Live τώρα    
19°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αυξημένες νεφώσεις
19 °C
16.5°C20.1°C
2 BF 53%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
16 °C
13.7°C18.8°C
2 BF 67%
ΠΑΤΡΑ
Αυξημένες νεφώσεις
17 °C
17.0°C19.8°C
2 BF 71%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
18 °C
17.8°C19.9°C
3 BF 62%
ΛΑΡΙΣΑ
Σποραδικές νεφώσεις
15 °C
14.5°C14.9°C
0 BF 63%
Το καινούργιο μου βιβλίο / Οταν το συλλογικό τραύμα συμφύρεται με το προσωπικό
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Το καινούργιο μου βιβλίο / Οταν το συλλογικό τραύμα συμφύρεται με το προσωπικό

1327158384326566_1824162850.jpg

Ο Τέτζου Κόουλ δεν είναι ένας τυπικός λογοτέχνης. Το μεγαλύτερο μέρος της εργογραφίας του κινείται στα πεδία της πολιτισμικής κριτικής, της πολιτικής χρήσης της Ιστορίας, της διασύνδεσης τέχνης και ακτιβισμού, των εικαστικών τεχνών. Η λογοτεχνία του είναι δοκιμιακή, αφηγηματική, στοχαστική. Ταλαντούχος και καταξιωμένος φωτογράφος ο ίδιος, σταθμεύει με περίτεχνες κινήσεις σε εικόνες καθημερινές, μα εξόχως δυνατές, που φωτίζονται και βαθαίνουν.

Η «Ανοχύρωτη πόλη» είναι το πρώτο και μέχρι στιγμής μοναδικό του μυθιστόρημα - προηγήθηκε η νουβέλα «Everyday is for the thief». Πρωταγωνιστής της είναι ο Τζούλιους, ένας ειδικευόμενος της Ψυχιατρικής από τη Νιγηρία, ο οποίος επιδίδεται σε μεγάλους περιπάτους στη Νέα Υόρκη για να αποφορτίζεται από το σχολαστικό και πιεστικό περιβάλλον του πανεπιστημιακού νοσοκομείου, όπου περνά τις περισσότερες ώρες της μέρας του. Η Νέα Υόρκη, πέντε χρόνια μετά το τραυματικό συμβάν της 11ης Σεπτεμβρίου, ξετυλίγεται ως ένα αμήχανο και ανεπούλωτο παλίμψηστο. Αλλά τα τραύματα που πληγιάζουν την πλέον παραδειγματική μητρόπολη της Δύσης είναι περισσότερα: νεκροταφεία μαύρων σκλάβων που έχουν τραπεί σε οικοδομημένα τετράγωνα ακριβής ιδιοκτησίας, το αποικιοκρατικό παρελθόν και τα εγκλήματά του έναντι των αυτοχθόνων πληθυσμών του Νέου Κόσμου, το υδάτινο στοιχείο που εξορίζεται από τη συλλογική ζωή των κατοίκων της πόλης.

Ομως το συλλογικό τραύμα συμφύρεται με το ατομικό, το προσωπικό∙ η παιδική ηλικία στη Νιγηρία ανασύρεται και ο μνημονικός χείμαρρος κατακλύζει το παρόν τού ήρωα με λογαριασμούς που ποτέ δεν έκλεισαν. Αναθρεμμένος στο Λάγκος από έναν Νιγηριανό πατέρα της ανώτερης μεσαίας τάξης και μια Γερμανίδα μητέρα που, ως νήπιο, περιπλανήθηκε στα συντρίμμια του μεταπολεμικού Βερολίνου, απωθεί και επιστρέφει εξίσου στο παρελθόν του, συμφιλιώνεται και συνταράσσεται, επιχειρεί ματαίως να συγκροτήσει την προσωπική του αφήγηση από θραύσματα και υλικά άπιαστα. Ταξιδεύει στις Βρυξέλλες, στα φασματικά ίχνη προγόνων που δεν καταφέρνει να συναντήσει ποτέ, μόνο και μόνο για να έρθει κατάφατσα με τις περιπλοκές της πολυπολιτισμικότητας, του ιστορικού ρατσισμού, της επίπεδης γης που έπαιξε διαχρονικά τον ρόλο του βολικού θεάτρου για τις μεγάλες σφαγές των ευρωπαϊκών εθνικών κρατών.

Ο συγγραφέας, γεννημένος στις ΗΠΑ από Νιγηριανούς γονείς, αλλά μεγαλωμένος κι ο ίδιος στο Λάγκος, καταθέτει μια πρωτότυπη και σημαντική σπουδή πάνω στις τομές της μνήμης, του τραύματος, της ταυτότητας και της Ιστορίας. Όταν μετά τα σχολικά του χρόνια στη Νιγηρία επέστρεψε στο Μίσιγκαν για πανεπιστημιακές σπουδές, αναγκάστηκε να ξαναθυμηθεί το χρώμα τού δέρματός του και να σμιλέψει μια νέα ταυτότητα, ίσως πιο ρευστή. Κατά παρόμοιο τρόπο, ο Τζούλιους πραγματεύεται αμφίθυμα τις έννοιες της φυλής, του φύλου, της τάξης∙ τον ορίζουν, αλλά ο τρόπος του είναι χαμηλότονος και αποστασιοποιημένος. Τα εγκλήματα του παρελθόντος έως έναν βαθμό συνεχίζουν να μας δεσμεύουν, εξακολουθούν να μας δηλητηριάζουν, να δυσκολεύουν το πλησίασμα. Ο Τζούλιους δεν προτείνει κάτι, δεν πολυπιστεύει και σε κάποιον καθοδηγητικό σκοπό∙ του αρέσει να παρατηρεί την εποχική αποδημία των πουλιών με θαυμασμό και μια μικρή ζήλια.

* Ο Στέφανος Μπατσής είναι μεταφραστής του βιβλίου «Ανοχύρωτη πόλη»

Βόρεια της Γουόλ Στρητ*

Σ’ αυτό το χώμα είχαν ενταφιαστεί τα σώματα κάπου δεκαπέντε με είκοσι χιλιάδων μαύρων, οι περισσότεροι εκ των οποίων δούλοι, αλλά έπειτα η γη είχε χτιστεί από πάνω του και οι άνθρωποι της πόλης ξέχασαν πως εδώ υπήρχε ένα νεκροταφείο. Είχε περάσει σε ιδιωτική και δημοτική ιδιοκτησία. Το μνημείο που έβλεπα είχε σχεδιαστεί από έναν Αϊτινό καλλιτέχνη, αλλά δεν μπορούσα να το δω από πιο κοντά, καθώς απαγορευόταν η πρόσβαση στο κοινό λόγω ανακαίνισης, όπως με πληροφορούσε μια πινακίδα, στο πλαίσιο της προετοιμασίας για την καλοκαιρινή περίοδο.

Στο πράσινο γρασίδι και στον λαμπερό ήλιο, στη σκιά των κρατικών υπηρεσιών και της αγοράς, όρθιος λίγα μέτρα από το αποκλεισμένο μνημείο, δεν είχα καμία ιδέα για το ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι, τα πτώματα των οποίων, ανάμεσα στη δεκαετία του 1690 και το 1795, είχαν αφεθεί να αναπαύονται κάτω από τα πόδια μου. Εδώ, στα προάστια της πόλης εκείνης της περιόδου, βόρεια της Γουόλ Στρητ και άρα εκτός του πολιτισμού όπως οριζόταν τότε, επιτρεπόταν στους μαύρους να θάβουν τους νεκρούς τους.

Ύστερα οι νεκροί επέστρεψαν όταν το 1991 η κατασκευή ενός κτηρίου στη γωνία Μπρόντγουεϊ και Ντουέιν έφερε τα ανθρώπινα λείψανα στην επιφάνεια. Είχαν θαφτεί σε λευκά σάβανα. Τα φέρετρα που είχαν αποκαλυφθεί, περίπου τετρακόσια απ’ αυτά, είχαν βρεθεί σχεδόν όλα τους να κοιτάνε προς την Ανατολή.

* Απόσπασμα από την «Ανοχύρωτη πόλη» του Τέτζου Κόουλ, εκδόσεις Πλήθος

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL