Live τώρα    
24°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
24 °C
22.0°C25.1°C
4 BF 42%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
23 °C
21.9°C24.8°C
3 BF 47%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
26 °C
23.8°C28.2°C
4 BF 38%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
21 °C
20.8°C23.2°C
4 BF 65%
ΛΑΡΙΣΑ
Σποραδικές νεφώσεις
24 °C
22.3°C23.9°C
4 BF 41%
Η ραδιενεργός κολυμβήθρα του Σιλωάμ
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Η ραδιενεργός κολυμβήθρα του Σιλωάμ

Πρίσμα

Σκοπός αυτού του άρθρου δεν είναι η παρουσίαση μιας κριτικής της ενδιαφέρουσας κινηματογραφικής ταινίας «Οπενχάιμερ», ως έργο τέχνης. Ούτε ο σχολιασμός του τρόπου με τον οποίο σκιαγραφείται η προσωπικότητα και παρουσιάζονται οι διάφορες αποφάσεις του Robert Oppenheimer. Αυτό το άρθρο επιθυμεί να αναδείξει ότι η συγκεκριμένη ταινία κινείται εντός του πολιτικώς ορθού αφηγήματος που αφορά στη λήξη του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου και, με αυτή την αφορμή, να παρουσιάσει ένα πολύ πιο πειστικό αφήγημα.

Το πολιτικώς ορθό αφήγημα υποστηρίζει ότι η καταστροφή δύο ιαπωνικών πόλεων από ένα εντελώς καινούριο και εξαιρετικά ισχυρό όπλο οδήγησε στην παράδοση άνευ όρων της Ιαπωνίας, που υποτίθεται ότι θα αμυνόταν μέχρις εσχάτων στην επερχόμενη επίθεση των ΗΠΑ, που είχε προγραμματιστεί να ξεκινήσει την 1η Νοεμβρίου του 1945. Συνεπώς, η χρήση των δύο ατομικών βομβών είχε τα εξής θετικά αποτελέσματα: (α) αποφεύχθηκε ο βαρύς φόρος αίματος που θα πλήρωναν οι ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ, (β) αποφεύχθηκε η παράταση των δεινών του ιαπωνικού λαού για απροσδιόριστα μεγάλο χρονικό διάστημα, μιας και κανείς δεν μπορεί να καθορίσει με βεβαιότητα πόσο θα διαρκούσε η επιχείρηση εισβολής των

ΗΠΑ στην Ιαπωνία. Το συγκεκριμένο όμως αφήγημα πάσχει από μερικά θεμελιώδη προβλήματα, που παρατίθενται παρακάτω.

Η «μοναδικότητα» των ατομικών βομβαρδισμών ως ιστορικός αναχρονισμός

Το πρώτο πρόβλημα σχετίζεται με τον πραγματικό αντίκτυπο που μπορεί να είχε η καταστροφή δύο μεσαίου μεγέθους ιαπωνικών πόλεων, της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι, στην πολιτική ηγεσία της Ιαπωνίας. Πιο συγκεκριμένα, το καλοκαίρι του 1945 η Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ πραγματοποίησε μια από τις πιο αμείλικτες εκστρατείες καταστροφής πόλεων στην ιστορία της ανθρωπότητας, με 68 πόλεις στην Ιαπωνία να έχουν δεχθεί σφοδρούς βομβαρδισμούς και να έχουν καταστραφεί είτε μερικώς είτε ολοσχερώς. Υπολογίζεται ότι 1,7 εκατομμύρια άνθρωποι έμειναν άστεγοι, 300.000 σκοτώθηκαν και 750.000 τραυματίστηκαν, μόνο εκείνο το καλοκαίρι του 1945. Από αυτές τις επιδρομές, 66 πραγματοποιήθηκαν με συμβατικές βόμβες– είτε εκρηκτικές είτε με συνδυασμό εκρηκτικών και εμπρηστικών – και δύο με ατομικές βόμβες. Παρότι η καταστροφή που προκλήθηκε στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι ήταν τεράστια, δεν αποτελούσε παρά ένα ακόμα επεισόδιο – και μάλιστα όχι το πιο τραγικό – στα δεινά της Ιαπωνίας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η νυχτερινή επίθεση στο Τόκιο που διενεργήθηκε στις 9 και 10 Μαρτίου του 1945, παραμένει η πιο καταστροφική επίθεση σε πόλη στην ιστορία του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου. Ισοπεδώθηκαν πάνω από 40 τετραγωνικά χιλιόμετρα της πόλης και 120.000 Ιάπωνες έχασαν τη ζωή τους. Οι ΗΠΑ, λοιπόν, κάνοντας αποκλειστική χρήση συμβατικών βομβών έκαναν τους βομβαρδισμούς της Δρέσδης και του Αμβούργου να ωχριούν.

Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι μόνο το καλοκαίρι του 1945, χωρίς δηλαδή να προσμετράται ο βομβαρδισμός του Τόκιο που προαναφέρθηκε, η Χιροσίμα ήταν η δεύτερη πόλη σε αριθμό θανάτων άμαχου πληθυσμού, η τέταρτη σε εμβαδό κατεστραμμένου αστικού ιστού και 17η σε ποσοστό έκτασης κατεστραμμένου αστικού ιστού. Δηλαδή, η καταστροφή της Χιροσίμα ήταν σαφώς εντός της τάξης μεγέθους που μπορούσε να προκληθεί με συμβατικά όπλα από τις ΗΠΑ. Σημειώνουμε ότι η καταστροφή του Ναγκασάκι ήταν μικρότερη, διότι η ατομική βόμβα εκεί δεν ευστόχησε με την ίδια ακρίβεια που είχε στη Χιροσίμα.

Αν, λοιπόν, κανείς προσπαθήσει να μπει στη θέση των αξιωματούχων της ιαπωνικής κυβέρνησης, θα πρέπει να γνωρίζει ότι εντός των τριών εβδομάδων που προηγήθηκαν των δύο βομβαρδισμών με ατομικές βόμβες, 26 ιαπωνικές πόλεις δέχθηκαν επίθεση, με οκτώ από αυτές να καταστρέφονται εξίσου ή περισσότερο από τη Χιροσίμα. Αν, λοιπόν, παραδόθηκε η Ιαπωνία λόγω της καταστροφής της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι, γιατί δεν παραδόθηκε όταν άλλες 66 πόλεις καταστράφηκαν, το ένα τρίτο εκ των οποίων σε μεγαλύτερο ποσοστό;

Η καταλυτική επίδραση της Σοβιετικής Ένωσης

Αν, λοιπόν, οι Ιάπωνες αξιωματούχοι δεν ασχολούνταν με τους δύο ατομικούς βομβαρδισμούς, με τι ασχολούνταν εκείνες τις μέρες του Αυγούστου του 1945; Αυτή η ερώτηση αγγίζει το δεύτερο πρόβλημα του πολιτικώς ορθού αφηγήματος. Με τίποτα λιγότερο από ευρύτερα στρατηγικά ζητήματα που σχετίζονταν αφενός με την δυσμενή πορεία του πολέμου και αφετέρου με την εξεύρεση τρόπων που θα απέτρεπαν μία άνευ όρων συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας, που απαιτούσαν οι Σύμμαχοι (βασικά ΗΠΑκαι Μεγάλη Βρετανία - η Σοβιετική Ένωση ήταν ακόμα ουδέτερη στον πόλεμο του Ειρηνικού).

Η Ιαπωνία βρισκόταν σε μία πολύ δύσκολη, αλλά όχι απολύτως απελπιστική στρατηγική κατάσταση έως την πρώτη εβδομάδα του Αυγούστου του 1945. Μπορεί να πλησίαζε το τέλος ενός πολέμου που χανόταν, είχε όμως έναν στρατό διόλου ευκαταφρόνητο με σχεδόν 4 εκατομμύρια ένοπλους, με 1,2 εκατομμύρια εξ αυτών να φρουρούν τα νησιά της Ιαπωνίας. Το κρίσιμο ερώτημα, συνεπώς, ακόμα και για τους πιο σκληροπυρηνικούς Ιάπωνες στρατηγούς ήταν το πως θα τερματιστεί ο πόλεμος με τους καλύτερους δυνατούς όρους.

Οι ηγέτες της Ιαπωνίας ήλπιζαν ότι θα μπορούσαν να βρουν έναν τρόπο να αποφύγουν τις δίκες για εγκλήματα πολέμου, να διατηρήσουν τη μορφή της διακυβέρνησης της ιαπωνικής αυτοκρατορίας και να διατηρήσουν μερικά από τα εδάφη που είχαν κατακτήσει, που στο απόγειο επέκτασης του ιαπωνικού ιμπεριαλισμού περιλάμβαναν την Κορέα, το Βιετνάμ, τη Βιρμανία, τμήματα της Μαλαισίας και της Ινδονησίας, ένα μεγάλο τμήμα της ανατολικής Κίνας και πολλά νησιά στον Ειρηνικό.

Είχαν καταστρωθεί δύο σχέδια, ένα διπλωματικό και ένα στρατιωτικό, με τα οποία οι Ιάπωνες ιθύνοντες πίστευαν ότι μπορούσαν να αποφέρουν ευνοϊκότερους όρους παράδοσης. Η Ιαπωνία είχε υπογράψει ένα πενταετές σύμφωνο ουδετερότητας με την Σοβιετική Ένωση τον Απρίλιο του 1941, το οποίο θα έληγε το 1946. Ένα μέρος της ιαπωνικής κυβέρνησης πίστευε ότι η ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης θα μπορούσε να πειστεί να μεσολαβήσει, σε διπλωματικό επίπεδο, για μια διευθέτηση μεταξύ των Συμμάχων και της Ιαπωνίας. Παρόλο που αυτό το σχέδιο δεν φαινόταν εύκολα πραγματοποιήσιμο, δεν ήταν ακατόρθωτο. Άλλωστε, θα ήταν προς το συμφέρον της Σοβιετικής Ένωσης να διασφαλίσει ότι οι όροι της διευθέτησης δεν θα ήταν πολύ ευνοϊκοί για τις ΗΠΑ, μιας και οποιαδήποτε αύξηση της επιρροής της στην Ασία θα σήμαινε μείωση της αντίστοιχης Σοβιετικής.

Στο στρατιωτικό επίπεδο, η Ιαπωνία σχεδίαζε να χρησιμοποιήσει τον στρατό της, για να προκαλέσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερες απώλειες στις δυνάμεις των Συμμάχων, όταν αυτές θα εισέβαλαν. Στην περίπτωση που θα το κατάφερναν υπήρχε η ελπίδα οι Σύμμαχοι να υπαναχωρήσουν από τις απαιτήσεις για άνευ όρων παράδοση. Συνεπώς, οι ιαπωνική ηγεσία δεν είχε κανένα πρόβλημα να θυσιάσει στρατό και άμαχο πληθυσμό για να διασφαλίσει όσο το δυνατόν λιγότερο επώδυνους όρους συνθηκολόγησης, που θα έπλητταν όσο το δυνατόν λιγότερο τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα της ιαπωνικής ελίτ. Το στρατιωτικό σχέδιο, όπως και το αντίστοιχο διπλωματικό, ήταν επίσης δύσκολα πραγματοποιήσιμο, αλλά δεδομένου ότι υπήρχε ανησυχία στους στρατιωτικούς κύκλους των ΗΠΑ ότι οι απώλειες στην περίπτωση μίας εισβολή θα ήταν τεράστιες, η στρατηγική της ιαπωνικής ανώτατης διοίκησης δεν ήταν παράλογη, μιλώντας με στρατηγικούς όρους.

Ωστόσο, η ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης είχε διαφορετική άποψη, κηρύσσοντας τον πόλεμο στην Ιαπωνία στις 8 Αυγούστου – η ημερομηνία έχει σημασία – και εισβάλλοντας στη Μαντζουρία, την περιοχή της Κίνας που είχε μετατρέψει η Ιαπωνία σε προτεκτοράτο της στην δεκαετία του 1930,στις 9 Αυγούστου, καθώς και στη νήσο Σαχαλίνη, στις 11 Αυγούστου. Συνεπώς, η Σοβιετική Ένωση, ρίχνοντας στον πόλεμο με την Ιαπωνία τη γιγάντια πολεμική μηχανή της, προφανώς δεν θα μπορούσε πλέον να ενεργήσει ως διπλωματικός μεσολαβητής.

Η επίδραση της κήρυξης του πολέμου από τη Σοβιετική Ένωση εκμηδένιζε τις πιθανότητες επιτυχίας και της στρατιωτικής λύσης. Η προέλαση του Κόκκινου Στρατού στη Μαντζουρία ήταν τόσο ραγδαία που το μόνο που την περιόριζε ήταν ο ανεφοδιασμός των σοβιετικών μονάδων σε καύσιμα. Επίσης, οι 100.000 σοβιετικοί στρατιώτες που εισέβαλαν στη νήσο Σαχαλίνη (βόρεια και σε απόσταση αναπνοής από την Ιαπωνία) είχαν διαταγές να προετοιμαστούν να εισβάλουν στο Χοκάιντο, το βορειότερο από τα νησιά της Ιαπωνίας, εντός δύο εβδομάδων. Οι Ιάπωνες ήταν αδύνατο να φέρουν σοβαρή αντίσταση στο Χοκάιντο, μιας και ο κύριος όγκος των ένοπλων δυνάμεών της ήταν μαζεμένος στο νοτιότερο νησί της Ιαπωνίας, διότι υπολόγιζαν ότι εκεί θα στόχευαν οι ΗΠΑ να ξεκινήσουν τη δική τους εισβολή.

Συνεπώς, η σοβιετική κήρυξη του πολέμου και η άμεση έναρξη των εχθροπραξιών ακύρωσε τις όποιες ελπίδες των Ιαπώνων ιθυνόντων τόσο σε διπλωματικό όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο. Η σοβιετική κήρυξη πολέμου άλλαξε επίσης και την ταχύτητα εξέλιξης του πολέμου στον Ειρηνικό. Οι ιαπωνικές υπηρεσίες πληροφοριών προέβλεπαν σωστά ότι οι δυνάμεις των Συμμάχων δεν θα εισέβαλλαν παρά σε μερικούς μήνες, από τον Αύγουστο του 1945. Οι σοβιετικές δυνάμεις, όμως, θα μπορούσαν να βρεθούν στην Ιαπωνική ενδοχώρα μόλις στα τέλη Αυγούστου. Ουσιαστικά, όπως ήταν γνωστό στους ηγέτες της Ιαπωνίας, η είσοδος της Σοβιετικής Ένωσης στον πόλεμο καθόριζε τη μοίρα της Αυτοκρατορίας.

Γιατί τελείωσε ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος τον Αύγουστο του 1945;

Άγαλμα

Οι ηγέτες της Ιαπωνίας είχαν επιδείξει πλήρη αδιαφορία για τους βομβαρδισμούς που κατέστρεφαν τις πόλεις τους για πολλούς μήνες. Είχαν υπολογίσει, σωστά όπως αποδείχθηκε και στην Ευρώπη, ότι οι βομβαρδισμοί πόλεων είχαν αμφισβητήσιμη στρατηγική αξία. Άλλωστε, μετά και τον βομβαρδισμό του Ναγκασάκι, στις 9 Αυγούστου, είχαν απομείνει μόλις9 πόλεις με πληθυσμό μεγαλύτερο των 100.000 κατοίκων που δεν είχαν βομβαρδιστεί. Τέσσερις από αυτές βρίσκονταν στο βορειότερο νησί του Χοκάιντο, το οποίο ήταν δύσκολο να βομβαρδιστεί λόγω απόστασης από τις στρατιωτικές αεροπορικές βάσεις των ΗΠΑ, ενώ το Κιότο, η αρχαία πρωτεύουσα της Ιαπωνίας, δεν αποτελούσε στόχο λόγω της θρησκευτικής και συμβολικής σημασίας του. Μία σημαντική «λεπτομέρεια» αποτελεί ότι η σοβιετική πολεμική αεροπορία δεν είχε εφαρμόσει την τακτική τυφλού βομβαρδισμού πόλεων. Οι λόγοι δεν έχουν να κάνουν μόνο με την αμφισβητούμενη στρατηγική αξία των βομβαρδισμών αυτού του τύπου, αλλά και σε βαθύτερα αίτια που αναλύονται στο βιβλίο του Θανάση Παπαρήγα «Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, Σκέψεις για μερικές πλευρές του» από τη Σύγχρονή Εποχή.

Έτσι, μετά τις 9 Αυγούστου παρέμειναν μόλις τέσσερις σχετικά μεγάλες πόλεις που θα μπορούσαν να χτυπηθούν με ατομικές βόμβες. Συνεπώς, δεν θα ήταν παράλογο να υποστηριχτεί ότι η συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας δεν οφειλόταν στους ατομικούς βομβαρδισμούς. Η έκταση της φρίκης που θα ακολουθούσε από τη δηλητηρίαση από ραδιενέργεια δεν αποτελούσε, εκείνη την περίοδο, τίποτα περισσότερο από μία επιστημονική υπόθεση, μιας και η ατομική βόμβα ήταν ένα πειραματικό όπλο. Συνεπώς, δεν φαίνεται ιδιαιτέρως πειστικό το επιχείρημα που αναφέρει αυτό ακριβώς ως παράγοντα που οδήγησε στην άνευ όρων συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας.

Το πολιτικώς ορθό αφήγημα, που φαίνεται να πάει κόντρα στη λογική, εξυπηρετούσε συγκεκριμένους πολιτικούς σκοπούς που ελάχιστα σχετίζονταν με την έκβαση του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου. Σχετίζονταν με την τύχη της μεταπολεμικής Ιαπωνίας, την επικοινωνιακή διαχείριση του τρόπου με τον οποίο οι ΗΠΑ διεξήγαγαν τον πόλεμο, καθώς και με τις κατακλυσμιαίες μεταβολές των γεωπολιτικών ισορροπιών σε πλανητική κλίμακα.

Πιο συγκεκριμένα, βοήθησε στη διατήρηση της νομιμότητας του Ιάπωνα αυτοκράτορα, για δύο λόγους. Πρώτον, ο πόλεμος θα χανόταν όχι λόγω λαθών της κυβέρνησης και του Αυτοκράτορα, αλλά εξαιτίας ενός απροσδόκητα καταστροφικού όπλου που έτυχε να το κατασκευάσει πρώτα ο εχθρός. Επίσης, η συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας ήταν ο μόνος τρόπος να σταματήσει η προέλαση του Κόκκινου Στρατού. Στην αντίθετη περίπτωση, η Σοβιετική Ένωση θα κατάφερνε να κερδίσει σημαντικά εδάφη της ιαπωνικής ενδοχώρας μετατρέποντάς την de facto σε συν-ρυθμιστή της πολιτικής κατάστασης στην Ιαπωνία. Κάτι τέτοιο πιθανότατα θα επέφερε μία κατάργηση του θεσμού του αυτοκράτορα και σε μία ευρωπαϊκού τύπου διαίρεση της Ιαπωνίας σε ζώνες επιρροής, κάτι που δεν ήθελαν ούτε η Ιαπωνία ούτε οι ΗΠΑ.

Η συνθηκολόγηση αμέσως μετά τους ατομικούς βομβαρδισμούς επέδρασε, επίσης, ως μία ραδιενεργός κολυμπήθρα του Σιλωάμ. Η Ιαπωνία είχε διεξαγάγει έναν κατακτητικό πόλεμο επιδεικνύοντας εξαιρετική σκληρότητα στους κατακτημένους λαούς, που σε πολλές περιπτώσεις έφτανε ή και ξεπερνούσε τις φρικαλεότητες της ναζιστικής Γερμανίας. Με την άνευ όρων συνθηκολόγηση η Ιαπωνία επαναπροσδιορίστηκε ως ένα έθνος που είχε θυματοποιηθεί από τη χρήση ενός όπλου που τρόμαζε ακόμα και τους κατασκευαστές του.

Το αφήγημα ότι η ατομική βόμβα κέρδισε τον πόλεμο ήταν ευπρόσδεκτο και από τις ΗΠΑ. Εκτός του ότι της επέτρεπε να έχει τον πρώτο λόγο στον «επανασχεδιασμό» της μεταπολεμικής Ιαπωνίας, της έδινε και ένα ισχυρό επικοινωνιακό χαρτί για εσωτερική κατανάλωση× ότι τα δύο δισεκατομμύρια δολάρια που χρειάστηκαν για την ανάπτυξη της ατομικής βόμβας ξοδεύτηκαν για καλό σκοπό και ότι η οι ΗΠΑ είχαν το όπλο που ασφαλίζει τους πολίτες της από οποιονδήποτε εξωτερικό εχθρό – βλέπε την, μόλις πριν ελάχιστο καιρό σύμμαχο, Σοβιετική Ένωση.

Σημείωση: Τα πραγματολογικά στοιχεία και η βασική επιχειρηματολογία που παρουσιάζονται εδώ έχουν βασιστεί στο άρθρο του Ward Wilson με τίτλο «The Bomb Didnt Beat Japan. Stalin Did.», που δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο του Foreign Policy Magazine το 2013.

Παναγιώτης Κάβουρας

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL