Ο πόλεμος μας βρήκε ύπουλα
Δεν προγραμματιζόταν ούτε καν να πλησιάσουμε τις εμπόλεμες ζώνες. Άρα, νομίζαμε, δεν θα συναντούσαμε τον ίδιο τον πόλεμο - άλλο θέμα αν ξαφνικά βομβαρδιζόταν ξανά το Κίεβο. Ο πόλεμος όμως μας συνάντησε αυτός, όχι με τα πιο γνωστά του πρόσωπα, αλλά πάντως εκκωφαντικά εύγλωττα.
Πρώτα-πρώτα στην πλατφόρμα του τρένου στο Χελμ, στην Πολωνία, όπου περάσαμε από το πολωνικό στο ουκρανικό τρένο. Η αποβάθρα -και στη συνέχεια τα βαγόνια- ήταν σχεδόν αποκλειστικά γεμάτα από πολλές δεκάδες νέες γυναίκες, νέες μητέρες, οι περισσότερες με μικρά παιδιά, κάποια βρέφη, άλλα νήπια, όχι κακοντυμένες, ούτε και πλούσιες. Πέντε-έξι ηλικιωμένοι άνδρες όλοι κι όλοι και τέσσερις αλλοδαποί: εμείς. Το πλήθος περίμενε εντυπωσιακά ήσυχο, χωρίς τον ανθρώπινο βόμβο κάθε γεμάτης αποβάθρας τρένου πριν την αναχώρηση. Ήταν πρόσφυγες που επέστρεφαν στα σπίτια τους. Γιατί να είχαν φύγει άραγε; Και τώρα, στο «νόστιμον ήμαρ», γιατί αυτή η σοβαρή σιγή, γιατί όχι χαρούμενες φωνές;
Στο Κίεβο, ο πόλεμος μας συνάντησε αρχικά με τη μορφή της απουσίας ξένων επισκεπτών. Γιατί να μην είναι γεμάτη με ξένους επισκέπτες, όπως της αξίζει, μια πανέμορφη πόλη, ικανή να ανταποκριθεί σε κάθε είδους προτιμήσεις, με πανέμορφους ανθρώπους, χρυσούς τρούλους στις εκκλησίες της και χρυσή λάμψη τις νύχτες της; Γιατί από τις 11 το βράδυ να τα κλείνουν όλα;
Ο πόλεμος μας βρήκε και με τον τρόπο που λειτουργούσε η κανονικότητα της πόλης: όλα στο Κίεβο λειτουργούσαν κανονικά, εστιατόρια, μπαρ, καταστήματα, σούπερ μάρκετ, ταξί, διαφημίσεις, φώτα, αυτοκίνητα (εντυπωσιακά πολλά απ΄ αυτά πανάκριβα, ολοκαίνουργια, επώνυμα και μεγάλου κυβισμού), πού και πού και μικρό μποτιλιάρισμα, βιαστικοί πεζοί πηγαίναν στις δουλειές τους, όλ’ αυτά όμως ανάμεσα σε σακιά γεμάτα χώμα στοιβαγμένα σε σωρούς μπροστά σε κάθε δημόσιο ή γενικά μεγάλο κτήριο (και μέσα σε όσα επισκεφθήκαμε) -δηλαδή πρακτικά παντού-, σιδερένια αντιαρματικά κωλύματα σε πολλούς δρόμους, όπως σχεδόν σε κάθε διασταύρωση της μνημειακής, σοβιετικά γιγαντιαίων διαστάσεων, λεωφόρου Σεβτσένκο, ευγενικά αγέλαστοι, πάνοπλοι και άψογοι στην εμφάνιση φρουροί σε κάθε δημόσιο ή δημόσιου ενδιαφέροντος κτήριο, ένας συναγερμός που διήρκεσε λίγο αλλά δεν επηρέασε την λειτουργία της πόλης. Μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ εκτιθέμενα μερικά από τα κατεστραμμένα πυροβόλα, άρματα και αυτοκίνητα των εισβολέων μαρτυρούν άμεσα την αγριότητα της σύγκρουσης και την αποφασιστικότητα της ουκρανικής άμυνας. Κάθε τόσο κάτοικοι, συνήθως γυναίκες με τα παιδιά τους, φωτογραφίζονταν μπροστά τους, πάνω τους, μέσα τους, σε ανάμνηση και υπόμνηση, αλλά σιωπηλοί, πολύ σιωπηλοί. Η πόλη λειτουργούσε μέσα σ’ όλα αυτά και συμπεριφερόταν σαν να μην υπήρχαν.
Μπούτσα και Ιρπίν
Στην Μπούτσα φτάσαμε μέσα από απανωτά μπλόκα, αλλά με σποραδικούς μόνο ελέγχους. Η εκκλησία με τα μνήματα των νεκρών που βρέθηκαν στον ανατριχιαστικά γνωστό ομαδικό τάφο ήταν κλειστή, δεν την είδαμε. Έτσι ο πόλεμος μας προϋπάντησε στο ισόγειο μιας κομματιασμένης πολυκατοικίας. 100-120 τετραγωνικά, ταβάνι, τοίχοι, πάτωμα κατάμαυρα κι αποκαΐδια. Το πάτωμα σκεπασμένο, 5-6 ή και περισσότεροι πόντοι πάχος, με καμένα κομμάτια από ξύλο, γυψοσανίδα, πλακάκια, γυαλιά, σοβάδες και σίδερα μαύρα και στραβωμένα. Στο μπάνιο μισοκαμένο ρολό από χαρτί τουαλέτας, κομμάτια καθρέφτη, σε ένα μικρότερο δωμάτιο πεταμένα βιβλία και τετράδια, μισοκαμένα κι αυτά. Πάνω σε κάτι που κάποτε θα ήταν μαθητικό γραφείο ένα καταμαυρισμένο laptop με χυμένα, σαν έντερα ξεκοιλιασμένου ζωντανού, μαύρα καλώδια, παραδίπλα ο καψαλισμένος σκελετός μιας πολυθρόνας, αστικής, όχι πλούσιας, με μαυρισμένα ξεσκλίδια κρεμασμένα πάνω του. Ό,τι απόμεινε από ένα κομό, άδειο, μπροστά σε θρυμματισμένα πιατικά. Κανείς δεν θα μπορούσε να κουνήσει τα γυαλικά στα ράφια, γιατί τα γυαλικά ήταν κομμάτια και τα ράφια αποκαΐδια.
Στο βομβαρδισμένο διαμέρισμα ο πόλεμος μας συνάντησε πολύ πιο ύπουλα, επειδή δεν άφησε μόνο στάχτες. Αν όλα ήταν στάχτες, θα είχαν χαθεί οι αρχικές μορφές των πραγμάτων. Με το να μείνουν κομμάτια και αποκαΐδια από τις αρχικές τους μορφές, τα πράγματα δεν χάθηκαν, ήταν εκεί, για να μας θυμίζουν τις ζωές που φιλοξένησαν και την τύχη που ίσως συνάντησαν οι ζωές αυτές. Να υπάρχουν άραγε κάπου; Μισοκαμένες ή μήπως μόνο στάχτες;
Μας συνάντησε όμως και η ζωή
Η ζωή μάς συνάντησε στην Μπούτσα και στο κοντινό Ιρπίν - θέατρα ακρότατων αγριοτήτων μέχρι πριν από τέσσερις μήνες. Τέσσερις μόλις μήνες από την αποχώρηση των εισβολέων, οι πόλεις είναι ξανά ζωντανές. Την κόλαση που πέρασαν τη θυμίζουν διάτρητες από σφαίρες αυλόπορτες και τοίχοι, διάσπαρτα σπασμένα παράθυρα κλεισμένα με μουσαμάδες ή κόντρα πλακέ, μια μισογκρεμισμένη εκκλησία, το μαυρισμένο διαμέρισμα σε μια πολυώροφη πολυκατοικία όπου τα άλλα διαμερίσματα φαίνονταν απείραχτα. Η ξανακερδισμένη ζωή όμως βρίσκεται εκεί, στους ανθρώπους, στα αυτοκίνητα, όχι πολλοί και όχι πολλά, αλλά και όχι λίγοι και λίγα, στους ανοιχτούς και πεντακάθαρους δρόμους, στα πολλά, πάρα πολλά σπίτια χωρίς κανένα ίχνος από τον χαμό που πέρασε δίπλα ή και πάνω τους, σε ένα εργοτάξιο που διορθώνει εντατικά ένα σούπερ μάρκετ, στο ευγενικό (και σκληρό) πρόσωπο του νεαρού μπάρμαν στο καφέ-μπαρ που σταματήσαμε. Δύο από τα παράθυρά του είχαν αντί για τζάμια φελιζόλ, αλλά το τσάι του μοσχοβολούσε και το Wi-Fi του έδινε ισχυρότατο σήμα.
Η ζωή μάς συνάντησε στο Κίεβο στα πρόσωπα των ανθρώπων που κινούνταν και συμπεριφέρονταν σαν να μην υπήρχαν καν τα σακιά με την άμμο, τα αντιαρματικά, η απαγόρευση κυκλοφορίας. Γιατί όμως; Δεν ήταν ούτε μοιρολατρία, ούτε παραδοχή. Πείσμα ήταν, πείσμα ότι όχι, αυτά δεν θα με εμποδίσουν σε τίποτα, κι όποιος νομίσει ότι θα σταματήσουν το πείσμα μου για ζωή μάταια το νομίζει.
Στο Κίεβο, απέναντι από τον κεντρικό σταθμό, η ζωή μάς ξεπροβόδισε πολύ γλυκά από το λαμπερό και θορυβώδες πωλητήριο της εταιρείας ζαχαροπλαστικής Roshen (του πρώην Προέδρου Ποροσένκο, εξού και Roshen. Λειτουργούσε από τα σοβιετικά χρόνια, εκεί ακριβώς και με τα ίδια και υψηλής όπως τότε ποιότητας προϊόντα, μόνο πού τότε το λέγανε Karl Marx, μας ψιθύρισαν γελώντας πονηρά η Ντάρια και η Μαρίνα). Λίγο πριν περάσω τον δρακόντειο έλεγχο για να μπω στο τρένο της επιστροφής αγόρασα κάμποσα από τα προϊόντα του. Αρκετούς πικραμένους φίλους έχω - ίσως τους γλυκάνω λίγο.
* Ο Γιάννης Ζ. Δρόσος είναι ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών
** Ο πρόεδρος του Δ.Σ. του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Δημοσίου Δικαίου (EPLO) Σπύρος Φλογαΐτης, ο Πορτογάλος καθηγητής José Manuel Sérvulo Correia (84 ετών!) και εγώ, με προσωπική μας απόφαση και δαπάνες, ανταποκριθήκαμε στην πρόσκληση του Οργανισμού να μεταβούμε, στις 31 Αυγούστου και την 1η Σεπτεμβρίου 2022, στην εμπόλεμη Ουκρανία με σκοπό την έμπρακτη συμπαράσταση στη χώρα και στον λαό της και την προετοιμασία μορφών συνεργασίας μας για την ευρωπαϊκή προοπτική στην εποχή της ειρήνης. Μας συνόδευσε η Ελισάβετ Κοτζιά. Το άρθρο αυτό, όπως και ένα επόμενο που ακολουθεί, εκπληρώνει μια οφειλή δημοσιότητας για την υποστήριξη ενός δύσκολου αγώνα και την κατανόηση μιας εξαιρετικά περίπλοκης συνθήκης.