Μ’ ένα μπαμ-μπαμ διπλόηχον το βράδυ
καταπέλτης κόβει ξεκόβει δειλινού
μήδ’ όλων τών χρωμάτων ξανοίγεται
του σκοτεινού παγιώνεται στο μαύρον
μα η γερακίνα γης αντίς νερό τον θρέφει στο
μαντάτον «πόσα βραχιόλια περασιάς πώς και
εκκινείς αλύσων στο εδώ καυκάσιον τί περνάς»
(μόνος προμήθωσα φωνής ντοκ πάνορμον το σθένος)