Οι εκλογές της περασμένης Κυριακής επιβεβαίωσαν την κυριαρχία του Σοσιαλιστικού Κόμματος (PS) του πρωθυπουργού Έντι Ράμα, ενώ συγχρόνως αποτέλεσαν μια ήττα της αντιπολίτευσης, του Δημοκρατικού Κόμματος (DS) του Λούλζιμ Μπάσα και του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ενσωμάτωσης (LSI) των Μέτα / Κρυεμάδι. Η αντιπολιτευτική στρατηγική των PS και LSI, μεταξύ των οποίων η μακρά απουσία από το Κοινοβούλιο και η αποχή από τις δημοτικές εκλογές του 2019, φαίνεται να μην απέδωσαν καρπούς. Μετά από οκτώ χρόνια διακυβέρνησης της χώρας, και παρά τα προβλήματα σε πολλούς τομείς δημόσιας πολιτικής, με προεξάρχοντα τα ζητήματα διαφθοράς και αδύναμου κράτους δικαίου, οι Σοσιαλιστές είχαν ελάχιστες απώλειες, ενώ η αντιπολίτευση δεν έπεισε ότι έχει προβεί στις αναγκαίες εσωτερικές μεταρρυθμίσεις και ότι έχει όραμα για να ηγηθεί της χώρας.
Η επόμενη μέρα δεν θα είναι χωρίς προκλήσεις για τους Σοσιαλιστές, αφού, για να καταφέρουν να πάρουν το πράσινο φως για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ε.Ε., θα πρέπει να υπάρξει μετεκλογική πολιτική ομαλότητα και να πειστεί η διεθνής κοινότητα ότι θα υπάρξει συναίνεση με την αντιπολίτευση για τους βασικούς όρους του πολιτικού παιχνιδιού. Θα πρέπει δηλαδή ο νικητής των εκλογών να βρει τρόπο συνεννόησης με τους ηττημένους, κάτι διόλου εύκολο μετά από χρόνια πολωτικού κλίματος και μια προεκλογική εκστρατεία σκληρής αντιπαράθεσης που επανειλημμένα ξεπέρασε τα όρια του πολιτικά αποδεκτού.
Ποιες οι προκλήσεις της επόμενης μέρας για την ελληνική εξωτερική πολιτική; Η ελληνική πλευρά θα πρέπει να επιδιώξει το επόμενο διάστημα να προωθήσει το θέμα της κοινής προσφυγής με την Αλβανία στο Διεθνές Δικαστήριο (Δ.Δ.) με σκοπό την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών. Η θετική εξέλιξη αυτού του ζητήματος θα αφαιρέσει ένα αγκάθι από τις διμερείς σχέσεις. Το ζήτημα μάλιστα αυτό είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο για την αλβανική κοινή γνώμη και είναι μόνιμη επωδός κάποιων δημοσιογράφων και αναλυτών που βάλλουν συστηματικά κατά της Ελλάδας στα αλβανικά ΜΜΕ. Η κυβέρνηση Ράμα πιθανότατα επιθυμεί την από κοινού προσφυγή γιατί μια απόφαση του Δ.Δ. θα δώσει ισχυρά επιχειρήματα απάντησης στην εγχώρια κριτική.
Η Ελλάδα επίσης θα πρέπει να δουλέψει πλέον συστηματικά και συνεργατικά με την Αλβανία για την προώθηση της ενταξιακής της διαδικασίας. Οι έρευνες κοινής γνώμης δείχνουν ότι υπάρχει ισχυρό κεφάλαιο θετικών στάσεων για την Ελλάδα, το οποίο, αν χρησιμοποιηθεί σωστά από την Αθήνα, θα συμβάλει στην εδραίωση ενός συνεργατικού και θετικού για τη χώρα μας κλίματος. Τόσο η ρητορική επιμονή σε «σκληρούς όρους» από την ελληνική πλευρά για την ευρωπαϊκή προοπτική τής Αλβανίας όσο και η εμμονική υπερεκτίμηση της τουρκικής επιρροής στη γειτονική χώρα λειτουργούν αντιπαραγωγικά για τις διμερείς σχέσεις, αποξενώνουν τη θετικά διακείμενη προς την Ελλάδα αλβανική κοινή γνώμη και αποδυναμώνουν τον ρόλο τής χώρας μας στην περιοχή.
Η Ελλάδα, αντίθετα, πρέπει με συνεργατικό τρόπο να βοηθήσει τις μεταρρυθμίσεις στην Αλβανία γιατί η εμπέδωση αυτών θα είναι προς όφελος της ίδιας της αλβανικής κοινωνίας και κατ’ επέκταση της χώρας μας και της ευρύτερης περιοχής. Μια γοργά μεταρρυθμιζόμενη Αλβανία στα δυτικά Βαλκάνια, τα οποία θα βαδίσουν αποφασιστικά στο μονοπάτι ένταξης στην Ε.Ε., θα έχει πολύπλευρα θετικές συνέπειες για την Ελλάδα, θα ενισχύσει τους περιφερειακούς πολιτικούς και οικονομικούς δεσμούς και σταδιακά θα αφαιρέσει την ευρύτερη περιοχή από το γεωπολιτικό παιχνίδι τρίτων χωρών, όπως η Κίνα, η Ρωσία και η Τουρκία. Για όλα αυτά είναι αναγκαία μια πολιτική με όραμα εδραίωσης της ευρωπαϊκής θετικής επιρροής στην ευρύτερη περιοχή και όχι με το βλέμμα στην ελληνική κοινή γνώμη ή τον εντεινόμενο ανταγωνισμό με την Τουρκία.
* Ο Ιωάννης Αρμακόλας είναι επικεφαλής του Προγράμματος Νοτιοανατολικής Ευρώπης του ΕΛΙΑΜΕΠ και Europe’s Futures Fellow στο Institute for Human Sciences της Βιέννης