Επί δεκαετίες πολιτικοί επιστήμονες αναζητούν μια σαφή απάντηση σε ένα διαρκές ερώτημα: Ποιο είναι το πιο αποτελεσματικό σύστημα εκλογής ηγεσίας ενός κόμματος; Οι ερευνητές δεν έχουν καταφέρει να καταλήξουν σε έναν κοινό κανόνα που να συνδέει την εκλογική επιτυχία με τον βαθμό συμμετοχής στις εσωκομματικές εκλογικές διαδικασίες. Για να το θέσουμε πιο απλά, η ευρύτερη συμμετοχή δεν εξασφαλίζει και εκλογική επιτυχία, όπως έχουν δείξει δεκάδες παραδείγματα της παγκόσμιας πολιτικής ιστορίας.
Πολλά συστήματα, πολλά κόμματα
Εξετάζοντας τα διαφορετικά συστήματα, παρατηρείται εκπληκτική ανομοιογένεια στον τρόπο με τον οποίο κόμματα των ίδιων πολιτικών οικογενειών και παραδόσεων εκλέγουν τους ηγέτες τους και τις ηγεσίες τους. Στα συντηρητικά κόμματα κάθε απόχρωσης εμφανίζονται τρία συστήματα: Οι επικεφαλής εκλέγονται είτε από την εκάστοτε κοινοβουλευτική ομάδα είτε από συνέδριο είτε από τα μέλη του κόμματος. Υπενθυμίζεται πως η Ν.Δ. έχει εκλέξει τους ηγέτες της τα τελευταία τριάντα χρόνια και με τους τρεις τρόπους.
Αν εξετάσουμε τα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας, φαίνεται να επικρατεί πλέον η τάση του «ανοίγματος» του εκλεκτορικού σώματος: Στη Βρετανία, η εκλογή του Τζέρεμι Κόρμπιν προέκυψε από τη βάση του κόμματος με το σύστημα «ένα μέλος - μία ψήφος», σε συνέχεια των αλλαγών στο καταστατικό των Εργατικών που είχαν δρομολογηθεί από τον προκάτοχό του. Στην Πορτογαλία, τα μέλη του Σοσιαλιστικού Κόμματος αναδεικνύουν τον επικεφαλής με καθολική ψηφοφορία ανάμεσα στα μέλη του. Αντίστοιχη διαδικασία υπάρχει στο Δημοκρατικό Κόμμα της Ιταλίας, όπου συμμετέχουν και «ψηφοφόροι». Στην Ισπανία, ο Πέδρο Σάντσεθ εξελέγη από τα μέλη του κόμματός του και το αποτέλεσμα επικυρώθηκε από έκτακτο συνέδριο. Στη Γερμανία, οι πρόεδροι του SPD εκλέγονταν από το 2003 από το σώμα του συνεδρίου, το 2019 πραγματοποιήθηκε ανοιχτή εκλογική διαδικασία στα μέλη του κόμματος, ενώ τον περασμένο Δεκέμβριο ο ένας εκ των δύο συμπροέδρων εξελέγη ξανά από το συνέδριο του κόμματος.
Στην Αριστερά, από την άλλη, το μοντέλο που ακολουθεί κάθε κόμμα για την ανάδειξη της ηγεσίας του επηρεάζεται ιδιαίτερα από τον κυρίαρχο ιδεολογικό πυρήνα του. Κόμματα που προέκυψαν ως μετεξελίξεις κομμουνιστικών κομμάτων δείχνουν να στέκουν πιστά στη δομή που προβλέπει πως τα μέλη εκλέγουν τα μέλη του συνεδρίου, αυτά με τη σειρά τους την Κεντρική Επιτροπή και αυτή έπειτα τον επικεφαλής του κόμματος. Ωστόσο υπάρχουν κόμματα που προέκυψαν από τη δυναμική των κοινωνικών κινημά και ακολουθούν άλλες οδούς. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα οι Podemos, που εκλέγουν τόσο τον επικεφαλής τους όσο και το 81μελές «Συμβούλιο των Πολιτών» μέσα από καθολική ψηφοφορία των μελών του κόμματος.
Η νέα πραγματικότητα
Εν έτει 2021, μετά την οικονομική κρίση, μετά την εξέλιξη των τεχνολογικών μέσων πληροφόρησης και δικτύωσης και με την επίδραση της πανδημίας ακόμα ισχυρή στα κοινωνικά σώματα, η πολιτικοποίηση έχει αλλάξει καθοριστικά. Η διαχείριση της λιτότητας, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που τείνουν να υποκαταστήσουν τα μέσα ενημέρωσης και οι νέοι καταναγκασμοί που επέβαλε ο κορωνοϊός ασκούν ιδιαίτερα μεγάλη επιρροή στον βαθμό κοινωνικότητας των πολιτών και της νεολαίας, με αποτέλεσμα ακόμα να επικρατεί αστάθεια γύρω από την πολιτική ενασχόληση. Τα δόγματα του πρόσφατου παρελθόντος φαίνεται να αμφισβητούνται ξανά, ενώ οι θεσμοί εκπροσώπησης και αντιπροσώπευσης μοιάζουν τόσο πεπαλαιωμένοι που είτε αντιμετωπίζονται αντι-πολιτικά είτε εκφράζεται η ανάγκη αντικατάστασής τους με νέους.
Δημιουργούνται λοιπόν νέες ανάγκες, τις οποίες τα κόμματα, οι οργανωμένοι φορείς των δημοκρατιών, καλούνται να παρατηρήσουν και να εναρμονιστούν μαζί τους. Μια απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα είναι η περαιτέρω διεύρυνση των κομματικών εκλεκτορικών σωμάτων. Τα περισσότερα κόμματα πάντως που προχωρούν σε καταστατικές αλλαγές για να συμπεριλάβουν όλα τα μέλη τους στην εκλογή των επικεφαλής ή/και των κομματικών οργάνων λαμβάνουν την απόφαση αυτή με άξονα την διεύρυνση της συμμετοχής στην κομματική ζωή. Ωστόσο, όπως ανέφεραν οι Ραχάτ και Χαζάν το 2006, «η αύξηση της ποσότητας συνοδεύτηκε από μείωση της ποιότητας της συμμετοχής». Όπως μάλιστα παρατηρούσε το 2009 ο καθηγητής Όφερ Κένιγκ, «το άνοιγμα μιας πολιτικής διαδικασίας σε ευρύτερη συμμετοχή δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα ενισχύσει και άλλες δημοκρατικές αξίες, όπως η δικαιοσύνη, η εκπροσώπηση, η διαφάνεια ή ο ανταγωνισμός».
Αυτές οι έννοιες είναι λοιπόν κομβικές για τον εκδημοκρατισμό της κομματικής λειτουργίας. Με άλλα λόγια, η μεγαλύτερη συμμετοχή είναι ένας μόνο από τους παράγοντες εμβάθυνσης της δημοκρατίας. Πέραν της αυτονόητης αναβάθμισης των προγραμματικών επεξεργασιών, απαιτούνται και άλλες ποιοτικές αλλαγές, που θα κάνουν την κομματική λειτουργία ελκυστική και τελικά περισσότερο αποτελεσματική.