Live τώρα    
23°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αραιές νεφώσεις
23 °C
21.5°C24.6°C
4 BF 34%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αυξημένες νεφώσεις
22 °C
20.8°C23.3°C
1 BF 40%
ΠΑΤΡΑ
Σποραδικές νεφώσεις
21 °C
21.0°C24.3°C
2 BF 56%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
21 °C
20.4°C20.8°C
3 BF 57%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
22 °C
19.5°C21.9°C
0 BF 40%
Η Ιστορία ως «σωματοφυλακή» της αλήθειας (α΄ μέρος)
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Η Ιστορία ως «σωματοφυλακή» της αλήθειας (α΄ μέρος)

«In wartime, truth is so precious that she should always be attended by a bodyguard of lies»

ή

«Στον πόλεμο η αλήθεια είναι τόσο πολύτιμη που θα πρέπει να επιτηρείται από μία σωματοφυλακή ψεύδους»

 

 

 

Winston Churchill

 

Τις τελευταίες εβδομάδες η νέα φωτιά στη Μέση Ανατολή έχει τροφοδοτήσει μύριες αναλύσεις που αγωνίζονται να βρουν τα αίτια που οδήγησαν στη σημερινή σύγκρουση. Ένας τρόπος με τον οποίο θα μπορούσαν να κατηγοριοποιηθούν είναι το πόσο πίσω στο παρελθόν αναζητούν αυτά τα αίτια. Άλλες ξεκινούν από το 1917 ή ακόμα παλιότερα, άλλες από το 1947 ή το 1967, ενώ άλλες μόλις από τις αρχές Οκτωβρίου του 2023. Πόσο πίσω θα πρέπει ή δεν θα πρέπει να πάει κανείς, έτσι ώστε να καταφέρει να κάνει μία αντικειμενική ανάλυση; Πόσο ευρεία, όχι μόνο σε χρονικό, αλλά και σε γεωγραφικό ορίζοντα θα πρέπει να είναι μία ανάλυση, ώστε να προσφέρει αν όχι τις σωστές απαντήσεις, τουλάχιστον τα σωστά ερωτήματα;

Με αφορμή τις σκοτεινές εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, θα θυμηθούμε την έναρξη ενός άλλου πολέμου, που ξεκίνησε την 1η Σεπτεμβρίου του 1939, σε μία προσπάθεια να αντιληφθούμε πόσο σημαντικό είναι το βάθος χρόνου το οποίο λαμβάνουμε υπόψη, όταν προσπαθούμε να ερμηνεύουμε μεγάλα ιστορικά γεγονότα. Σε αυτό το πρώτο μέρος θα παρουσιάσουμε μερικά κρίσιμα, κατά τη γνώμη μας, πραγματολογικά στοιχεία που περιγράφουν το ιστορικό πλαίσιο εντός του οποίου ξετυλίχθηκαν τα γεγονότα εκείνης της δραματικής περιόδου του καλοκαιριού του 1939. Στο δεύτερο μέρος, που θα φιλοξενηθεί στο επόμενο τεύχος, θα παρουσιάσουμε τις τελευταίες ημέρες του Αυγούστου του 1939 και τον τρόπο με τον οποίο στις μέρες μας επιμερίζονται οι ευθύνες της έναρξης εκείνου του πολέμου, που δεν είναι άλλος από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (Β΄ Π.Π.).

Ευρώπη, τέλη της δεκαετίας του 1930

Βρισκόμαστε στην Ευρώπη, στο έτος 1939. Η Ναζιστική Γερμανία έχει προσαρτήσει, το 1938, την Αυστρία και μέρος της Τσεχοσλοβακίας, της οποίας μέρη προσάρτησαν επίσης η Ουγγαρία και η Πολωνία. Ό,τι έδαφος δεν είχε προσαρτηθεί από τις τρεις αυτές χώρες ήταν υπό τον πλήρη έλεγχο της Ναζιστικής Γερμανίας, μέσω της δημιουργίας του λεγόμενου Προτεκτοράτου της Βοημίας-Μοραβίας. Με άλλα λόγια, στις παραμονές του Β΄Π.Π. δύο ευρωπαϊκές χώρες είχαν «εξαφανιστεί» από το χάρτη και βρίσκονταν υπό τον πλήρη άμεσο ή έμμεσο έλεγχο της Ναζιστικής Γερμανίας, ενώ μία τρίτη χώρα, η Αλβανία, έχει επίσης «εξαφανιστεί» από την Φασιστική Ιταλία το 1939.

Ο διαμελισμός της Τσεχοσλοβακίας είχε επισημοποιηθεί με τη λεγόμενη Συνθήκη του Μονάχου, που υπογράφηκε στις 30 Σεπτεμβρίου του 1938, από τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία, τη Ναζιστική Γερμανία και την Φασιστική Ιταλία. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο ο Άρθουρ Νέβιλ Τσάμπερλειν, πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας, περιχαρής ανακοίνωνε, άρτι αφιχθείς στη χώρα του, ότι η ειρήνη είχε εξασφαλιστεί μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας και της Ναζιστικής Γερμανίας. Τα λόγια που κλείνουν τη σύντομη ανακοίνωση που έβγαλε στο αεροδρόμιο αμέσως μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Μονάχου είναι τα εξής: “We regard the agreement signed last night and the Anglo-German naval agreement as symbolic of the desire or our two peoples never to go to war with one another again”ή, σε ελεύθερη απόδοση, στα Ελληνικά: «Θεωρούμε τη συμφωνία που υπογράφηκε χθες το βράδυ, καθώς και την αγγλο-γερμανική ναυτική συμφωνία, συμβολικές της επιθυμίας των λαών των δύο χωρών να μην πολεμήσουν μεταξύ τους ποτέ ξανά

Η συνθήκη αυτή θεωρείται ως μία από τις εμβληματικές, όσο και κατάπτυστες, πράξεις της «πολιτικής του κατευνασμού» που ακολουθούσαν Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία απέναντι στην ολοφάνερα αναθεωρητική στάση της Ναζιστικής Γερμανίας και της Φασιστικής Ιταλίας. Ως «πολιτική του κατευνασμού» ονομάζεται, στη διπλωματική ορολογία, η πρακτική πολιτικών ή υλικών παραχωρήσεων απέναντι σε μία επιθετική δύναμη, με σκοπό να αποφευχθεί στρατιωτική σύγκρουση. Συνεπώς, απλώς και μόνο η επικράτηση του όρου «πολιτική κατευνασμού» περιγράφει τη Ναζιστική Γερμανία και την Φασιστική Ιταλία ως, εν δυνάμει, επιτιθέμενες χώρες.

Η πολιτική του κατευνασμού έδωσε και άλλα διαπιστευτήρια, όπως η σταθεράουδέτερη στάση που κράτησαν Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία στις περιπτώσεις: (α) της εισβολής της Φασιστικής Ιταλίας στην Αιθιοπία (Οκτώβριος 1935), (β) της επιστράτευσης που, παραβιάζοντας τη Συνθήκη των Βερσαλλιών που υπογράφηκε μετά τη λήξη του Α΄ Π.Π., εφαρμόστηκε στη Ναζιστική Γερμανία το 1935, (γ) της εγκατάστασης του γερμανικού στρατού στην αποστρατικοποιημένη περιοχή της Ρηνανίας (νοτιοδυτική Γερμανία) το 1936, (δ) της ένωσης της Αυστρίας με τη Γερμανία το 1938 και (ε) της ανεμπόδιστης, βαθιάς εμπλοκής Ναζιστικής Γερμανίας και Φασιστικής Ιταλίας στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο (1936-1939).

Τραγική είναι η περίπτωση βομβαρδισμού της βασκικής πόλης της Guernica στις 26 Απριλίου του 1937 από γερμανικές και ιταλικές δυνάμεις, με συνδυασμό εκρηκτικών και εμπρηστικών βομβών. Ειρήσθω εν παρόδω, την ώρα που Βρετανικές και Γαλλικές κυβερνήσεις δεν έφεραν προσκόμματα στις πολεμικές επιχειρήσεις της Ναζιστικής Γερμανίας και της Φασιστικής Ιταλίας στον ισπανικό εμφύλιο, η Σοβιετική Ένωση έχανε μεγάλο μέρος του εμπορικού στόλου της στη Μεσόγειο. Σοβιετικά εμπορικά καράβια που προμήθευαν το Δημοκρατικό Στρατό της Ισπανίας και ξεκινούσαν από τον Εύξεινο Πόντο, τορπιλίζονταν από γερμανικά και ιταλικά υποβρύχια, ορισμένες φορές πριν καν προλάβουν να βγουν από το Αιγαίο. Συνεπώς, η πολιτική του κατευνασμού, είχε βάθος χρόνου.

Η κατευναστική στάση των δύο μεγαλύτερων δυνάμεων της Ευρώπης βοήθησε τη Ναζιστική Γερμανία να αποκτήσει την πεποίθηση ότι της είχε δοθεί η άδεια να «τακτοποιήσει» τις ευρωπαϊκές υποθέσεις που θεωρούσε ότι εκκρεμούσαν, προς απόλυτο όφελός της. Σημαντικότερη από αυτές ήταν η απόκτηση ενδοχώρας αντάξιας του ιστορικού ρόλου της Γερμανίας, όπως φυσικά τον αντιλαμβανόταν το Ναζιστικό Κόμμα, τα ισχυρά κέντρα εξουσίας στο στρατό και, φυσικά, οι γερμανικοί κεφαλαιούχοι. Το κλείσιμο αυτής ακριβώς της εκκρεμότητας προϋπέθετε την προσάρτηση στη Ναζιστική Γερμανία εδάφους της Σοβιετικής Ένωσης που έφτανε ως την οροσειρά των Ουραλίων (σημερινή Ουκρανία, Λευκορωσία και Δυτική Ρωσία), την κατάκτηση του περίφημου «Ζωτικού Χώρου», σύμφωνα με τη Ναζιστική ρητορεία.

Αξίζει να σημειωθεί, ότι ηκατάκτηση του Ζωτικού Χώρου δεν αποτελούσε απόρρητο σχεδιασμό της Ναζιστικής Γερμανίας. Ήταν στόχος που είχε καταγραφεί ανοιχτά στο πιο διάσημο προγραμματικό κείμενο του ναζισμού, βλέπε το βιβλίο «Ο Αγών μου» του Χίτλερ, και είχεεπαναδιατυπωθεί άπειρες φορές από τα έντυπα και τους δημοσιολόγους του Ναζιστικού κόμματος από τη δεκαετία ακόμα του 1920. Συνεπώς, η στόχευση προς τη Σοβιετική Ένωση, είχε βάθος χρόνου.

Ο ρόλος της Σοβιετικής Ένωσης

Κατά την περίοδο αμέσως μετά το τέλος του Α΄Π.Π. (1918), συμβαίνει η στρατιωτική επέμβαση εναντίον της αδημιούργητης ακόμα Σοβιετικής Ένωσης, που ενορχηστρώθηκε από τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία και τις ΗΠΑ. Στόχος ήταν η ανατροπή από την εξουσία του κόμματος των Μπολσεβίκων. Κατά τη διάρκεια του Σοβιετικού εμφύλιου πολέμου (1918-1922), αλλά και μετά τη λήξη του, με επικράτηση του κόμματος των Μπολσεβίκων (1922), η Σοβιετική ένωση αντιμετωπιζόταν από τις μεγάλες δυνάμεις ως κράτος παρίας. Για παράδειγμα, η Μεγάλη Βρετανία την είχε υπό ναυτικό κλοιό ως το 1921, ενώ την αναγνώρισε επίσημα ως κράτος το 1924, σχεδόν ταυτόχρονα με τη Γαλλία, ενώ οι ΗΠΑ την αναγνώρισαν το 1933. Συνεπώς, η εχθρότητα των μεγάλων δυτικών δυνάμεων προς τη Σοβιετική Ένωση, είχε βάθος χρόνου.

Αμέσως μετά την ανάθεση της πολιτικής ηγεσίας στον Χίτλερ (1933), η Σοβιετική Ένωση αναδείχθηκε ως ο ισχυρότεροςαντίπαλος του ναζισμού, τόσο σε πολιτικό όσο και σε ιδεολογικό επίπεδο. Σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο η Σοβιετική Ένωση πίεζε, ανεπιτυχώς, τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία για την ανάπτυξη ενός κοινού πολιτικού μετώπου εναντίον της Ναζιστικής Γερμανίας. Ήταν το λεγόμενο δόγμα της «Συλλογικής Ασφάλειας» που εκπροσωπούσε ο Μαξίμ Λιτβίνοφ, κομισάριος εξωτερικών υποθέσεων της Σοβιετικής Ένωσης και προκάτοχος του Σβιάτσεσλαβ Μόλοτοφ. Συνεπώς, οι πρωτοβουλίες της Σοβιετικής Ένωσης ενάντια στη Ναζιστική Γερμανία, είχαν βάθος χρόνου.

Αξίζει να σημειωθεί ότι Μεγάλη Βρετανία και Ναζιστική Γερμανία υπέγραψαν, το 1935,τη λεγόμενη Ναυτική Συμφωνία, η οποία επέτρεπε στη Ναζιστική Γερμανία να ναυπηγήσει πολεμικό στόλο συνολικού εκτοπίσματος ίσου με το 35% του αντίστοιχου Βρετανικού. Η συμφωνία αυτή εντασσόταν σε ένα πολύ ευρύτερο πλαίσιο συνεννοήσεων μεταξύ των δύο χωρών που αφορούσαν στη διευθέτηση σφαιρών επιρροής σε Ευρασία και Αφρική. Με άλλα λόγια, η Μεγάλη Βρετανία αναγνώριζε τη Ναζιστική Γερμανία ως τη μελλοντική μεγάλη ηπειρωτική ευρωπαϊκή δύναμη και θα της έδινε χώρο να ικανοποιήσει τις φιλοδοξίες της, όσο φυσικά αυτές δε θα προσέκρουαν με τα Βρετανικά οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα. Συνεπώς, η βαθιά συνεννόηση Μεγάλης Βρετανίας και Ναζιστικής Γερμανίας σε στρατηγικό επίπεδο, είχε βάθος χρόνου.

Το καλοκαίρι του 1939

Από την άνοιξη του 1939, με την πίεση της Σοβιετικής Ένωσης να συνεχίζει αμείωτη για την ανάπτυξη κοινού πολιτικού μετώπου ενάντια στη Ναζιστική Γερμανία, Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία ξεκινούν διπλωματικές συνομιλίες με τη Σοβιετική Ένωση. Μόνο που σε εκείνη τη συγκυρία, ξανά μετά από πρωτοβουλία της Σοβιετικής Ένωσης, οι συνομιλίες αποκτούν και το χαρακτήρα δημιουργίας κοινού στρατιωτικού σχεδίου, στην περίπτωση που, όπως όλα έδειχναν, η Ναζιστική Γερμανία περνούσε στην επίθεση.

Οι συνομιλίες αυτές μετατράπηκαν σε διελκυστίνδα μεταξύ Σοβιετικών που πίεζαν για στρατιωτική συνεργασία και Βρετανών και Γάλλων που καθυστερούσαν οποιαδήποτε λήψη απόφασης, περιοριζόμενες στη διατύπωση γενικών αρχών. Μάλιστα, Βρετανοί και Γάλλοι δεν καθυστερούσαν μόνο τις ίδιες τις συνομιλίες, αλλά και τη μετάβασή τους προς αυτές. Είναι παροιμιώδης η περίπτωση της μετάβασης στην τελευταία, όπως αποδείχθηκε, συνάντηση των αποστολών Βρετανών και Γάλλων με τους Σοβιετικούς, που έγινε στη Μόσχα στα τέλη του καλοκαιριού του 1939. Ενώ η Ευρώπη στην κυριολεξία μύριζε μπαρούτι, Βρετανοί και Γάλλοι ξεκίνησαν για τη Σοβιετική Ένωση με … εμπορικό καράβι που έκανε 11 ολόκληρες μέρες να φτάσει στο Λένινγκραντ.

Εκτός της ασάφειας προθέσεων Βρετανών και Γάλλων,εκτός της απαίτησης για μονομερείς εγγυήσεις εμπλοκής της Σοβιετικής Ένωσης, σε ενδεχόμενο πόλεμο, οι συνομιλίες προσέκρουαν και σε μερικά πολύ συγκεκριμέναστρατιωτικά ζητήματα. Ένα θεμελιώδες ήταν η στάση που κρατούσε η Πολωνία, η οποία θυμίζουμε είχε προσαρτήσει μέρος της Τσεχοσλοβακίας, μαζί με την Ουγγαρία και τη Ναζιστική Γερμανία. Το καλοκαίρι του 1939 ήταν περισσότερο από σαφές ότι η Ναζιστική Γερμανία επρόκειτο να εισβάλλει στην Πολωνία. Το κλειδί, λοιπόν, των συνομιλιών Βρετανών, Γάλλων και Σοβιετικών ήταν να εκπονηθεί συγκεκριμένη στρατηγική για την απώθηση των Γερμανών από το έδαφος της Πολωνίας.

Η Πολωνία αφενός αρνιόταν σταθερά τη διέλευση του Σοβιετικού στρατού από το έδαφός της, αφετέρου προέβλεπε εύκολη νίκη των πολωνικών έναντι των γερμανικών όπλων. Παρότι Βρετανοί και Γάλλοι αναγνώριζαν την ορθότητα, της σοβιετικής αξίωσης, καθώς και τον ανορθολογικό χαρακτήρα της αισιοδοξίας της πολωνικής κυβέρνησης, δεν βιάστηκαν να ασκήσουν την ισχυρότατη πειθώ που διέθεταν στην Πολωνία. Η παρελκυστική τακτική Βρετανών και Γάλλων θα τελείωνε γρήγορα και με εξαιρετικά άδοξο τρόπο.

Τον Αύγουστο διέρρευσαν, στο δυτικό τύπο, πληροφορίες για μυστικές συνομιλίες μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας και Ναζιστικής Γερμανίας, οι οποίες μάλιστα είχαν αποτύχει. Οι δύο κυβερνήσεις δεν είχαν συμφωνήσει στο μοίρασμα των σφαιρών επιρροής. Η επιτυχίες της Ναυτικής Συμφωνίας του 1935 και της Συνθήκης του Μονάχου του 1938 δεν έμελλε να επαναληφθούν το 1939. Αυτή η αποτυχία είχε εξουδετερώσει και την πρόταση της Μεγάλης Βρετανίας για σύναψη συμφώνου μη επίθεσης με τη Γερμανία, που θα διαδεχόταν το αντίστοιχο σύμφωνο που είχε υπογραφεί κατά τη Συνθήκη του Μονάχου το 1938, ασχέτως εάν δεν είχε ονομαστεί «Σύμφωνο μη Επίθεσης».

Η αποτυχία αυτής της άκρως μυστικής διαπραγμάτευσης, οδήγησε και τις δύο χώρεςνα απευθυνθούν στη Σοβιετική Ένωση. Ο Χίτλερ κινήθηκε πολύ πιο αποφασιστικά και γρήγορα. Πριν εφαρμόσει τον διαβόητο «κεραυνοβόλο πόλεμο», εφάρμοσε κεραυνοβόλο διπλωματία. Ενώ δευτεροκλασάτοι Βρετανοί και Γάλλοι διπλωμάτες κάλυψαν την απόσταση Λονδίνου-Μόσχας με ρυθμούς προ-βιομηχανικής περιόδου, όπως αναφέραμε, ο ίδιος ο υπουργός εξωτερικών της Γερμανίας ήταν διατεθειμένος να πετάξει στη Μόσχα αμέσως, για να συνάψει συμφωνία με τους Σοβιετικούς. Ήταν η πρώτη φορά που ο αλαζόνας Χίτλερ έσπαζε οποιοδήποτε διπλωματικό πρωτόκολλο, παρακαλώντας το Στάλιν να δεχτεί τον υπουργό εξωτερικών της Ναζιστικής Γερμανίας, Χοακίμ φον Ρίμπεντροπ. Η βιασύνη της Ναζιστικής Γερμανίας οφειλόταν στο γεγονός ότι η εισβολή στην Πολωνία είχε προγραμματιστεί για την 1η Σεπτεμβρίου του 1939.

Την παραμονή του ερχομού του Ρίμπεντροπ στη Μόσχα, στις 22 Αυγούστου 1939, η Γαλλική αποστολή ζήτησε να δει τον σοβιετικό στρατάρχη Βοροσίλοφ, ο οποίος ήταν ο συνομιλητής τους από πλευράς Σοβιετικής Ένωσης όλους εκείνους τους άκαρπους μήνες. Οι Γάλλοι είχαν στείλει οδηγίες, στις 21 Αυγούστου, να υπογράψουν στρατιωτική συμφωνία με του Σοβιετικούς, η οποία θα τους επέτρεπε να εισέλθουν στο πολωνικό έδαφος, παρά τη συνεχιζόμενη αντίθεση της Πολωνίας. Ο κύβος όμως είχε ριφθεί.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL