Για συνεργασίες μιλάνε όλοι, αλλά συνεργασίες δεν φαίνονται στον άμεσο ορίζοντα. Η συζήτηση έχει ανοίξει μετά την ανάδειξη του Σωκράτη Φάμελλου στην προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Όμως το τοπίο στη λεγόμενη κεντροαριστερά και την κοινοβουλευτική αποτύπωσή της παρουσιάζεται σθεναρά περιχαρακωμένο, προς απογοήτευση του προοδευτικού κόσμου. Η μάχη απέναντι στην πολυδιάσπαση και τον κατακερματισμό θα είναι αυτή που θα κρίνει και τις επόμενες εκλογές. Αν δηλαδή δημιουργηθούν νέες δυναμικές και προς ποιες κατευθύνσεις.
Η συντηρητική πλευρά από θέση ισχύος αναλαμβάνει καθοριστικό ρόλο ιεραρχικά ως προς τις διεργασίες στον προοδευτικό και αριστερό χώρο.
Γιατί στην πραγματικότητα η μόνη συναινετική διαδικασία που δημιουργεί δεδομένα και για το μέλλον ήταν μεταξύ Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ. Κάτι που φάνηκε και στη συζήτηση στη Βουλή, για τον Προϋπολογισμό.
Απόρροια τα «χαριεντίσματα» του πρωθυπουργού με τον Νίκο Ανδρουλάκη, ο οποίος για τη Ν.Δ. αποτελούσε παραδοσιακά τη μόνη νομιμοποιημένη αντιπολίτευση της χώρας. Και θα ήταν τουλάχιστον αφελές πολιτικά να μην εκμεταλλευτεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης το «δώρο» της διατάραξης της κοινοβουλευτικής τάξης με βάση τα αποτελέσματα των εκλογών εξαιτίας της αποχώρησης βουλευτών-τριών από τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για να συνεχίσουν την πολιτική τους καριέρα σε άλλα κόμματα.
Ωστόσο ο εναγκαλισμός των δύο κομμάτων Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ είναι παλιός και με τις ευλογίες των μίντια. Άλλωστε ποτέ δεν έκρυψε ο μεγάλος εταίρος, ότι σταθερά προσβλέπει στην μελλοντική συνεργασία του μικρού, όταν οι συνθήκες (οικονομικά αδιέξοδα, νέα χρεοκοπία) το απαιτούν για να εκβιάζεται η πολιτική σταθερότητα όταν η αστάθεια και η αβεβαιότητα και ο φόβος μαραζώνουν την μεγάλη πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας.
Οι σχέσεις συνεργασίας μεταξύ των δύο αυτών χώρων έχουν πλέον ιστορικούς δεσμούς. Και έχουν σφυρηλατηθεί στο αντισύριζα μέτωπο με εμβληματικά σημεία το δημοψήφισμα και τις Πρέσπες.
Υπουργοί, βουλευτές και στελέχη της Ν.Δ. που προέρχονται από τον «κεντρώο» χώρο βρήκαν στη Ν.Δ. μια διέξοδο στην καρέκλα της εξουσίας χωρίς να νοιώθουν ότι ξεπουλάνε κάποια ιδεολογική αρχή τους. Στα βασικά, όπως στην οικονομία του αλόγιστου κέρδους, μια χαρά συμφωνούν. Λογικό λοιπόν η Ν.Δ. να αναζητά στο κέντρο το βολικό της, δεκανίκι του αύριο…
Ταυτόχρονα, ο ίδιος ο Ν. Ανδρουλάκης είναι ένας από τους συντηρητικούς εκφραστές του ίδιου έργου χωρίς καμία διάθεση να πραγματοποιήσει την παραμικρή αλλαγή στην στρατηγική του κόμματος.
Ενδεικτικό επίσης είναι ότι με το που ανέλαβε τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης το ΠΑΣΟΚ στρογγυλοκάθισε εκεί και αν ήταν κομμένες οι γέφυρες μία φορά τώρα τις έκοψε δέκα για οποιαδήποτε συζήτηση κοιτώντας προς τα αριστερά του. Υιοθετώντας τη λογική των ίσων αποστάσεων ως πάγια τακτική του απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ εποφθαλμιά την αφαίμαξη αυτού του χώρου παρά ενδιαφέρεται για κάποια συνεργασία.
Παρόμοια με το ΚΚΕ περιφρουρεί «το μαγαζάκι γωνία» απορρίπτοντας σταθερά οποιαδήποτε κοινή συζήτηση, πρόταση και ταύτιση για να μην μολυνθεί από τον ιό της αριστεροσύνης και των οραμάτων περί προοδευτικής συνεργασίας ή έστω συνύπαρξης, αφού θεωρεί εαυτόν τον απόλυτο εκφραστή του κέντρου.
Προς τα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, η συζήτηση μοιάζει να έχει κολλήσει, πριν καν ξεκινήσει. Παρόλο που οι δύο χώροι ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και Νέα Αριστερά έχουν κοινή πολιτική μήτρα, τη συνεργασία των αριστερών κομμάτων και είχαν επενδύσει στο δύσκολο κεφάλαιο της σύνθεσης των απόψεων, και παρά το γεγονός ότι η προσπάθεια αυτή δικαιώθηκε και απέδωσε με την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας από την Αριστερά, η περίοδος Κασσελάκη έχει ανοίξει πληγές που δεν επουλώνονται εύκολα. Η Νέα Αριστερά φαίνεται να οχυρώνεται πίσω από μια κριτική απόληξη προγενέστερων εσωτερικών προβλημάτων και συγκρούσεων. Ωστόσο, η συζήτηση παραμένει ανοιχτή, αν όχι σε επίπεδο ηγεσίας και στελεχών πρώτης γραμμής, σε ένα μέρος των ανθρώπων που στηρίζουν το νέο αυτό φορέα, αλλά και στους ανθρώπους που στήριξαν το ΣΥΡΙΖΑ στο παρελθόν κρατούν στάση αναμονής και οι εσωτερικές διαφωνίες τούς αφήνουν παγερά αδιάφορους.
Από την άλλη, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η σύνθεση είναι πολύ πιο δύσκολο στοίχημα από τη διάσπαση, ή την απόσυρση. Γιατί απαιτεί συγκεκριμένη βάση συζήτησης, αλλιώς η επίκληση συνεργασίας βουλιάζει στη γενικότητα και καταλήγει εν τέλει να αναδεικνύει μόνο τη διαφωνία. Σε αυτή την περίπτωση, η συνεργασία ως στοίχημα, θα γίνει το πιο πικρό ανέκδοτο που θα τροφοδοτήσει περαιτέρω την αναξιοπιστία και τη δυστοκία του προοδευτικού χώρου να ηγηθεί των πολιτικών εξελίξεων. Ο Κ. Μητσοτάκης θα μπορεί να χαμογελά αμέριμνος. Και έχοντας την απόλυτη κυριαρχία και πρωτοβουλία των κινήσεων μπορεί να εκβιάζει, ή να σχεδιάζει με πρόωρες, ανά πάσα στιγμή μετά την άνοιξη, για να κερδίσει ακόμη μια τετραετία εν όψει και της συνταγματικής αναθεώρησης.
Το θέμα είναι αν η ανάγκη του κόσμου για πολιτική αλλαγή θα βρει πολιτική διέξοδο και έκφραση, ή θα μείνει ως απλή καταγραφή αρνητικών συναισθημάτων στις δημοσκοπήσεις. Ο προοδευτικός χώρος θα μπορέσει να συνεργαστεί, τουλάχιστον σε μια κοινή βάση κοινωνικών αιτημάτων και απολύτως αναγκαίων για τη βελτίωση της ζωής των μεσαίων και λαϊκών στρωμάτων, αιτημάτων και διεκδικήσεων, για να εκφράσει αυτή την ανάγκη;
Το εκκρεμές θα επιστρέψει από την πολυδιάσπαση, στην προσπάθεια έντιμων και ειλικρινών παραγωγικών διεργασιών σύνθεσης; Ή κατακερματισμένος ο αριστερός και προοδευτικός χώρος, θα αφήσει τα ηνία στις συντηρητικές δυνάμεις να ποντάρουν στις πάγιες συνεργασίες ή να ετοιμάζουν τις μαύρες εφεδρείες «ντε Γκρες»;