Πριν από 10 χρόνια, στις 27 Ιουνίου 2015, ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας προκήρυξε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος με το ερώτημα αν θα πρέπει να γίνει αποδεκτό το σχέδιο συμφωνίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου που προτάθηκε στην Ελλάδα στις 25 Ιουνίου. Η κίνηση αυτή θεωρήθηκε ως ένας εκβιασμός του Έλληνα πρωθυπουργού προς τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Συνάντησε, όμως, και την κατακραυγή εσωτερικών δυνάμεων του αντιΣΥΡΙΖΑ μετώπου. Ήταν ο Γιώργος Παπανδρέου που είχε σκεφτεί να προχωρήσει σε δημοψήφισμα με ανάλογο ερώτημα τον Νοέμβριο του 2011, αλλά δεν το τόλμησε μπροστά στις σφοδρές αντιδράσεις των Ευρωπαίων αλλά και του ίδιου του του κόμματος, του ΠΑΣΟΚ. Ο Γ. Παπανδρέου παραιτήθηκε.
Για τον Αλ. Τσίπρα το δημοψήφισμα ήταν μια κίνηση διαχείρισης των εκβιασμών και των πιέσεων που δεχόταν η κυβέρνησή του. Οι τράπεζες ήταν κλειστές, χρόνο για εκλογές δεν είχε, ο πιο σύντομος δρόμος επιβεβαίωσης της λαϊκής εντολής ήταν το δημοψήφισμα, με το επίδικο ερώτημα: Θέλετε να συνεχίσω τη διαπραγμάτευση με άλλους όρους ή όχι; Το αποτέλεσμα (61%) δεν το περίμενε ούτε ο ίδιος. Οι δανειστές όμως το θεώρησαν ως μια μεγάλη απειλή. Και γι’ αυτό προχώρησαν σε ακόμα μεγαλύτερους εκβιασμούς, έγιναν ακόμα πιο απειλητικοί στον ίδιο τον Αλ. Τσίπρα. Η 17ωρη διαπραγμάτευση δεν οδήγησε, φυσικά, στην κατάργηση των Μνημονίων. Οι νέες ισορροπίες δεν μπορούσαν να εκτιμηθούν εκείνη την ώρα με ψυχραιμία. Οι όροι, όμως, ήταν κάπως πιο ευνοϊκοί για το χρεοκοπημένο ελληνικό κράτος, όχι όμως και για τους ήδη κουρασμένους Έλληνες πολίτες.
Υπό το βάρος και της προπαγάνδας, το δημοψήφισμα χαρακτηρίστηκε από πολλούς λανθασμένη κίνηση ή προδοσία στις ελπίδες. Μόνο που το ερώτημα δεν ήταν όχι στο ευρώ ή στην Ε.Ε., αλλά στη συγκεκριμένη πρόταση των τριών θεσμών. Σε κάθε περίπτωση, όμως, το δημοψήφισμα έδειξε ότι και στις πιο δύσκολες ώρες οι κυβερνήσεις που θέλουν βρίσκουν διεξόδους από τους αδιέξοδους εκβιασμούς. Κάτι που θα μπορούσαν να είχαν κάνει και προηγούμενες κυβερνήσεις.