Ο Κωνσταντίνος Παρθένης «ζωντάνεψε» μέσα στην έκθεση των έργων του στο θεατρικό δρώμενο «Sognatta Terra tu m’ appartiens». Από τα πρώτα, πολύ ελπιδοφόρα δείγματα της φιλοσοφίας της νέας διεύθυνσης της Εθνικής Πινακοθήκης, με τη Συραγώ Τσιάρα να φέρνει το κοινό σε μια ουσιαστική και σωματοποιημένη σχέση με το έργο των καλλιτεχνών, μακριά από ακαδημαϊσμούς, υλοποιώντας τη δέσμευσή της για διατομεακές εκδηλώσεις λόγου και τέχνης. Ο Γιώργος Κουτλής, ένας από τους σημαντικότερους νέους σκηνοθέτες, ανέλαβε να δημιουργήσει μια περφόρμανς, η οποία, με σύγχρονη δραματουργική προσέγγιση, συστήνει στο κοινό τον Παρθένη ως δημιουργό.
Ο ηθοποιός Γιάννης Τσορτέκης μάς περίμενε μέσα στην έκθεση, μπροστά από τον «Χριστό» του Παρθένη με το ακάνθινο στεφάνι να στρέφει ένα δακρυσμένο βλέμμα γεμάτο οδύνη προς τον ουρανό. Το βλέμμα όλων μας τις τελευταίες ημέρες. Περιφερόταν στην έκθεση ημιπαράφρων και μισοντυμένος, εξετάζοντας τα έργα του, εξετάζοντας τα πρόσωπά μας, καταβυθιζόμενος στην ψυχή και στο μυαλό του ζωγράφου. Τον ακολουθήσαμε στην αίθουσα «Αντώνης Κομνηνός», όπου ήταν στημένο το ευρηματικό σκηνικό της Αρτέμιδος Φλέσσα, και στο πιάνο καθόταν ο εξαιρετικά ταλαντούχος ηθοποιός-μουσικός, Παναγιώτης Μανουηλίδης. Στο ατελιέ, πλέον, του Παρθένη, ο Τσορτέκης, αποδεικνύοντας για ακόμα μία φορά τα βάθη που μπορεί να κατακτήσει στην ανάγνωση ψυχισμών, κινήθηκε με δεξιοτεχνία ανάμεσα στα τελευταία χρόνια της παραφροσύνης του ζωγράφου και στα χρόνια της δημιουργικής ακμής, του δυνατού μυαλού, εκείνου που οραματιζόταν ένα μέλλον όπου ουρανοξύστες θα έστεκαν αγέρωχοι δίπλα στην Ακρόπολη, δημιουργώντας μία αισθητική συνέχεια της ανθρώπινης δημιουργίας.
Το κείμενο που ενέπνευσε τον Κουτλή είναι μία πολεμική κριτική για τον Παρθένη από τον Νικόλαο Γιοκαρίνη, έναν πνευματικό άνθρωπο που έμελλε να υπηρετήσει τον ολοκληρωτισμό. Στη διάρκεια της παράστασης, ο ζωγράφος πασχίζει να πείσει τον Γιοκαρίνη (Π. Μανουηλίδης ) για την ανάγκη μίας τέχνης πέραν του προφανούς, για την ανάγκη της προόδου έναντι του συντηρητισμού. Το έργο αυτό εγείρει ζητήματα που αφορούν το διαχρονικό νόημα της αυθεντικής και ρηξικέλευθης καλλιτεχνικής δημιουργίας, την αμφιλεγόμενη κοινωνική θέση του καλλιτέχνη, τη συνεχή πάλη για αυτοπροσδιορισμό. Και μας έπεισε. Διότι το ερώτημα πόσο έχουμε τελικά προοδεύσει μας απασχολεί σταθερά, αλλά και γιατί αυτή η αγωνία του Παρθένη να φύγει προς τα εμπρός συναντά την αγωνία μιας ολόκληρης κοινωνίας το 2023.
Ζητήσαμε από Γιώργο Κουτλή να μας μιλήσει για την εμπειρία αυτής της συνεργασίας και για την επαφή του με το έργο του Παρθένη.
Πώς είναι να σκηνοθετείς μία περφόρμανς μέσα στην Εθνική Πινακοθήκη;
Το να δημιουργήσεις μέσα σε ένα μουσείο σίγουρα έχει κάποιες δυσκολίες τεχνικής φύσεως: από την έλλειψη θεατρικού εξοπλισμού, μέχρι τον υποχρεωτικό φωτισμό στους χώρους των εκθεμάτων για λόγους ασφαλείας. Έχει όμως και μια μαγική συνθήκη για κάθε πρόβα: είσαι ανάμεσα σε πίνακες γεμάτους έμπνευση και φαντασία. Είναι τρομερό πώς ο χώρος φορτίζεται ενεργειακά από αυτό και πόσο εμπνευστικό μπορεί να γίνει. Επίσης, έμαθα ότι καμιά φορά οι εργαζόμενοι στα μουσεία αγαπούν το θέατρο ίσως πιο πολύ από εμάς του «χώρου». Ίσως επειδή ήμασταν κάτι καινούργιο γι’ αυτούς, ίσως επειδή ήμασταν ζωντανοί σε σχέση με τα εκθέματα που γεμίζουν τους διαδρόμους, ίσως και επειδή δεν έχουν απομυθοποιήσει τη μαγεία της θεατρικής δημιουργίας. Το σίγουρο είναι ότι από την καλλιτεχνική διευθύντρια μέχρι τον φύλακα βρέθηκα σε μια συνθήκη που μου θύμισε πάλι ότι μάλλον η δουλειά μας είναι υπέροχη.
Τι μάθατε από τη μελέτη σας πάνω στο έργο και στη ζωή του Παρθένη;
Διάβασα για τη ζωή του, χώθηκα στα τετράδιά του, στις σκέψεις του και χάθηκα στους πίνακές του ταξιδεύοντας μαζί τους στην πολυτάραχη ζωή του. Κάτι είχα ακούσει γι’ αυτόν, ήξερα και πίνακές του, αλλά μέχρι εκεί. Τώρα κατάλαβα ότι μιλάμε για έναν καλλιτέχνη κεφάλαιο του σύγχρονου πολιτισμού μας, με μια ζωή τόσο πολύπλευρη και ταραχώδη. Από την Αλεξάνδρεια στα κοινόβια της Αυστρίας, από την Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης στην Αθήνα κι από την κοσμική ζωή στην απομόνωση, τη σιωπή και την παράλυση. Μοιάζει με ταινία. Σαν να είχε ζήσει δέκα ζωές. Διαβάζοντας τα τετράδια και τις συνεντεύξεις του, εντυπωσιάζεσαι από το ελεύθερο πνεύμα, αλλά και από το ότι τέτοιοι καλλιτέχνες πολεμήθηκαν. Μπαίνοντας στην καθημερινότητά του βλέπεις πόσο τον πλήγωνε η κριτική και πόσο βασανίστηκε για την αποδοχή. Πόσο τον «έκαιγαν» αυτά που πίστευε και πώς πολέμησε για να πει ότι «Ο μεγάλος κόπος δεν είναι η εκτέλεσις ενός έργου. Ὁ κόπος και ο μόχθος είναι η εργασία του νου» ή «Δεν πρέπει να βλέπουμε μόνο με την όραση. Ούτε να ζωγραφίζουμε μόνο με τα μάτια». Πόση φθορά του προκάλεσε όλη αυτή η αντίσταση που ένιωθε από τους ανθρώπους της εποχής του. Δυστυχώς φράσεις για τη χώρα μας όπως «Αυτή η οπισθοδρομικότης με καταπλήσσει» ή «Αλλά η αντίληψις είναι βραδυκίνητη στον τόπο μας» μοιάζουν διαχρονικές.
Αυτή η περφόρμανς είναι και ένα σχόλιο για τη σχέση κριτικής-καλλιτέχνη.
Η συνάντηση με τον Παρθένη με έκανε να καταλάβω ότι δεν πρέπει να ακούς και πολύ την κριτική, καθώς οι περισσότεροι κριτικοί «δεν κάνουν κάτι», απλά σχολιάζουν αυτούς που «κάνουν κάτι». Τον κόσμο τον αλλάζουν αυτοί που κάνουν. Κατάλαβα ότι πρέπει να είσαι φανατικός με αυτά που πιστεύεις και να εμπιστεύεσαι το ένστικτό σου και όπου σε πάει, γιατί «το έργο του καλλιτέχνη είναι ο μεστωμένος καρπός που βγαίνει μεσ’ από μια βαθιά πίστη και πύρινη πεποίθηση και τίποτε δεν μπορεί να δώσει όποιος δεν πιστεύει». Κατάλαβα ότι στην Ελλάδα έχουμε μεγάλους καλλιτέχνες τους οποίους αγνοούμε και ότι καιρός είναι να εκμεταλλευτούμε η μία τέχνη την άλλη. Σίγουρα κατάλαβα ότι όσο άψογη και καθωσπρέπει και να είναι μια έκθεση σε ένα μουσείο, όσο «τοτέμ» και αν έχει γίνει ένας καλλιτέχνης, η ψυχούλα του το ξέρει τι έχει περάσει.