Live τώρα    
24°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
24 °C
22.0°C24.6°C
4 BF 45%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Σποραδικές νεφώσεις
23 °C
21.0°C25.1°C
3 BF 47%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
25 °C
23.8°C27.6°C
4 BF 40%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Σποραδικές νεφώσεις
21 °C
20.8°C23.8°C
4 BF 68%
ΛΑΡΙΣΑ
Σποραδικές νεφώσεις
23 °C
21.2°C22.9°C
4 BF 43%
Billie Holiday / Η Κυρία τραγουδάει τα blues
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Billie Holiday / Η Κυρία τραγουδάει τα blues

Μπίλι

 «Φαίνεται πως κανένας δεν τραγουδάει όπως τραγουδάω εγώ τη λέξη «πείνα» και τη λέξη «αγάπη». Είναι γιατί γνωρίζω καλά τι σημαίνουν αυτές οι λέξεις»

Billie Holiday

Χρόνια ήττας και ελπίδας

Το ραδιόφωνο στο σαλόνι μεταδίδει στο τέρμα τα αποτελέσματα της εκλογικής αναμέτρησης. Τα φύλλα με τις κενές γραμμές, δίπλα στις εκλογικές περιφέρειες και στους τίτλους των κομμάτων, γεμίζουν βιαστικά με ψήφους και ποσοστά από τον πατέρα και τους συμπάσχοντες φίλους. Το Διαδίκτυο, τα αναλυτικά matrix, οι εκλογολόγοι και οι πολιτικοί αναλυτές στα τηλεοπτικά παράθυρα ανήκουν σε ένα απρόβλεπτο μέλλον.

Τα βλέφαρά μου κλείνουν. Η ώρα περνάει, το πάθος καταλαγιάζει. Για ακόμα μία φορά χαμένοι. Είναι η στιγμή που στο πικάπ στριφογυρίζει το 1ο Κοντσέρτο για Πιάνο του Τσαϊκόφσκι και το «God bless the child» με τη φωνή της Billie Holiday. Η μουσική της, η φωνή της απαλύνουν τη θλίψη της χαμένης προσδοκίας. Η Lady Day με «χάραξε» από τότε...

Η καρδιά των blues

Μπίλι

Τι κι αν η Ella ήταν η χαρά του jazz αυτοσχεδιασμού; Η Billie ήταν η καρδιά των blues. Εγκατέλειψε τον μάταιο τούτο κόσμο φτωχή και μόνη, στις 17 Ιουλίου του 1959, στη Νέα Υόρκη, από κίρρωση του ήπατος, σε ηλικία μόλις 44 ετών. Είχε σπαταλήσει -εξαρτημένη από το αλκοόλ και τα ναρκωτικά- όλα όσα είχε κερδίσει με τη μουσική της. Η φωνή της ήταν πιο τραχιά από τις καταχρήσεις. Τραγουδούσε πια μόνο η ψυχή της.

Μεγάλωσε στα γκέτο, στα πορνεία και στα έγχρωμα αναμορφωτήρια της ρατσιστικής Αμερικής. Ο πατέρας της εγκατέλειψε την παιδούλα μάνα της και δεν αναγνώρισε την κόρη του παρά μόνο μετά την πρώτη της μεγάλη επιτυχία. Μια διεφθαρμένη κοινωνία κυνήγησε την ίδια, την ιδιαιτερότητά της, τη μεγαλοφυΐα της, οδηγώντας τη σε ένα αδιέξοδο αυτοκαταστροφικό, απ’ όπου δεν υπήρχε διαφυγή.

Αλκοόλ, απέλπιδοι έρωτες και πολλά ναρκωτικά έκαναν το δικό της φως να σβήσει μικραίνοντας τον δρόμο της ζωής της. Κι ήταν αμίμητη η χροιά της φωνής της. Το γλυκόπικρό της άγγιγμα, αυτό το μοναδικό της τρυφερό φραζάρισμα σημάδεψαν ακόμα και τους πιο απλοϊκούς στίχους στα τραγούδια της. Μια απόκοσμη ησυχία επικρατούσε ανάμεσα στους θεατές που γέμιζαν κάθε βράδυ τα κλαμπ ή τα θέατρα όπου η Billie ιερουργούσε.

Ιστορίες της σκλαβιάς

Η μικρή Eleanor Fagan γεννήθηκε στις 7 του Απριλίου του 1915 στη Βαλτιμόρη από τη 13χρονη Sadie και τον 16χρονο Clarence C. Holiday, που ονειρευόταν να γίνει τρομπετίστας, μέχρι που τα χημικά έκαψαν τα πνευμόνια του στον Μεγάλο Πόλεμο. Έγινε, τελικά, κιθαρίστας σε big bands όπως αυτή του Fletcher Henderson. Το μόνο που κράτησε απ’ αυτόν η Billie ήταν το επώνυμό του. Το όνομά της, το χτένισμά της τα έκλεψε από ένα παιδικό ίνδαλμα, τη σταρ του βωβού κινηματογράφου Billie Dove.

«Η μάνα της, ένα μικρό κορίτσι που εκδίδεται για να τα βγάλει πέρα, δίνει τη μικρή Ελεονόρα στην προγιαγιά της. Την αγαπάει πολύ, δένεται μαζί της, ακούει παλιές ιστορίες τής σκλαβιάς, τα ποικίλα ιδιώματα ομιλίας, τους ήχους γύρω της, ζει στη δεκαετία του ’20 και, ταυτόχρονα, στον 19ο αιώνα» γράφει ο Μ. Μαλαφέκας.

Το «σπίτι» της Alice Dean

Τα ανέμελα χρόνια της ήταν μετρημένα, πολύ λίγα με τον πραγματικό της πατέρα και ακόμα λιγότερα με τον προσωρινό πατριό της. Βιάστηκε στα 10, γνώρισε τον τρόμο του θανάτου σε ένα ίδρυμα καθολικών καλογριών και έφαγε πολύ ξύλο από άσπλαχνους συγγενείς. Σφουγγάριζε πατώματα, έπαιρνε βίζιτες για 5 δολάρια και μπήκε στη φυλακή μέχρι τη στιγμή που -από ανάγκη- δήλωσε τραγουδίστρια.

Στο τέλος της πρώτης οντισιόν, ο κόσμος έκλαιγε. Δεν πήγανε χαμένα τα βράδια στο «σπίτι» της Alice Dean, ακούγοντας τις φωνές του Louis Armstrong και της Bessie Smith στη βικτρόλα. 13 ετών, φτάνει στο Χάρλεμ. Εκεί ονειρεύεται να δει μια άσπρη μέρα. Στους 133 δρόμους, ο πολυμήχανος αρθρογράφος της αγγλικής εφημερίδας Μelody Maker και κυνηγός ταλέντων John Hammond τη συστήνει στον νεαρό ακόμα Benny Goodman. 18 χρόνων πια, μαζί του ηχογραφεί τον πρώτο της δίσκο. Γνωρίζει τη σκληρή πιάτσα της νύχτας και αγγίζει τη δόξα στο μαύρο «Apollo» του Χάρλεμ.

Artie, Prez και Lady Day

Το διαφορετικό, χουζούρικο, αργό και θλιμμένο ύφος της κάνει το πλήθος να παραληρεί. Προβληματικές οι σχέσεις της, λαμπρή η καριέρα, αστεία τα λεφτά. Οι παραγωγοί φέρνουν αντιρρήσεις, αλλά αυτή, το 1938, τραγουδάει στην μπάντα του Artie Shaw. Ήταν η πρώτη και η μόνη έγχρωμη ανάμεσα σε αποκλειστικά λευκούς και συχνά προκατειλημμένους ρατσιστικά μουσικούς. Φίλος καρδιακός, οικότροφος στης μάνας της, ο σαξοφωνίστας Lester Young. Η Billie τον ξεχωρίζει για το cool φύσημά του και του κολλάει το «Prez», πρόεδρος των σαξοφώνων δηλαδή. Της το ανταποδίδει με το «Lady Day», κι ας έζησε μόνο νύχτα!

Συνεργάζεται με τον Duke Ellington, τον Ben Webster, τον Count Basie, τον Buck Clayton, τον Charlie Shavers, τον Oscar Peterson. Με όλους τους σπουδαίους μουσικούς της γενιάς της. Δεν ήταν όμως μόνο τα λεφτά και η δόξα. Αντιπαλεύει τον ρατσισμό. «Αυτό το πράγμα σου κάνει τη ζωή ένα βάσανο, πάντα βρίσκεσαι υπό πίεση, σε παίρνει από κάτω». Στο αυθόρμητο αίτημά της για ισότιμη μεταχείριση της ίδιας και της φυλής της βρίσκει παραστάτες φίλους και θαυμαστές σαν τον Clark Gable, τον Orson Welles ή τον Bob Hope.

Ασπρες γαρδένιες και άσπρη πρέζα

«Είχα άσπρες τουαλέτες, άσπρες γόβες, μια άσπρη λιμουζίνα και κάθε βράδυ μου έφερναν στο καμαρίνι μου πολλές άσπρες γαρδένιες και άσπρη πρέζα». Η μορφή της έγινε γνωστή για τις λευκές γαρδένιες που αγαπούσε να φοράει στα μαλλιά της. Ήταν αυτοδίδακτη. «Απλώς πρέπει να νιώσεις» έλεγε.

Λόγω των ρατσιστικών επιθέσεων, στη διάρκεια των περιοδειών της αποφεύγει τις μετακινήσεις. Περνάει μεγάλο μέρος της δεκαετίας του ’40 στη Νέα Υόρκη. Στα τέλη του 1940, ο εθισμός της στην ηρωίνη την οδηγεί σε επανειλημμένες συλλήψεις από την αστυνομία.

Οταν τραγουδούσε, το κοινό έμενε σιωπηλό. Απόλυτη ησυχία επικρατούσε ανάμεσα στους θεατές που γέμιζαν κάθε βράδυ τα κλαμπ και τα θέατρα όπου εμφανιζόταν. Οι δύσκολες σχέσεις της με τους άνδρες, αλλά και με τη μητέρα της, ο ρατσισμός που βίωνε, ο σεβασμός για τα είδωλά της, την Bessie Smith ή τον Louis Armstrong, κάθε πτυχή της καριέρας της έχουν περιγραφεί στη βιογραφία της, όπως και σε πολλά θεατρικά και μουσικά έργα που έχουν ανέβει με αφορμή τη ζωή της και τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο τραγουδούσε και «ένιωθε» επάνω στη σκηνή.

Στο «Lady sings the blues», την αυτοβιογραφία που δημοσιεύεται το 1956, τρία χρόνια πριν από τον πρόωρο θάνατό της, η Billie Holiday αλλάζει τα γεγονότα, τα κάνει δικά της: «Δική μου είναι η ιστορία, όπως θέλω θα την πω!».

Lady Day: Η αυτοβιογραφία

Μπίλι

Το 1954, ο William Dufty και η Lady Day άρχισαν να στήνουν τα απομνημονεύματά της που, τελικά, εκδόθηκαν το 1956. Τον πρώτο χρόνο του, το βιβλίο πούλησε μόλις 12.000 αντίτυπα. Τίτλοι των κεφαλαίων του ήταν οι στίχοι των τραγουδιών της - ένας κώδικας για να κατανοήσουμε την ιστορία της ζωής της. Διαβάζω στο οπισθόφυλλο: «Το βιβλίο μιλάει για το τι σημαίνει να είσαι φτωχός και μαύρος στην Αμερική, για το πώς φτιαχνόταν η μουσική στα χρόνια του ’30 και του ’40. Κλαμπ, περιοδείες, εταιρείες, ηχογραφήσεις...».

Και πιο μέσα: «Μια βραδιά είχα ανάγκη για λίγα λεφτά. Ήξερα πως η μαμά θα είχε, σίγουρα. Μου πετάει ένα όχι, νέτα-σκέτα. Γυρνάω και της λέω “ευλογημένο το παιδί που ’χει τον τρόπο του” και φεύγω. Ήμουν χολωμένη τρεις βδομάδες. Μια μέρα, ένα ολόκληρο τραγούδι -πανάθεμά το- παίρνει σχήμα μες στο μυαλό μου. Τούτο δω θα την τρελάνει τη Δούκισσα, σκέφτηκα. Και την τρέλανε!» (God bless the child, 1941).

Παράξενα φρούτα

Μόνο μια ιδέα για το πώς η Billie έχτιζε λιθαράκι-λιθαράκι, συχνά επώδυνα, τα δικά της τραγούδια. Το «Strange fruit», αυτός ο σκοτεινός και ευαίσθητος αντιρατσιστικός ύμνος, βασίστηκε στον στίχο που είχε γράψει ο Lewis Allen, ένας Εβραίος δάσκαλος του Δημοτικού, για ένα λιντσάρισμα. Αρχικά, η Holiday δίστασε να το πει. Φοβόταν πως θα ξεσπούσαν ρατσιστικά αντίποινα. Της θύμιζε τον θάνατο - και μ’ αυτόν δεν τα πήγαινε τόσο καλά, τον έτρεμε μάλιστα από μικρή.

Χρόνια μετά, έλεγε ότι δεν άντεχε τη βλακεία κάποιων που της ζητούσαν επίμονα «αυτό το σέξι τραγουδάκι με τα κορμιά που... σουινγκάρουν» (bodies swinging), τα κορμιά των μαύρων αδελφών θυμάτων του ρατσισμού που κρέμονταν από τα δέντρα του αμερικανικού Νότου σαν «παράξενα φρούτα». (Strange fruit, 1939).

Τον Jimmy Monroe, για ένα φεγγάρι νόμιμο σύζυγό της, τον τσάκωσε σημαδεμένο με ξένο κραγιόν στον γιακά του. «Πάντα ήξερα σε τι μπελάδες θα έμπαινα μαζί του. Το να μου λέει ψέματα ήταν χειρότερο παρά ό,τι και να είχε κάνει, με οποιαδήποτε ξεκωλιάρα. “Τράβα να κάνεις ένα μπάνιο, μάγκα” του λέω. “Μη μου εξηγείς. Έτσι, ξαφνικά, έγινε τραγούδι. Ένας σωρός ξεκωλιάρες μου έχουνε πει ότι γίνονταν ράκος κάθε φορά που το άκουγαν» (Don’t explain, 1941).

Αυτά διάβαζα ξανά καθώς, έπειτα από χρόνια, τίναξα τη σκόνη του χρόνου πάνω από το «Η κυρία τραγουδάει τα μπλουζ», την αυτοβιογραφία της Holiday που εκδόθηκε στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Άγρα το 1986 και ξανατυπώθηκε το 2013 στην απολαυστική μετάφραση της Ιουλίας Ραλλίδη.

Επιμέλεια κειμένου: Μαρώ Καβαλιέρου

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL