Live τώρα    
22°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Σποραδικές νεφώσεις
22 °C
19.8°C22.9°C
3 BF 46%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
23 °C
22.3°C24.2°C
4 BF 38%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
24 °C
23.3°C24.4°C
2 BF 37%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ασθενείς βροχοπτώσεις
19 °C
18.3°C21.0°C
5 BF 67%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
24 °C
21.8°C23.9°C
3 BF 29%
Jan Garbarek / Ο Νορβηγός που έβαλε την Ευρώπη στον χάρτη της jazz
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Jan Garbarek / Ο Νορβηγός που έβαλε την Ευρώπη στον χάρτη της jazz

Ο σαξοφωνίστας και συνθέτης Jan Garbarek δεν είναι «ακόμα ένας jazz μουσικός». Με επίκεντρο και πλαίσιο πάντα την jazz, έχει ασχοληθεί με αρκετά άλλα μουσικά ιδιώματα - μέρος αυτής της προσέγγισής του ήταν και η συνεργασία του με την Ελένη Καραΐνδρου που τον έκανε γνωστό στο ευρύτερο κοινό της χώρας μας. Με αφορμή τη συναυλία του στο Ηρώδειο την Τετάρτη 22 Ιουνίου θυμόμαστε τη σπουδαία διαδρομή ενός απλώς κορυφαίου σύγχρονου μουσικού.

Ο Jan Garbarek γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου 1947 από έναν Πολωνό πρώην αιχμάλωτο πολέμου και μια Νορβηγίδα.  Όταν ήταν μικρός, η οικογένειά του μετοίκισε από τη μικρή πόλη όπου γεννήθηκε στην πρωτεύουσα της Νορβηγίας, το  Όσλο, στην οποία μεγάλωσε. Ήταν ένα πηγαίο μουσικό ταλέντο που εκδηλώθηκε από πολύ νωρίς, επιλέγοντας ως όργανό του το σαξόφωνο. Καθοριστική επιρροή στάθηκαν για εκείνον οι Αμερικανοί jazz μουσικοί που εμφανίζονταν τακτικά στη Νορβηγία και πάνω απ’ όλους βέβαια οι μεγάλοι σαξοφωνίστες John Coltrane (ο οποίος ήταν και το πρότυπό του στο ξεκίνημά του) και Dexter Gordon.

Σε ηλικία 15 ετών ο Jan Garbarek κέρδισε το πρώτο βραβείο σε έναν διαγωνισμό για ερασιτέχνες jazz μουσικούς, γεγονός που τον έκανε να γίνει επαγγελματίας από τόσο μικρός, καθώς μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 1960 εμφανιζόταν συχνά στη Νορβηγία και συνήθως ως ηγετική φυσιογνωμία των σχημάτων με τα οποία έπαιζε. Παράλληλα, μαθήτευσε τέσσερα χρόνια δίπλα στον σπουδαίο Αμερικανό συνθέτη και ενορχηστρωτή George Russel, που τον αποκάλεσε «η πιο αυθεντική φωνή της ευρωπαϊκής jazz μετά τον Django Reinhardt», και στη συνέχεια θα συνεργαζόταν σε τρεις δίσκους μαζί του. Αξίζει ίσως να σημειώσουμε γιατί είναι ενδεικτικό της πολύ συγκροτημένης σε όλα τα επίπεδα προσωπικότητάς του ότι παντρεύτηκε σε πολύ νεαρή ηλικία, μόλις 21 ετών, μια συγγραφέα και η κόρη τους είναι επίσης μουσικός και συνθέτρια.

Σκανδιναβική jazz

Στη δεκαετία του 1950, κυρίως λόγω του αποπνικτικού κλίματος του μακαρθισμού στης ΗΠΑ, πολλοί Αμερικανοί jazz μουσικοί όχι μόνο επισκέπτονταν την Ευρώπη για συναυλίες αλλά και μετοικούσαν εκεί. Στη δεκαετία του 1960 όμως τα πράγματα αντιστράφηκαν, η Αμερική βρέθηκε στην πρωτοπορία του πνεύματος και του πολιτισμού, έγινε και πάλι η «Μέκκα» της jazz, όπως κατά τη δεκαετία του 1940, και αντίστοιχα η Ευρώπη ο «φτωχός συγγενής» του ιδιώματος.

Καθοριστικός παράγοντας για να πάψει να συμβαίνει αυτό ήταν η ίδρυση το 1969 στη Γερμανία από τον Manfred Eicher της ECM, της πρώτης σημαντικής -και πλέον εμβληματικής- ευρωπαϊκής jazz εταιρείας. Ο Jan Garbarek είχε ήδη ντεμπουτάρει δισκογραφικά στα 20 του και έχει κυκλοφορήσει έναν δεύτερο δίσκο το 1969 όταν ο Eicher του πρότεινε να είναι ένα από τα πρώτα ονόματα που θα συνεργάζονταν με την ECΜ. Το αποτέλεσμα ήταν ο τρίτος δίσκος του Garbarek και πρώτος του για την ECM, το ιστορικό «Afric Pepperbird» του 1970.  Ήταν και η αρχή της όχι απλώς συνεργασίας, αλλά στενότατης σχέσης του Garbarek με τον Eicher και την εταιρεία του - άλλωστε για μια δεκαετία περίπου θα ήταν το «πρώτο όνομα» της ECM.

Αν και φυσικά τον συνόδευαν εξαίρετοι μουσικοί, το «Afric Pepperbird» ήταν από την αρχή μέχρι το τέλος «προσωπική υπόθεση» του Garbarek. Το παίξιμό του στο τενόρο και το σοπράνο (και όχι άλτο, όπως συμβαίνει με τους περισσοτέρους άλλους) σαξόφωνο ήταν ήδη ώριμο, με αυτοπεποίθηση αλλά και φαντασία και τις περισσότερες φορές με κάτι το «αιθέριο», ακόμα και στις πιο σκοτεινές ή και μελαγχολικές συνθέσεις, και βέβαια έδειχνε το πόσο προικισμένος αυτοσχεδιαστής ήταν, κάτι που θα αποτελούσε μόνιμο και καθοριστικό στοιχείο σε όλη τη μετέπειτα διαδρομή του. Το «Afric Pepperbird» ήταν επίσης το άλμπουμ που έβαλε τις βάσεις γι’ αυτό που στη συνέχεια θα ονομαζόταν «σκανδιναβική jazz σκηνή», θέτοντας ταυτόχρονα για πρώτη φορά την Ευρώπη στον χάρτη της jazz.

Εκλεκτές συνεργασίες

Εκτός από τα προσωπικά άλμπουμ του με το γκρουπ και του κουαρτέτου του, ο Jan Garbarek έχει συνεργαστεί δισκογραφικά με πολλά από τα άλλα σημαντικά ονόματα της ECM, όπως τους αείμνηστους Charlie Haden, Egberto Gismonti και Kenny Wheeler και τους Gary Peacock, Ralph Towner, Miroslav Vitous και Eberhard Weber. Σπουδαιότερη συνεργασία του ήταν αναμφίβολα αυτή με την εξ Αμερικής «σημαία» της ECM, τον μέγιστο πιανίστα και συνθέτη Keith Jarrett, με το «ευρωπαϊκό κουαρτέτο» του οποίου από το 1974 μέχρι το 1979 έκαναν συνολικά επτά δίσκους, τους τέσσερις πρώτους στο στούντιο και τους άλλους τρεις ζωντανά ηχογραφημένους.

Παραδοσιακή, world και κλασική μουσική

Ήδη στον τέταρτο δίσκο του στην ECM, το «Triptykon» του 1972, ο Garbarek χρησιμοποίησε ένα παραδοσιακό νορβηγικό τραγούδι ως βάση για ένα δικό του κομμάτι, κάτι που θα γινόταν όλο και πιο καθοριστικό στοιχείο της μουσικής του στο πέρασμα του χρόνου.  Όπως έχει πει χαρακτηριστικά ο ίδιος, «δεν μπορώ να ξεφύγω από το λεξιλόγια και τη φρασεολογία της νορβηγικής παραδοσιακής μουσικής», η οποία είναι σαφώς ο δεύτερος πυλώνας της δικής του μετά την jazz. Αυτό σταδιακά τον οδήγησε και στη world (ή ethnic) μουσική.  

Ήταν στο πλαίσιο αυτών των αναζητήσεών του το ότι το 1986 αποδέχθηκε πρόθυμα την πρόταση της Ελένης Καραΐνδρου να συμμετάσχει στο soundtrack της για την ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Ο μελισσοκόμος». Εντάχθηκε απόλυτα στο πνεύμα της μουσικής της και το λυρικό και συνάμα ελεγειακό παίξιμό του κυριολεκτικά… απογείωσε το πασίγνωστο βασικό θέμα της ταινίας.  Ήταν η αφορμή για να γίνει ο ίδιος γνωστός στο ελληνικό κοινό, αλλά ταυτόχρονα και για την έναρξη λίγο αργότερα της μακρόχρονης και πολύ επιτυχημένης συνεργασίας της Ελένης Καραΐνδρου προσωπικά με τον Manfred Eicher και με την ECM.

Το «Officium» του 1993, που ηχογραφήθηκε σε ένα αυστριακό μοναστήρι και στο οποίο το σαξόφωνό του ήταν το μόνο όργανο που δεν συνόδευε απλώς, αλλά συνυπήρχε ισότιμα με το βρετανικό ανδρικό φωνητικό κουαρτέτο Hilliard Ensemble, σηματοδότησε την είσοδό του στην κλασική μουσική και μάλιστα στη θρησκευτική πλευρά της. Στη συνέχεια υπήρξαν άλλες δύο δισκογραφικές συνεργασίες με το Hilliard Ensemble. Στο ίδιο πλαίσιο της ενασχόλησής του με την κλασική μουσική ήταν και η δισκογραφική συνεργασία του με την κορυφαία Αμερικανίδα σολίστ της βιόλας Kim Kashkashian και αντίστοιχα το ενδιαφέρον του για τη world μουσική αποτυπώθηκε στον δίσκο που έκαναν μαζί με τον αφρικανικής καταγωγής Γάλλο ντράμερ Manu Katché.

Αν και 75 ετών πλέον, ο Jan Garbarek παραμένει ακμαιότατος, δημιουργικός και πλήρως ενεργός.  Όσοι και όσες θα παρακολουθήσουμε την εμφάνισή του στο Ηρώδειο στις 22 Ιουνίου (στην οποία στο γκρουπ του θα συμμετέχει και ο εξαίρετος Ινδός ντράμερ και εκτελεστής των τάμπλα Trilok Gurtu) είναι σίγουρο ότι θα απολαύσουμε μία από τις καλύτερες και πιο υποβλητικές συναυλίες των τελευταίων ετών.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL