Ο Γιώργος Μαρκόπουλος έγραψε ένα εξαιρετικό δοκίμιο, στο οποίο παρακολουθεί την ποιητική πορεία του Κώστα Παπαγεωργίου, μέσα, κυρίως, από μια ψυχολογική προσέγγιση. Εξαιτίας της βραχύτητας του σχολίου μου, δυστυχώς, θα αδικήσω τον πρώτο, ώστε να χωρέσουν τα βασικά που θέλω να πω για τον δεύτερο. Θα παραθέσω μόνο ένα απόσπασμα, από το δοκίμιο του Μαρκόπουλου, το οποίο αναφέρεται στη συλλογή Ραμμένο στόμα και αποτέλεσε την αφορμή για όσα ακολουθούν: «είναι ένα βιβλίο ενδεικτικό της αγωνίας του δημιουργού μπροστά στον κίνδυνο της σιωπής […] στο ενδεχόμενο να μην έχει άλλη καταφυγή πέρα και έξω από το βιολογικά προσδιορισμένο από τη φύση σώμα του» (24-25).
Κατά την τελευταία φάση της γραφής του, ο Παπαγεωργίου μετέτρεπε, όλο και συστηματικότερα, τη στιχική διάταξη των ποιημάτων του σε πεζόμορφη. Μετέβαινε, θα έλεγα, από ένα οιονεί τρισδιάστατο σχήμα σε ένα εντελώς δισδιάστατο, σε ποίηση επάνω σε ένα πεδίο. Σε μια επιφάνεια, όπου αποτυπωνόταν η τελική του εξέλιξη, μετά τις δοκιμές, τις αποτυχίες και τις επιτυχίες, κατά τους πειραματισμούς του στην έκφραση. Η επιλογή της πεζής μορφής πρόσφερε, μεταξύ των άλλων, δύο βασικά πλεονεκτήματα: Αναδείκνυε, κατ’ αρχάς, την εικονοποιία, σε εκθετικό βαθμό, αφού η επιφάνεια των ποιημάτων λειτουργούσε ως μια οθόνη εικόνων. Οι τελευταίες, μάλιστα, βρίσκονταν σε κίνηση, σε εναλλαγή, σε μεταβολή, πράγμα το οποίο καθίστατο δυνατό, χάρη στην αφαιρετική αφήγηση και χάρη σε αυτό το οποίο ονομάζω «παρατακτική υπόταξη»: Τη συρραφή, δηλαδή, στο μήκος μιας μεγάλης περιόδου, διαδοχικών φράσεων, κύριων και δευτερευουσών προτάσεων, ανάμεσα στις οποίες οι ραφές σβήνονταν, μέσω της αστιξίας. Διαμορφωνόταν, έτσι, ένα ρευστό κειμενικό ταμπλό, το οποίο ευνοούσε τον ολοένα διαφορετικό τρόπο της κατανόησης των φράσεων και των προτάσεων και πριμοδοτούσε, συνακόλουθα, τη δημιουργία νέων, εφήμερων εικόνων. Κατά δεύτερον, η επιφάνεια κάθε ποιήματος αντιπροσώπευε τη λανθάνουσα αφήγηση για την πλήρωση του κενού από τον λόγο, γιατί η σελίδα καταλαμβανόταν, σε μήκος και σε πλάτος, από τη γραφή.
Αυτό το αποτέλεσμα ενός κειμένου το οποίο είχε εφήμερο και διαφεύγον νόημα και αντιστεκόταν στο κενό εξυπηρετούσε, με επάρκεια, το αισθητικό πρόταγμα της τελευταίας ποιητικής φάσης του Παπαγεωργίου. Πρόταγμα το οποίο αντιστοιχούσε σε έναν συνδυασμό της θεωρίας για την επικοινωνία του Niklas Luhmann με τους “hommes-récits” του Tzvetan Todorov. Σύμφωνα με τον Luhmann, κατά την επικοινωνιακή διαδικασία, η κατανόηση δεν έγκειται στην ορθή πρόσληψη ενός μηνύματος αλλά, απλώς, στην επιβεβαίωση, από τον δέκτη, ότι ο πομπός έστειλε κάποιο μήνυμα. Η σημασία, άρα, βρίσκεται στο άνοιγμα της επαφής με τον άλλο. Ο Todorov, πάλι, επινόησε τον όρο “les hommes-récits”, «οι άνθρωποι-αφηγήσεις», αναφερόμενος σε χαρακτήρες, των οποίων η ύπαρξη εξαρτάται από τη συνέχιση των ιστοριών που διηγούνται. Εν προκειμένω, η ζωή ταυτίζεται με τον λόγο, ο θάνατος με τη σιωπή. Ο Παπαγεωργίου, λοιπόν, με τα πεζόμορφά του ποιήματα, επεδίωξε τη δημιουργία κειμένων τα οποία κρατούν μόνιμα ανοιχτό τον δίαυλο της ομιλίας προς τον άλλο. Μέσα από την αφαιρετική αφήγηση και την παρατακτική υπόταξη, παρά το πλήθος των επάλληλων ή διασταυρούμενων εικόνων και νοημάτων, το μοναδικό μήνυμα, το οποίο, στην ουσία, εκπέμπεται, είναι: «Παραμένω εδώ, και μετά θάνατον, και συνεχίζω να σου μιλώ».
*Ο Παναγιώτης Βούζης είναι κλασικός φιλόλογος και ποιητής