ΜΑΝΙΑ ΜΕΖΙΤΗ, Αγαπημένε μου πατέρα, εκδόσεις Κουκκίδα, σελ. 14
Μια ποιητική σύνθεση που αφορά σε διεργασίες πένθους για την απώλεια του λατρεμένου πατέρα. Το εξώφυλλο κοσμείται από το πορτραίτο του ζωγράφου Burty Frank Haviland, έργο του Amedeo Modigliani (1914).
Η Μάνια Μεζίτη, μέσα από μια ολιγοσέλιδη σύνθεση, αποτελούμενη μόνο από οκτώ άτιτλα αποσπάσματα, με λόγο πεζόμορφο, λιτό, αφαιρετικό και πυκνό, μιλά για τη φροντίδα του αγαπημένου πατέρα με ψυχική διαταραχή και τον θρήνο της απώλειάς του. Δύσκολο εγχείρημα για μια κόρη να αποδώσει ποιητικά και μάλιστα μέσα σε τόσο λίγους στίχους την τραυματική και επώδυνη εμπειρία και τον συναισθηματικό δεσμό με τον λατρεμένο και ψυχικά ανήμπορο πατέρα και την απώλειά του. Και όμως η Μεζίτη το φέρνει εις πέρας, με ευαισθησία και κουράγιο, τρυφερότητα και γενναιότητα, οικονομία λόγου και ελεγχόμενο συναίσθημα, στοιχεία του ιδιαίτερου ποιητικού της τρόπου, πετυχαίνοντας ν’ αγγίξει βαθύτερες χορδές μας και να μοιραστεί μαζί μας όχι μόνο την οδυνηρή εμπειρία και το τραυματικό πένθος, αλλά και την σοφία που αποκόμισε.
Στην ποιητική σύνθεση αποτυπώνονται στιγμιότυπα της αλληλεπίδρασης και του συναισθηματικού κλίματος με τον ψυχικά «αλλού» πατέρα, ενώ σκιαγραφείται έκδηλα η συνθήκη Αντιπελάργησης, όπου οι ρόλοι αντιστρέφονται και το παιδί γίνεται ο γονέας του γονιού του, η οποία ωστόσο διαμορφώνεται και εκφράζεται με έναν ιδιαίτερο τρόπο λόγω της ψυχικής διαταραχής του πατέρα. Πόσο καλά ανταποκρίνεται το ενήλικο παιδί στη στήριξη του ψυχικά πάσχοντος γονιού και πώς διαχειρίζεται το βαρύ πένθος μέσα σε μια τέτοια συνθήκη αλήθεια; Πόσο επιδρούν τα αισθήματα ενοχής, που ανακύπτουν λόγω επιπρόσθετης επιβάρυνσης της επικοινωνίας και αμοιβαίας κατανόησης, τα οποία μπορεί να μπλοκάρουν τις εκδηλώσεις εγγύτητας και στήριξης, όπως και τις διεργασίες θρήνου και πένθους; «ήταν ανυπόφορος. και όμως τρυφερός. επιπλέον, υπήρξε ιδιαίτερα όμορφος» (σ. 7) γράφει η Μεζίτη σκιαγραφώντας την εσωτερικευμένη εικόνα του πατέρα, αφήνοντας παράλληλα να αναδυθεί η συναισθηματική αμφιθυμία του ποιητικού υποκειμένου σε σχέση με τον πατέρα, αλλά και να αναδειχθούν συνειρμικές καταδύσεις σε λιβιδινικές και οιδιπόδειες αναπαραστάσεις και φαντασιώσεις. Άλλοτε πάλι ο φόβος της απώλειας, το πένθος πριν το πένθος εκφράζεται με έναν σπαρακτικό τρόπο: «Μπαίνω στο φέρετρο/ και σε περιμένω/ μένω εκεί/ μην τύχει και συμβεί/ άμα λείπω» (σ. 12).
Θα ήθελα να σταθώ σε δυο σημεία της ποιητικής σύνθεσης: Αρχίζοντας από το τέλος, όπου η Μεζίτη ολοκληρώνει την ποιητική σύνθεση με τους ακόλουθους στίχους: «Ο πατέρας, βλέπετε, υπήρξε αρδευτικό έργο. Από / κει ποτίζονταν τα ποιήματα.» (σ. 14). Πρόκειται για μια δήλωση ποιητικής, κυρίως όμως αφορά στην σκιαγράφηση του γονικού ρόλου και του συναισθηματικού αποτυπώματος στο παιδί, θρηνώντας τον στην προσπάθεια να συμφιλιωθεί με την οδύνη της απώλειας και ν’ απαλύνει τον πόνο. Οι στίχοι αυτοί αφορούν σε μια διπλή μεταφορά, όπου η εικόνα και η αίσθηση του πατέρα εκφράζονται μέσα από την παρομοίωσή του ως αρδευτικό έργο, ως πηγή ζωής και ανάπτυξης δηλαδή του παιδιού του, το οποίο αποτελεί ένα ποίημα ύπαρξης, αλλά επίσης και ως πηγή έμπνευσης και δημιουργίας λεκτικού ποιήματος. Γιατί τί άλλο αποτελούν τα παιδιά για τους γονείς, αν όχι ποιήματα/υπάρξεις, όπως και τα λεκτικά ποιήματα που γράφουν οι ποιητές, παιδιά στο προκείμενο, εμπνεόμενοι από την γονική μορφή του πατέρα/γεννήτορα, ο οποίος αποτελεί έναν από τους δυο πρωταρχικούς «Σημαντικούς άλλους» και ο οποίος τους «αρδεύει» μέσα από το συναισθηματικό δεσμό μαζί τους, που εγχαράσσεται στο βαθύτερο «είναι» της ψυχοσυναισθηματικής αλλά και της ψυχοκοινωνικής υπόστασής τους επιδρώντας στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς τους και στην ψυχοσυναισθηματική και κοινωνική ζωή τους;
Επίσης, στην υποσημείωση στην έβδομη σελίδα, γράφει: «Να αγαπάτε τους ανθρώπους με ψυχικές παθήσεις. Συνήθως δεν είναι χρήσιμοι. Αλλά είναι εδώ. Συχνότατα δείχνουν ιδιαίτερα κουραστικοί. Αλλά είναι εδώ. Σπανίως μπορούν να εκφράσουν κατανοητά αισθήματα. Αλλά είναι εδώ. Αρκεί έστω ένας να τους αγαπήσει». Είναι αισθήματα ενοχής που γενούν την ποιητική υποσημείωση ή βαθιά επίγνωση μετά την επώδυνη βίωση της οδυνηρής, ιδιάζουσας και κοπιαστικής συνθήκης, μήπως και τα δυο ή μήπως και κάτι άλλο; Σε κάθε περίπτωση, μ’ αυτή την υποσημείωση η ποιήτρια επιλέγει να κάνει έκκληση για συμπόνια και έγνοια προς τους ψυχικά πάσχοντες συνανθρώπους μας, διαμηνύοντας την πιο σημαίνουσα πανανθρώπινη ανάγκη και αλήθεια. Αυτή της αίσθησης και προσδιορισμού της ύπαρξής μας μέσω της αγάπης του Άλλου, μέσω της αγάπης που δεχόμαστε από τον Άλλον, μέσω της αγάπης. Την πανανθρώπινη ανάγκη να μας αγαπούν για να μπορούμε να υπάρχουμε και να αγαπάμε. Αυτό δεν είναι το ζητούμενο άλλωστε; Παραφράζοντας λοιπόν την καλή ποιήτρια Μάνια Μεζίτη, θα έλεγα: «Ναι! Είμαστε εδώ αρκεί έστω και ένας να μας αγαπήσει».
* Η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη είναι κλινική ψυχολόγος και συγγραφέας