είχε και δικές μου εικόνες. Ήξερα ότι κάνω τη Μάντολες, αλλά μέσα στη μελέτη μου θυμόμουν και τις δικές μου ώρες αγωνίας. Μια μέρα μαζεύτηκαν στο σπίτι όλοι οι φίλοι και συνάδελφοι, ο πατέρας, ο αδελφός του Στέλιου, μου έφερναν γλυκά, τρόφιμα και δεν καταλάβαινα γιατί. Εκείνοι, έχοντας μάθει, και πριν διαπιστώσουν ότι ήταν φήμη, ότι ο Στέλιος είχε σκοτωθεί, ήρθαν κοντά μου να μου παρασταθούν. Αυτό είναι μια μνήμη ανεξίτηλη ή όταν έτρεχα να σωθώ με τα δύο μωρά στον διάδρομο για να μην μας χτυπήσουν τα αεροπλάνα. Η υποκριτική είναι ένα ανεξήγητο κεφάλαιο.

Πότε νιώθει ένας ηθοποιός ότι έχει δαμάσει τον ρόλο;

Εχω παίξει θεατρικές ηρωίδες δυο και τρεις και πέντε και εφτά φορές, με διαφορετικούς σκηνοθέτες, με διαφορετικό καστ, σε διαφορετικές χώρες. Τεράστιους ρόλους. Κάθε φορά που παίζω έναν ρόλο αισθάνομαι ότι κάτι έχω αφήσει πίσω από την προηγούμενη φορά. Δεν δαμάζεται εύκολα ένας ρόλος. Ο ηθοποιός πάντα μένει ανικανοποίητος, πάντα κάτι του λείπει. Είναι ένα πολύ ιδιόρρυθμο, δύσκολο παιχνίδι.

Είναι δύσκολο παιχνίδι το θέατρο;

Βέβαια είναι δύσκολο. Όποιος υπηρετεί το θέατρο δεν είναι δυνατό να το αντιμετωπίζει μόνο ως βιοπορισμό. Το επάγγελμά μου είναι αυτό, απ’ αυτό έχω ζήσει τόσα χρόνια, αλλά δεν είναι μόνο επάγγελμα, είναι κάτι πολύ πιο βαθύ, πολύ πιο σύνθετο, πιο προσωπικό. Μαγικό και σκληρό μαζί. Θέλει θυσίες, θέλει πρωταθλητισμό. Το θέατρο είναι πρωταθλητισμός. Θέλει οικονομία δυνάμεων, όχι σπατάλη στη ζωή σου, μελέτη, ενημέρωση, παρατήρηση, ενδοσκόπηση. Είναι ένας κόσμος ολόκληρος, τον οποίο εσύ πρέπει να συμπληρώνεις κάθε φορά ουσιαστικά για να πληροίς και να συμπληρώνεις τον εαυτό σου. Θέλει πολλά εφόδια ο ηθοποιός, πνευματικά, ψυχικά, θέλει τρόπο και στάση ζωής που συνιστά όλο αυτό το πλέγμα που λέγεται υποκριτική, ερμηνεία ρόλου, επάγγελμα ηθοποιός.

Πώς πλάθετε έναν ρόλο;

Τον διαβάζω πολλές φορές για να καταλάβω τι θέλει να πει ο συγγραφέας. Τι θέλει να πει ο συγγραφέας, τι περιέχεται σ’ αυτό το έργο που πρέπει να το ακούσει, να το δει και να το εμπεδώσει ο θεατής. Τα νοήματα, τη λέξη, τη φράση. Ξεκινώ πάντα από την κατανόηση, από τη διάνοια, το μυαλό μπροστά. Διαβάζοντας έναν ρόλο, και βρίσκεις τα νοήματά του, τις έννοιές του, τους στόχους του συγγραφέα, συγχρόνως κινητοποιείται και ένας άλλος εσωτερικός κόσμος χωρίς να το καταλαβαίνεις, δηλαδή μπαίνουν οι ψηφίδες της υποκριτικής. Όταν μπεις στη φάση της σκηνικής μελέτης, τότε αρχίζει να χτίζεται ο ρόλος σιγά-σιγά, με υπομονή, με ξενύχτια, με κλάματα, ώσπου να μπούμε στην τελική ευθεία με τη μεγαλύτερη δυνατή σιγουριά για να προσφέρουμε στον κόσμο το θέαμα και το ακρόαμα.

Θυμάμαι σε παλαιότερη κουβέντα μας μου είχατε πει ότι για τον ρόλο της Εκάβης παρακολουθούσατε τον θρήνο μιας ύαινας μπροστά στο νεκρό λιονταράκι της.

Παρακολουθώ πάρα πολύ την αντίδραση των ζώων. Την Εκάβη μου έλαχε στη ζωή μου να την παίξω εφτά φορές σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, με άλλους σκηνοθέτες, σε άλλες πόλεις. Αυτές οι μορφές δεν είναι του καθημερινού μας βίου, είναι σύμβολα, είναι αρχέτυπα, φέρουν τις μεγάλες ιδέες. Δεν μπορείς να παίξεις ρεαλιστικά έναν ρόλο σε μια τραγωδία. Οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι απλοί, άνθρωποι της διπλανής μας πόρτας. Δεν έχεις ερεθίσματα για να πεις, θα κάνω τον ρόλο όπως η κυρία Κατίνα στη γειτονιά μου, που έχει κάποιες συγκεκριμένες αντιδράσεις σε στιγμές και περιστάσεις. Πρέπει να βρεις άλλους κώδικες για να κάνεις αρχαίο δράμα. Κι επειδή η τραγωδία, όπως μάθαμε από τους σοφούς και τους δασκάλους μας, είναι πέρα από το κλάμα, τα δάκρυα έχουν στερέψει. Το μάτι μπορεί να είναι στεγνό, αλλά ο τρόμος, η οργή, ο πόνος, η οδύνη, το πένθος είναι εκεί, μέσα σου. Αυτά, λοιπόν, πρέπει να εκφραστούν. Όχι κλαίγοντας και οδυρόμενη, αυτά έχουν περάσει. Μπαίνουμε σε μιαν άλλη φάση αντιδράσεων, όπου ο τραγικός ήρωας είναι έξω από αυτόν τον κόσμο, είναι σε άλλα επίπεδα, σε άλλες σφαίρες. Κι εκεί ψάχνεις να βρεις αντιδράσεις που δεν έχουν να κάνουν με τον άνθρωπο. Γι’ αυτό πολλές φορές μελετώ και καταφεύγω σε αντιδράσεις των ζώων. Με αυτόν τον τρόπο αντέδρασα ζωώδικα, ας το πω, στη συγκεκριμένη φάση της Εκάβης όταν της φέρναν νεκρό τον γιο της.

Μιλήσατε για τους δασκάλους. Ποιοι ήταν οι φάροι στη δική σας διαδρομή;

Ο πρώτος μου φάρος ήταν και είναι ο Πέλος Κατσέλης, στη σχολή του οποίου φοίτησα μαζί με σπουδαίους άλλους ηθοποιούς, όπως ο Ιορδάνης Μαρίνος, η Αλέκα Κατσέλη, και σπουδαίους φιλόλογους και θεωρητικούς. Μετά πήγα στο Θέατρο Τέχνης, θήτευσα στον Κάρολο Κουν, σκηνοθετήθηκα από τον Σεβαστίκογλου, τον Τουφεξή, από τον Ούβε Χάους, τον Εύη τον Γαβριηλίδη, τον Νίκο Χαραλάμπους, αλλά και από νεότερους, μελετημένους, παθιασμένους με το θέατρο, όπως, για παράδειγμα, τον Νίκο Καραγεώργο. Η τελευταία μου δουλειά στην τραγωδία ήταν με τον Θόδωρο Τερζόπουλο, που έκανα πάλι την Εκάβη στις «Τρωάδες» το 2017, στο πλαίσιο της Πάφος Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης και στους Δελφούς. Πάλι Εκάβη με τον Νίκο Καραγεώργο έπαιξα στη Δήλο. Εκεί ήταν για μένα κάτι το ονειρικό, απερίγραπτο να παίξω σ’ αυτόν τον χώρο. Ήταν, επίσης, κάτι ξεχωριστό γιατί επαναλειτούργησε εκείνο το θέατρο μετά από 2.500 χρόνια και μπήκα κι εγώ μέσα και έπαιξα εκεί, κάτω από τον ήλιο, μέρα μεσημέρι, όπως κάναν οι αρχαίοι.

Διδάσκετε νέους ηθοποιούς. Τι τους λέτε;

Τους μεταφέρω όλη την εμπειρία που έχω κουβαλήσει και τους επαναλαμβάνω τα λόγια και τις κατευθύνσεις που μου έδιναν οι δάσκαλοί μου και οι σκηνοθέτες μου. Πώς να αντιμετωπίσουν το θέατρο, τι είναι το θέατρο. Το θέατρο έχει ρόλο κοινωνικό, παιδευτικό, ιστορικό. Μορφώνει, θεραπεύει, ιστορεί, μαθαίνεις από το θέατρο πράγματα πολύ πιο εύκολα και πιο εδραιωμένα απ’ ό,τι να διαβάσεις ένα βιβλίο ιστορικό ή να ακούσεις έναν πολιτικό να μιλάει. Εκείνο που τους λέω κυρίως είναι ότι το θέατρο είναι συλλογική δουλειά. Μέσα από τη συλλογικότητα βγαίνει άρτιο αποτέλεσμα. Η συλλογικότητα εμπεριέχει την αγάπη, την εμπιστοσύνη, την αλληλοβοήθεια, την έγνοια του ενός προς τον άλλο.

Εσάς τι σας έχει διδάξει το θέατρο;

Μέσα από κάθε ηρωίδα παίρνω κάτι που συμπληρώνει τον χαρακτήρα, τον ψυχισμό μου, τη διάνοιά μου, τη σκέψη, τη λογική μου, την κριτική μου ματιά.

Το θέατρο σας έχει κάνει καλύτερο άνθρωπο;

Δεν ξέρω, μπορώ να σας πω μόνο ότι μου έχει διαμορφώσει έναν χαρακτήρα που μπορώ πια να βλέπω τα πράγματα πια διηθητικά και όχι επιπόλαια, όχι επιδερμικά, να τα σκέφτομαι εις βάθος και να προσπαθώ να παίρνω καίριες αποφάσεις όσο το δυνατό πιο σωστές.

Για την εποχή μας τι σκέφτεστε;

Εχουμε να παλέψουμε με έναν τεράστιο γίγαντα, καταστροφικό, που είναι η εξουσία του χρήματος. Αυτή την ώρα δεν έχουμε πολιτικούς που μας κυβερνάν. Οι άνθρωποι που κρατάνε την οικονομία στα χέρια τους, οι δισεκατομμυριούχοι, οι επιχειρηματίες, οι εφοπλιστές, τα οικονομικά τραστ, αυτοί μας κυβερνάνε κι αυτοί κάνουν τον κόσμο φτωχότερο για να γίνουν αυτοί πλουσιότεροι. Αυτοί κερδίζουν από τους πολέμους στους οποίους σκοτώνονται χιλιάδες άνθρωποι, ξεκληρίζονται λαοί. Μπροστά σ’ αυτή την κόλαση που ζούμε εκείνο που σκέφτομαι με πόνο και ματώνει η ψυχή μου είναι τι κόσμο θα αφήσουμε πίσω στα παιδιά, στα εγγόνια μας. Βλέπω τις εγγονές μου και λέω, αυτά τα παιδιά και όλα τα παιδιά του κόσμου που έχουν όνειρα για το μέλλον τους πώς θα ζήσουν;

Από πού θα τους συνιστούσατε να αντλήσουν τα όπλα τους; Εσείς από πού αντλείτε αντιστάσεις;

Ανέκαθεν όταν βρισκόμουν στα δύσκολα, έπιανα ένα βιβλίο και το διάβαζα. Έχω την εντύπωση ότι η Τέχνη μπορεί να σε κάνει να σκεφτείς αλλιώς σαν άνθρωπος, να δεις μέσα από άλλο πρίσμα τη ζωή σου και να γιατρεύεσαι ακούγοντας μουσική, διαβάζοντας ποίηση ή λογοτεχνία, μιλώντας με έναν άνθρωπο που έχει κάτι να σου πει κι όχι σε ποιο εστιατόριο και πόσων αστέρων έφαγε. Γιατί η Τέχνη διδάσκει, χωρίς το δάχτυλο τεταμένο και την απειλή της βαθμολογίας.

 Εχετε σκεφτεί την ημέρα που δεν θα παίζετε;

Θα έρθει κάποια ώρα αυτή η στιγμή, πλησιάζει. Το θέατρο θέλει πολλές δυνάμεις, θέλει σωματική ευρωστία και πνευματική διαύγεια. Τη διαύγεια την έχω, η σωματική ευρωστία δεν βρίσκεται στα επίπεδα που είχα κάποτε γιατί ο χρόνος είναι αδυσώπητος. Χθες είχα γενέθλια, γεννήθηκα το 1941, συμπλήρωσα τα 83.

Τον φοβάστε τον χρόνο;

Οχι, όμως άκου να σου πω, τα αναμμένα μου κεριά δεν είναι πολλά ακόμα. Εκείνο που θα ήθελα είναι να δω τις εγγονές μου να έχουν πάρει τον δρόμο τους.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL