Το θεατρικό δυναμικό της χώρας μας ασκείται σε αισθητικές αναζητήσεις και θεατρικές αναγνώσεις παλαιότερων κειμένων με εξαιρετική επιτυχία. Πλήθος παραστάσεων συνεισφέρει νέες ματιές σε παλαιότερα κείμενα ελληνικά και ξένα. Μαζί με σημαντικά, ευρωπαϊκά κυρίως, θεατρικά έργα που φτάνουν ως εμάς από την ελισαβετιανή εποχή αλλά και παλαιότερες και νεότερες εποχές υπάρχει και μια σημαντική δεξαμενή ελληνικών κειμένων. Πρωταγωνιστική θέση κατέχει το κρητικό θέατρο, αλλά και η μετεξέλιξή του σε επτανησιακό θέατρο.
Με την πτώση του Χάνδακα και την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους το 1669 η γηγενής πνευματική ελίτ μεταναστεύει στα Επτάνησα. Τα έργα της αποτέλεσαν σχολείο και πρώτη ύλη για τους Επτανήσιους ώστε να οργανώσουν το δικό τους θέατρο. Βεβαίως, στον χώρο του Ιονίου πελάγους υπήρχε από πιο παλιά κάποια θεατρική δραστηριότητα. Παραστάσεις Ιταλών θεατρίνων, όπως ο Αντρέα Μολίνο, φαίνεται πως είχαν εμπνεύσει τους ντόπιους δημιουργούς. Έχουμε λοιπόν την «Ευγένα» του Θεόδωρου Μοντσελέζε το 1646. Το 1666 άλλωστε κάνει την εμφάνισή του στη Ζάκυνθο και το λαϊκό θεατρικό είδος «Ομιλίες», που αποτελεί ένα κράμα Commedia dell Arte και θεάτρου του δρόμου. Να σημειώσουμε πως υπάρχει μια ακόμα ευρύτερη θεατρική δραστηριότητα στα νησιά αυτά. Μαριονέτες, εγγαστρίμυθοι, ταχυδακτυλουργοί, λαϊκές διασκευές λογοτεχνικών έργων, καθώς και πολιτικοί σατιρικοί διάλογοι. Είναι αρκετά τα έργα που γράφονται το επόμενο διάστημα και εντάσσονται στο επτανησιακό θεατρικό ρεπερτόριο. Η «Ιφιγένεια» του Κατσαΐτη, η κρητοεπτανησιακή τραγωδία «Ζήνων», η «Κωμωδία των ψευτογιατρών» του Σαβόγια Ρούσμελη, ο «Χάσης» του Δημητρίου Γουζέλη, ο «Αμύντας» του Γεωργίου Μόρμορη (πάνω στον «Αμύντα» του Torquato Tasso) κ.ά.
Εκείνος που ανέδειξε στη χώρα μας τον πλούτο του επτανησιακού θεάτρου ήταν ο Κεφαλονίτης από πατέρα και Κρητικός από μητέρα σπουδαίος σκηνοθέτης, ακαδημαϊκός και πανεπιστημιακός δάσκαλος Σπύρος Α. Ευαγγελάτος. Ασχολήθηκε πρακτικά και θεωρητικά με το επτανησιακό θέατρο, παραδίδοντάς μας παραστάσεις και κείμενα εξαιρετικά σημαντικού ποιοτικού φορτίου. Από τη δεκαετία του ’60 που ίδρυσε τη Νεοελληνική Σκηνή έως το κύκνειο άσμα του με τον «Αμύντα» του Γεωργίου Μόρμορη στο Ηρώδειο το 2017.
Το θέατρο, εκτός όλων των άλλων, διασώζει την πολιτισμική εξέλιξη και κυρίως την εξέλιξη της γλώσσας. Το επτανησιακό θέατρο μας παρέχει μια εικόνα της γλώσσας στην περιοχή από τον 15ο έως τον 19ο αιώνα. Έχουμε το αποτύπωμα μιας γλώσσας με έντονη την πατίνα της τοπικής διαλέκτου και ταυτόχρονα εξαιρετικά επηρεασμένης από τη Δύση. Μια εικόνα για το πώς μιλούσαν την έως τότε παραδομένη ελληνική γλώσσα στα Επτάνησα. Δυστυχώς, δεν έχουμε εικόνα για το πώς μιλούσαν τη γλώσσα μας στην ηπειρωτική Ελλάδα. Στη Θεσσαλία, στη Θράκη, στη Μακεδονία ή στην Πελοπόννησο. Βεβαίως, υπάρχει δείγμα γραπτού λόγου μέσω λογοτεχνικών κειμένων, συμβολαίων κ.λπ. Δεν έχουμε όμως στη διάθεσή μας αποτυπώματα προφορικού λόγου. Κάτι που μπορεί να μας προσφέρει ένα θεατρικό κείμενο ως ένα κείμενο που φιλοδοξεί να «μιληθεί». Να μετουσιωθεί θεατρικά, δηλαδή, από τη γραπτή εκδοχή του στην προφορική.
Πλούτος ανεκτίμητος λοιπόν για παραστάσεις, έρευνα και ρηξικέλευθες θεατρικές προτάσεις υπάρχει στην περιοχή του επτανησιακού θεάτρου. Ο Σπύρος Α. Ευαγγελάτος άφησε σπουδαία παρακαταθήκη με την παραστασιακή και θεωρητική κληρονομιά που μας κατέλιπε. Ευελπιστούμε πως αργά ή γρήγορα, άμεσα ή έμμεσα, θα αξιοποιηθεί από τις νεότερες γενιές, πλουτίζοντας και εξελίσσοντας ακόμα περισσότερο το θέατρό μας.
* Ο Πάνος Σκουρολιάκος είναι ηθοποιός, μέλος της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ.