Η χαμηλόφωνη τόλμη. Έξι λυρικές ποιήτριες τού εικοστού αιώνα (συλλογικός τόμος), εκδόσεις Νίκας, σελ. 308
Κι οι ελάσσονες έσονται μείζονες, όταν η επίσημη φιλολογική επιστήμη και η καταξιωμένη κριτική σκέψη αποδείξει εμπράκτως ότι αξίζει να ενσκύψει κανείς στις σκονισμένες σελίδες βιβλίων χαμένων σε παλαιοβιβλιοπωλεία ή σε βιβλιοθήκες συλλεκτών που έχουν αποθάνει και τα κληροδότησαν ποιος ξέρει πού. Υπάρχουν βεβαίως κι οι ευεργετικές άυλες σελίδες τού Διαδικτύου, όπου όμως, όπως διαπίστωσα σε μια πρόσφατη εκδήλωση για την Παγκόσμια Ημέρα Ποιήσεως, μπορεί να αποδώσει κανείς στον Καρυωτάκη ποιήματα δικά του ή άλλων ομοιοπαθών, (αν-)αξιοπαθούντων.
Έξι καταξιωμένες συγγραφείς με οξύ κριτικό λόγο έρχονται να αποκαταστήσουν την τιμή και την ποιητική υπόληψη ισαρίθμων γυναικείων φωνών του περασμένου αιώνα. Αυτό κι αν είναι αθανασία.
Συγκινητικά ακριβές το κείμενο της Ανθούλας Δανιήλ για την πασίγνωστη στην εποχή της Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου, που επειδή δεν μπόρεσε ή δεν ήθελε να ακολουθήσει τα αισθητικά και τα ποιητικά ρεύματα της εποχής της δεν έσπασε το φράγμα του χωροχρόνου. Έντιμη και δεινή μελετήτρια των πολιτισμικών φαινομένων η Ανθούλα Δανιήλ, αποκαθιστά και τον αυτόχειρα Καρυωτάκη για την σατιρική επίθεσή του σε μία κατά τα άλλα αξιοπρεπή συγγραφέα, που δεν είχε δώσει δικαιώματα, αφού ήταν ιδιαίτερα συντηρητικός ο βίος και η πολιτεία της. Ίσως μάλλον γι’ αυτό, σκέφτομαι εγώ, να προσωποποιούσε τυχαία και συμπτωματικά ό,τι οι οργισμένοι νέοι ήθελαν να αμφισβητήσουν.
Αλλά και η Μυρτιώτισσα (Θεώνη Δρακοπούλου) «με κυρίαρχο τον τονικό ίαμβο στην ποίησή της, ακολουθεί την παράδοση και μένει μακριά από τον μεσοπολεμικό μοντερνισμό τόσο υφολογικά όσο και θεματολογικά. Αξιοποιεί ελάχιστα θέματα αντλημένα από την αρχαιότητα στην ποίησή της. Προσανατολισμένη στην ομορφιά της φύσης, ελάχιστα αναφέρεται στο αστικό τοπίο κι αυτό στις περιπτώσεις που αφορούν την Αθήνα, και ιδιαίτερα την Πλάκα» (σελ. 166).
Βλέπουμε λοιπόν ότι η νεοελληνική λογοτεχνία στο δεύτερο αιώνα από ιδρύσεως τού κράτους κυμαίνεται μεταξύ νεορομαντισμού, ηθογραφίας, νεοκλασικισμού, αρχαιολατρίας, πεσιμισμού, ηττοπάθειας (οι τόσες αλλεπάλληλες κρίσεις-πτωχεύσεις το δικαιολογούν).
Ελάχιστες κι ελάχιστοι ξεφεύγουν κι εγγράφουν διαχρονικές υποθήκες υπερβαίνοντας τα γλωσσικά και χωρικά όρια. Και δεν είναι απλώς θέμα γεωγραφικών συνόρων ή πολυγλωσσίας ο τρόπος που επιλέγουν να ζήσουν και να γράψουν οι λογοτέχνες. Παράδειγμα η ταξιδεμένη και φευγάτη Μαρία Πολυδούρη, που την μελετάει με επιστημονική μεθοδικότητα η Ζωή Κατσιαμπούρα, φιλοδωρώντας μας και με τη σημαντική βιογραφική «λεπτομέρεια», ότι συναντάει και συν-νοσηλεύεται με τον επίσης πνευμονοπαθή 19χρονο Γιάννη Ρίτσο στο σανατόριο τού Νοσοκομείου «Σωτηρία» το 1928. Εκεί, «όταν μαθαίνει τον Ιούλιο την αυτοκτονία του Καρυωτάκη, συνταράσσεται» (σελ. 67). Και ναι μεν ο Ρίτσος έζησε και μεγαλούργησε, η ανήσυχη ψυχάρα όμως της Μαρίας μετέστη εις τους ποιητικούς ουρανούς δύο χρόνια μετά, το 1930, σε τρυφερή (για την ποίηση) ηλικία μόλις 28 ετών.
Τα υπόλοιπα τρία κεφάλαια είναι αφιερωμένα στις: ΕΛΕΝΗ Σ. ΛΑΜΑΡΗ (1878-1912) (εισαγωγή - ανθολόγηση: Ασπασία Γκιόκα), ΑΙΜΙΛΙΑ ΔΑΦΝΗ (1881-1941) (εισαγωγή - ανθολόγηση: Τασούλα Καραγεωργίου), ΣΟΦΙΑ ΜΑΥΡΟΕΙΔΗ-ΠΑΠΑΔΑΚΗ (1905-1977) (εισαγωγή - ανθολόγηση: Χρύσα Ευστ. Αλεξοπούλου).
Φυσικά, είναι αδύνατον να αναπτύξουμε τα περιεχόμενα αυτού του πλούσιου σε ιστορικό και φιλολογικό υλικό τόμου. Αρκούμαστε στην δειγματοληπτική περιήγηση.
*Ο Κωνσταντίνος Μπούρας είναι ποιητής και δρ θεατρολογίας