Live τώρα    
15°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Σποραδικές νεφώσεις
15 °C
12.5°C16.5°C
2 BF 59%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
12 °C
9.7°C13.1°C
2 BF 72%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
13 °C
8.0°C13.3°C
2 BF 71%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
12 °C
11.1°C13.6°C
2 BF 76%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
8 °C
7.9°C11.8°C
0 BF 81%
John Birks «Dizzy» Gillespie / Βιρτουόζος της τρομπέτας, πρωτοπόρος του bebop
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

John Birks «Dizzy» Gillespie / Βιρτουόζος της τρομπέτας, πρωτοπόρος του bebop

Ο John Birks Gillespie γεννήθηκε το 1917 (21 Οκτωβρίου) στη Νότια Καρολίνα, νεότερος γιος μίας οικογένειας με εννέα παιδιά. Στα 10 βίωσε τον θάνατο του πατέρα του, που όντας ερασιτέχνης μουσικός τον ενθάρρυνε να ασχοληθεί με τη μουσική. Ο μικρός Τζον μάθαινε ήδη πιάνο όταν, στα 12, στράφηκε στην τρομπέτα. Οι ξεχωριστές ικανότητές του τού επέτρεψαν να πάρει μουσική υποτροφία για το Ινστιτούτο Laurinburg της Νότιας Καρολίνας.

Το 1935 εγκατέλειψε τις σπουδές και εγκαταστάθηκε στη Φιλαδέλφεια με την πρόθεση να εργαστεί αποκλειστικά ως μουσικός. Στα πρώτα του βήματα έγινε μέλος της ορχήστρας του Frankie Fairfax, ενώ συμμετείχε για πρώτη φορά σε μια ηχογράφηση με το συγκρότημα του Teddy Hill αντικαθιστώντας τον περίφημο τρομπετίστα Roy Eldridge.  Ήταν τότε που του κόλλησαν το «Dizzy».

Dizzy & Bird

Το 1939, ο Cab Calloway πήρε τον Dizzy στην ορχήστρα του ενθουσιασμένος από την «κινεζική μουσική» του -εννοώντας την ιδιαίτερη τεχνοτροπία του και τους αυτοσχεδιασμούς του. Στην πορεία ο Dizzy συνεργάστηκε με τους Duke Ellington, Coleman Hawkins, Billy Eckstine, Chick Webb και Benny Carter. Ανάμεσα στις πιο σημαντικές συνεργασίες του ήταν αυτή με τον πιανίστα Earl Hines. Στην ορχήστρα του συνάντησε τον Charlie «Bird» Parker και με αυτήν παρουσίασε την πρώτη του σύνθεση, το «Night in Tunisia».

Μέχρι το 1944 ο Dizzy είχε αποκτήσει σημαντική φήμη και η συνεργασία του με τον Charlie Parker συνέβαλε στη δημιουργία του bebop. Σε αντίθεση με τον Πάρκερ, που συμμετείχε σε μικρά σύνολα, ο Gillespie στόχευε στη δημιουργία μιας big band, την οποία οργάνωσε τελικά στις αρχές του 1945.

Με μια big band τον είδαμε στην Αθήνα τρία χρόνια πριν φύγει οριστικά. Η δική του United Nation Orchestra είχε στις τάξεις της μουσικούς από όλες τις ηπείρους, που έκαναν το κοινό του Ρωμαϊκού Ωδείου, στους πρόποδες της Ακρόπολης, το 1990 να ζήσουν μια ανεπανάληπτη μουσική εμπειρία.

Η εποχή του bebop

To bebop ήταν, από την αρχή, μια δυναμική, νευρική τζαζ μουσική. Εξέφραζε τον θυμό των μαύρων Αμερικανών μουσικών στις φυλετικές διακρίσεις και την κοινωνική τους περιθωριοποίηση. Στα πρώτα του χρόνια ήταν μια μουσική ελάχιστα δημοφιλής στο κοινό. Δεν ήταν ευχάριστη ούτε χορευτική, όπως ο προπομπός του R&B και του ροκ εν ρολ, το swing.

Η έκρηξη του bebop εξελίχθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1940 κι απέκτησε μεγάλο κοινό έως το 1945. Σε αντίθεση με το swing, θεωρήθηκε ένα είδος μουσικής πολύπλοκο και δεν είχε την ίδια εμπορική επιτυχία. Η ιδιαίτερη τεχνική του ήταν προσβάσιμη μόνο σε ικανούς μουσικούς. Οι του bebop ντύνονταν απλά, με ρούχα καθημερινά, άφηναν γένια και έπαιζαν σε μπαρ ατμοσφαιρικά, με χαμηλό φωτισμό. Γεγονός που ευνόησε την ευρεία χρήση ναρκωτικών ανάμεσά τους.

Κάποια στιγμή, στην bebop σκηνή, έλαμψε η ανοιχτόκαρδη προσωπικότητα του τρομπετίστα και αιώνιου χιουμορίστα Dizzy Gillespie, που θέλησε να «χαλαρώσει» το ακροατήριό του. Μόνο έτσι θα αποδεχόταν την πρωτοποριακή μουσική του. Ο Dizzy και ο Parker διεύρυναν την ελκυστικότητά της εισάγοντας τους -σε όλους αγαπητούς- λατινοαμερικάνικους ρυθμούς, όπως στο ξακουστό «Con Alma».

Η πρώτη φορά στην Αθήνα

Την άνοιξη του 1956, στο πλαίσιο μιας μεγάλης περιοδείας διοργανωμένης από το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών για καθαρά προπαγανδιστικούς λόγους, ο Dizzy και η ορχήστρα του φτάνουν στη μετεμφυλιακή Αθήνα.

Το κλίμα ήταν αρνητικό και οι Αμερικανοί μουσικοί, μαύροι και λευκοί, ανεπιθύμητοι λόγω της στάσης των ΗΠΑ στο Κυπριακό. Η Αθήνα «καιγόταν» από τις διαδηλώσεις, καθώς, δύο μέρες πριν από τις συναυλίες στο «Κοτοπούλη» (Rex), οι  Άγγλοι είχαν απαγχονίσει τους αγωνιστές της ΕΟΚΑ Καραολή και Δημητρίου στην Κύπρο και το αντιαμερικανικό αίσθημα ήταν σε έξαρση.

Μόλις ξεκίνησε η συναυλία, οι φοιτητές άρχισαν να γιουχάρουν. Λίγο μετά, χειροκροτήματα και επευφημίες ξέσπασαν! Οι φοιτητές ενθουσιασμένοι πετούσαν τα καπέλα στον αέρα και οι κοπελιές χόρευαν στους διαδρόμους. Μετά την παράσταση σήκωσαν τον Γκιλέσπι στους ώμους τους και τον πήγαν σηκωτό μέχρι την Ομόνοια. Το επόμενο πρωί τα πρωτοσέλιδα των αμερικανικών εφημερίδων έγραφαν: «Οι φοιτητές αφήνουν τις πέτρες και χορεύουν με τον Ντίζι!».

Πόστερ για τη συναυλία του Ντίζι Γκιλέσπι στην Αθήνα του 1950

Μάνος, Dizzy και Τσιτσάνης

Η υπεύθυνη για τη διοργάνωση αφηγείται: «Ένα από τα συγκροτήματα που ήρθαν στην Αθήνα από τη Νέα Υόρκη ήταν μια ορχήστρα τζαζ, η οποία αποτελούνταν από μαύρους μουσικούς υπό τη διεύθυνση του τρομπετίστα και μαέστρου Ντίζι Γκιλέσπι. Ενορχηστρωτής της ορχήστρας και πιανίστας ήταν ο νέος τότε και αργότερα διάσημος συνθέτης της τζαζ Κουίνσι Τζόουνς».

«Δόθηκαν τρεις συναυλίες στο Rex, τις οποίες παρακολούθησε ο Χατζιδάκις και γνωρίστηκε με τους μουσικούς. Ο Γκιλέσπι δεν έμεινε ικανοποιημένος με το κοινό και ζήτησε να προσφέρει μία με ελεύθερη είσοδο, μόνο για φοιτητές. Εκείνο το βράδυ ο φοιτητόκοσμος κατέκλυσε το θέατρο και οι νέοι κρέμονταν από τα θεωρεία, χειροκροτούσαν και φώναζαν το όνομά του.  Όταν τέλειωσε η συναυλία, όρμησαν στη σκηνή, τον σήκωσαν στα χέρια και τον κατέβασαν μέχρι την Ομόνοια»!

“Την άλλη μέρα το απόγευμα είχαμε συνάντηση με τον Αχιλλέα Μαμάκη στους ραδιοθαλάμους του Ζαππείου για συνεντεύξεις με τους Γκιλέσπι και Τζόουνς για την εκπομπή του 'Το θέατρο στο μικρόφωνο'. Μαζί είχε έρθει και ο Μάνος και, όταν τελείωσαν οι συνεντεύξεις, ήταν πια αργά το βράδυ, ο Μάνος πρότεινε να τους πάμε κάπου να φάμε. Αποφάσισε να πάμε στου Τσιτσάνη, κάτω στις Τζιτζιφιές. Εξηγήσαμε ποιος ήταν ο Τσιτσάνης και ξεκινήσαμε”.

«Ο Τσιτσάνης μας δέχτηκε με αρχοντιά, εφόσον ο Μάνος τού σύστησε τους Αμερικανούς μουσικούς και αναφέρθηκε στη μουσική τους. Οι ξένοι τόσο πολύ ενθουσιάστηκαν με τη μουσική και τα τραγούδια που άκουγαν από τον Τσιτσάνη και τον Παπαϊωάννου, ώστε κάποια στιγμή ο Τσιτσάνης τους ζήτησε να παίξουν κάτι μαζί. Ανέβηκαν στο πάλκο και οι δύο. Ο Κουίνσι κάθισε στο πιάνο, ο Γκιλέσπι έπαιζε την τρομπέτα του και ο Τσιτσάνης μπουζούκι.  Ήταν ένα απίστευτο jam session, ανεπανάληπτο... Μείναμε ώς τα ξημερώματα».

«Τερψιχόρη», Χίλτον

Είχε μόλις τελειώσει η επίδειξη γούνας. Τα μοντέλα περιέφεραν τα γούνινα μαντό τους ανάμεσα στα τραπέζια.  Ένα όμως από αυτά ήταν πιο κοντό, φορούσε ένα ξεφωνημένο μίνι, μια κατσαρή άφρο περούκα και ήταν εντελώς στραβοκάνα. Μυστήριο...

Για τους ντόπιους φίλους της μουσικής του, τα τρία χιλιάρικα της εισόδου στο Χίλτον ήταν πολλά, καθώς μια συναυλία της εποχής κόστιζε το πολύ 500 δραχμές. Αυτό που αντίκρισα μπαίνοντας -τζαμπατζής- στην αίθουσα ήταν παρακμιακό: Οι θαμώνες όλοι... σκνίπα. Το μόνο που τους ένοιαζε ήταν η σαμπάνια με το μενού της βραδιάς: καπνιστός σολομός και χαβιάρι ιμιτασιόν.

Ο Dizzy επέστρεφε πρώτη φορά στην Αθήνα μετά τις συναυλίες στο Rex. Ανεβαίνει στη σκηνή, παίρνει χαμπάρι τι τρέχει και, μετά από μια σύντομη εισαγωγή με τη σπαστή τρομπέτα του, αρχίζει να παίζει, μόνος του, congas και να τραγουδάει το «Swing Low Sweet Cadillac».

Αποκλειστικοί αποδέκτες της μουσικής η μεγάλη παρέα στο πρώτο τραπέζι πίστα: Ο Γιώργος Τρανταλίδης, που είχε παίξει λίγο πριν με το συγκρότημά του, ο Γιώργος Μπαράκος, o Μηνάς Αλεξιάδης, ο Tony Lakatos, ο Λάκης Ζώης και οι απόντες σήμερα Κώστας Γιαννουλόπουλος, Μάρκος Αλεξίου, Γιώργος Φιλιππίδης και Ζακ Μεναχέμ. Η «κοντή στραβοκάνα μοντέλα» δεν ήταν άλλος από τον μεταμφιεσμένο Dizzy Gillespie!

Το μαύρο βελούδινο βαλιτσάκι

Μία ώρα μετά τα μεσάνυχτα στο θέατρο «Παλλάς». Τον βρίσκω μόνο του στο καμαρίνι, εισβάλλω με ενθουσιασμό και προτεταμένο το μικρόφωνο του Jazz FM: «Καλησπέρα, κύριε Gillespie, λίγα λόγια για τους ακροατές του σταθμού μας;».

«That's too much for me!» μου απαντάει ξέψυχα, με βραχνή, αδύναμη φωνή. Ο μπριόζος -στη διάρκεια ολόκληρης της πολυτάραχης ζωής του- βιρτουόζος της τρομπέτας, ο πρωθιερέας του bebop και του cubop, καθόταν σκυφτός σε ένα σκαμνί, κατάκοπος μετά την τετράωρη μαραθώνια συναυλία «δύο σε μία», μια συμπαιγνία της διοργανώτριας εταιρείας με τον μάνατζέρ του.

Η «σπαστή» τρομπέτα

Το μαύρο βελούδινο βαλιτσάκι στο πάτωμα περιείχε το χάλκινο «εργαλείο» που τον έκανε διάσημο: την περίφημη σπαστή τρομπέτα που η ιστορία λέει πως προέκυψε ως αποτέλεσμα ενός οικογενειακού... ατυχήματος, όταν ένα βράδυ, γυρίζοντας από τη δουλειά, βρήκε φίλους να τον περιμένουν στο σπίτι. Η γυναίκα του είχε διοργανώσει γι' αυτόν ένα απρόοπτο «παρτάκι».

Την ακούμπησε σε μια καρέκλα για να τους αγκαλιάσει και τότε έγινε το «ατύχημα»: Η Λορίν τον καλεί να χορέψουν και μετά, κουρασμένη, κάθεται. Στην καρέκλα. Ο Dizzy βλέπει την τρομπέτα να λυγίζει από το βάρος των τροφαντών οπίσθιών της και βάζει τις φωνές! Την παίρνει στα χέρια του, τη χαϊδεύει, την ακουμπάει στα χείλη και τότε η «γωνιασμένη» τρομπέτα τον ανταμείβει με τον πιο ζεστό ήχο που είχε ποτέ φανταστεί.

Από τότε αυτή η «σπαστή» τρομπέτα, που ηχούσε σαφώς καλύτερα από πριν, έγινε το «σήμα κατατεθέν» του, μαζί με τα... μάγουλά του, που φούσκωναν αφύσικα σε κάθε του φύσημα.

...και η πορτοκαλάδα

Εξαντλημένος λοιπόν ο Dizzy στο καμαρίνι της τελευταίας του αθηναϊκής συναυλίας, μου προτείνει... πορτοκαλάδα. Τον σερβίρω πρώτο και τότε τα παγάκια της κανάτας εφορμούν άτακτα προς το ποτήρι μου, που ξεχειλίζει από αυτό το χρωματιστό κολλώδες υγρό, που «λούζει» το πολύτιμο μαύρο βαλιτσάκι. Πετιέται επάνω: «My case, my case!», κραυγάζει με τρόμο...

Αυτή, επεισοδιακή, ήταν η τελευταία μας συνάντηση. Ο John Birks «Dizzy» Gillespie έφυγε λίγο καιρό μετά.  Ήταν 6 Ιανουαρίου 1993.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL