Ποιος να του το έλεγε πως εκείνος, γόνος αστικής οικογένειας, με γαλλικά και πιάνο, θα βρισκόταν να παίρνει τη ζωή αλλιώς. Είχε δεν είχε αυτή την άποψη για τον εαυτό τους όμως, έκτοτε δεν μπήκε σε καλούπια ποτέ.
Ετσι, όταν χρειάστηκε να εργαστεί ως λιμενεργάτης, σαν εκείνους που βρίζουν ολημερίς κάθιδροι και μουτζουρωμένοι με μια πετσέτα στον ώμο για να μην τρίβονται οι λινάτσες των τσουβαλιών στο δέρμα τους, απλά το έκανε. Φόρτωνε και ξεφόρτωνε τα βαπόρια που έδεναν στον Πειραιά. Εκεί μάλλον έμαθε πως στους απόκληρους της ζωής υπάρχουν κρυμμένοι θησαυροί.
Επειτα στο εργοστάσιο του Φιξ, παγοπώλης. Δύσκολη δουλειά κι αυτή και επικίνδυνη. Όχι εξαιτίας του γάντζου που τρύπαγε τον πάγο όπως τρυπάει το σουβλί του παπουτσή το πετσί και το λάστιχο. Ήταν επικίνδυνη δουλειά γιατί ο πάγος και οι χαμηλές θερμοκρασίες ήταν επικίνδυνες για τα λεπτά του δάχτυλα που ήταν τόσο πολύτιμα.
Επειτα έπιασε δουλειά σε ένα μεγάλο φωτογραφείο της εποχής του. Εκεί γνώρισε την κοσμική Αθήνα και τις γωνιές της. Μέσα από τα σπουδαία κάδρα σπουδαίων φωτογράφων γνώρισε και τι κρύβεται πίσω από τα κάδρα και το φωτογραφικό χαρτί. Ίσως γι’ αυτό και φρόντιζε να κρατά αποστάσεις ασφαλείας από τα φώτα της δημοσιότητας.
Επειτα εργάστηκε ως νοσοκόμος και έμαθε για τον ανθρώπινο πόνο και για την πίστη που χρειάζεται ένας τραυματίας να ξανασταθεί. Έμαθε και τι χρειάζεται η ανθρώπινη ψυχή για να αναστηθεί. Και έμαθε τι σημαίνει πόλεμος κάθετα· για τον καθένα, δηλαδή, ξεχωριστά και όχι οριζόντια ως ιστορική καταγραφή.
Ετσι κάπως λοιπόν προετοιμάστηκε για τη ζωή, με αυτά τα εφόδια, και αυτές ήταν και οι μόνες σπουδές που ολοκλήρωσε. Πτυχίο άλλο δεν απέκτησε. Ούτε ως μουσικός, ούτε ως νοσοκόμος, ούτε και ως φιλόσοφος του Πανεπιστημίου Αθηνών, που κι εκεί προσπάθησε.
Επειτα επικεντρώθηκε στη μουσική. Άκουσε μουσική, έπαιξε μουσική και μαζί με το ταλέντο του, που ομολογουμένως ήταν σπάνιο, μπολιασμένο με την ευαισθησία του για τον ανθρώπινο πόνο, με τη μαγκιά και το μορτιλίκι του λιμανιού, μέσα από τις όμορφες εικόνες που ζωγράφισε με τις νότες και τα συναισθήματά του κέρδισε και το Όσκαρ Μουσικής. Τι σύμπτωση! Με «Τα παιδιά του Πειραιά».
Και όταν δεν πήγε να το παραλάβει και του το έστειλαν, χάθηκε και στο ταχυδρομείο. Όπως χάνεται και η Στέλλα στον έρωτά της.
Οπως χάθηκε κι αυτός μια μέρα σαν σήμερα σε ηλικία μόλις 64 ετών, στην επέτειο των γενεθλίων της Μόνα Λίζα.