Live τώρα    
21°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
21 °C
20.0°C21.3°C
5 BF 55%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
20 °C
17.4°C21.6°C
1 BF 60%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
23 °C
22.7°C23.2°C
4 BF 44%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Αραιές νεφώσεις
19 °C
18.8°C22.7°C
5 BF 72%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
19 °C
18.5°C19.0°C
2 BF 68%
Όλγα Μπακομάρου στην «Α» / Η δημοσιογραφία είναι καθρέφτης της εποχής της
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Όλγα Μπακομάρου στην «Α» / Η δημοσιογραφία είναι καθρέφτης της εποχής της

1345608260.jpg
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Τότε που οι εφημερίδες και τα περιοδικά ήταν μέρος της καθημερινότητάς μας σπεύδαμε να διαβάσουμε κάθε συνέντευξη που είχε πάρει. Είχε τον τρόπο της η γνωστή δημοσιογράφος να κάνει τέχνη μέσα στη διακεκαυμένη ζώνη της επικαιρότητας. Από τις σελίδες της Ελευθεροτυπίας και του περιοδικού Γυναίκα σκιαγραφούσε κάθε φορά το γεγονός αλλά και τον άνθρωπο πίσω και πέρα απ’ αυτό. Σπουδαίες γυναίκες και άντρες, πρωθυπουργοί, αρχηγοί κομμάτων, καλλιτέχνες, διανοούμενοι, ακόμα και κακοποιοί αποτύπωσαν τις σκέψεις, τα σχέδια, τις απόψεις τους στο δημοσιογραφικό κασετοφωνάκι της. Κι εκείνη, κάτι ανάμεσα σε ψυχαναλυτή και γητευτή, αναμφίβολα γνώστρια του προσώπου και του θέματος που απασχολούσε την ειδησεογραφία της εποχής, αντλούσε την είδηση και ταυτόχρονα τροφοδοτούσε τον ιστορικό του μέλλοντος. Αυτά σκεφτόμουν καθώς διάβαζα το βιβλίο της «Αριστερά κάποτε... 16+1 συνεντεύξεις» (εκδόσεις Αρμός), στο οποίο δημοσιεύονται συζητήσεις της με γνωστούς ανθρώπους της Αριστεράς, μεταξύ των οποίων ο Ηλίας Ηλιού, ο Λεωνίδας Κύρκος, ο Μανώλης Γλέζος, ο Μπάμπης Δρακόπουλος, η Έλλη Παππά, η Αλέκα Παπαρήγα και φυσικά ο Μίκης Θεοδωράκης.

«“Άντε τώρα να πάρεις συνέντευξη απ’ αυτόν τον θρύλο” σκεφτόμουν. Αυτή τη δουλειά δεν την έκανα ούτε για τη δόξα ούτε για τα λεφτά, που άλλωστε ποτέ δεν έβγαλα. Αυτή τη δουλειά την έκανα επειδή την αγαπούσα» είναι από τις πρώτες κουβέντες της Όλγας Μπακομάρου. Χειμαρρώδης και ευγενής, δημιουργεί αμέσως συνθήκη οικειότητας. Καθώς συνομιλούμε, πρόσωπα και μνήμες ξεδιπλώνονται ανάγλυφα, αλλά και μια ολόκληρη εποχή με τα πάθη και τα παθήματα της Αριστεράς, με τους υπέροχους ανθρώπους της. Κι ανάμεσά τους, αυτή η σπουδαία κυρία της δημοσιογραφίας, μια γυναίκα ταλαντούχα, ευγενής και πρόθυμη πάντα να μοιραστεί τη χαρά της επικοινωνίας, της γνώσης, της συνάντησης. Μια γυναίκα που δεν φοβάται να αγαπάει τους ανθρώπους.

«Η Αριστερά είναι ιδέα» γράφεις στην εισαγωγή σου. Αλήθεια, μια ιδέα χωράει, μπορεί να σκιαγραφηθεί μέσα από 16+1 συνεντεύξεις;

Ναι, και βέβαια μπορεί. Όπως σημειώνω και στον πρόλογο του βιβλίου, οι 16 αυτές συνεντεύξεις με πρόσωπα της «παλιάς» Αριστεράς φωτίζουν και ξαναφέρνουν στο παρόν ένα κομμάτι της Αριστεράς του «κάποτε» απέναντι στην Αριστερά του «τώρα». Νομίζω πως αυτή την ώρα, που η Αριστερά δοκιμάζεται πάλι, το βιβλίο αυτό, εκτός από επίκαιρο, μπορεί να είναι και χρήσιμο.

Ποια είναι η χρησιμότητά του;

Πιστεύω ότι πάντα είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε την ιστορία του τόπου μας και τον ρόλο που έπαιξαν οι πρωταγωνιστές στο παρελθόν. Είναι χρήσιμο για το παρόν αλλά και για το μέλλον.

Εσύ σε τι πιστεύεις;

Ο καθένας είναι η συνείδησή του. Η δική μου συνείδηση είναι τρεις λέξεις: ελευθερία, δικαιοσύνη, αλληλεγγύη. Δεν πιστεύω ούτε με δελεάζουν οι «ταμπέλες».

Ποιος σε εντυπωσίασε περισσότερο από τους 16 συνεντευξιαζόμενους;

Δεν θα πω με εντυπωσίασαν, θα πω ότι με συγκίνησαν και κάποιοι ότι με συγκλόνισαν. Ήταν όλοι τους, ο καθένας στον χώρο του, υπέροχοι, ήταν άνθρωποι απλοί, καθημερινοί, ταπεινοί. Όλα τα αληθινά σπουδαία πρόσωπα που συνάντησα παίρνοντας συνεντεύξεις είχαν το μεγαλείο αυτής της ταπεινότητας. Ακόμα, ήταν άνθρωποι με παιδεία και με χιούμορ, κι ας λένε ότι οι αριστεροί δεν έχουν χιούμορ. Και βέβαια, είχαν όλοι τους ένα όνειρο, το όνειρο ενός καλύτερου κόσμου, και ήταν αποφασισμένοι να παλέψουν, ακόμα και να θυσιαστούν γι’ αυτό. Δεν μιλούσαν για λεφτά. Νομίζω δεν τους απασχολούσε αυτό το θέμα, πέραν του να μπορούν να καλύπτουν τις ανάγκες τους για τον επιούσιο. Ούτε διεκδικούσαν το αξίωμα για το αξίωμα.

Μπορείς να μου πεις ένα πρόσωπο που σε συγκλόνισε;

Θα σου πω μια γυναίκα: η Έλλη Παππά. Την είχα γνωρίσει στη Γυναίκα. Την είχε προσλάβει ο Ευάγγελος Τερζόπουλος την περίοδο της Χούντας και γι’ αυτόν τον λόγο έγραφε τα κείμενά της χωρίς να τα υπογράφει. Στην αρχή δεν ήξερα ποια ήταν. Έβλεπα μια λιγομίλητη ευγενική γυναίκα, που ερχόταν, έδινε το κείμενό της κι έφευγε. Αργότερα έμαθα ότι ήταν η Έλλη Παππά. Την ξανασυνάντησα έπειτα από πάρα πολλά χρόνια, το 2006 πια, όταν κυκλοφόρησαν τα βιβλία που είχε γράψει στη φυλακή για τον γιο της Νίκο Μπελογιάννη και σκέφτηκα να της πάρω μια συνέντευξη. Έτσι γνώρισα κι εκείνον, έμεναν μαζί στο ίδιο σπίτι. Δεν μπορώ να περιγράψω τι ακριβώς ήταν αυτό που με συγκλόνισε στην Έλλη. Πρόσωπο μιας τραγωδίας που τη γνωρίζουμε όλοι, διωκόμενη μια ζωή, με προβλήματα υγείας εκείνη την εποχή, ήταν το ίδιο γλυκιά και ήρεμη όπως όταν την πρωτογνώρισα. Και με μια σοφία θα έλεγα.

Θυμάσαι κάτι απ’ αυτά που σου είπε και σε συγκλόνισαν;

Θυμάμαι την απάντησή της όταν τη ρώτησα «Σήμερα ποια θα λέγατε ότι είστε;» και μου είπε: «Δεν έχω καθίσει να το σκεφτώ ποτέ. Δεν είχα φανταστεί ότι θα είχα να αντιμετωπίσω κάποια στιγμή τέτοια ερώτηση. Φοβάμαι και που την ακούω». Κι όταν τη ρώτησα τι ήταν ο Μπελογιάννης στη ζωή της κι αν πενήντα τόσα χρόνια μετά τον σκέφτεται στην καθημερινότητά της, μου απάντησε: «Ήταν το άπαν και είναι πάντα κοντά μου. Τον αισθάνομαι, τον ρωτάω για ό,τι κάνω κι εκείνος βρίσκει τον τρόπο να μου απαντήσει».

Για τον γιο της, τον Νίκο, τι θα έλεγες;

Είχα πάρει και σ’ εκείνον συνέντευξη - την πήρα μετά. Ήταν η τελευταία συνέντευξη που έκανα και μπορώ να πω ότι και αυτή ήταν συγκλονιστική. Τον σκεφτόμουν, ξέρεις, συχνά τον Νίκο Μπελογιάννη και τον σκέφτομαι και τώρα, που έχει φύγει από τη ζωή. Τον σκέφτομαι ως το μικρό αγόρι που πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του πίσω από τις κλειστές πόρτες μιας φυλακής, ακούγοντας, χωρίς να τα βλέπει, τα τρένα να περνάνε, όπως ο ίδιος μου είχε πει. Ήταν το τρίτο πρόσωπο αυτής της τραγωδίας.

Αρχίζεις και τελειώνεις αυτό το βιβλίο με τον Μίκη Θεοδωράκη. Συναρπαστικός;

Θεός! Ένα αστέρι που θα λάμπει στους αιώνες των αιώνων. Για μένα είναι από τους μεγαλύτερους Έλληνες στην Ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Νομίζω πως πολλές γενιές θα πρέπει να είναι ευγνώμονες στον Μίκη Θεοδωράκη. Εγώ πάντως του είμαι ευγνώμων πρώτα-πρώτα γιατί μέσα από τη μουσική του γνώρισα τους μεγάλους ποιητές μας, που άνοιξαν και φώτισαν δρόμους στη ζωή μου. Για παράδειγμα, ο στίχος του Γιώργου Σεφέρη «λίγο ακόμα / να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα» με τη μουσική του Μίκη ήταν, έγινε μια κινητήρια δύναμη για μένα, με έκανε να αισθάνομαι πιο δυνατή, να μην το βάζω κάτω, να αντιμετωπίζω τις δυσκολίες με αισιοδοξία και να παλεύω πάντα για το καλύτερο. Πέρα από μένα, ο Μίκης ήταν ένας αγωνιστής, έτοιμος να θυσιαστεί για όσα πίστευε, ήταν ένας άνθρωπος που πονούσε αυτόν τον τόπο, που ήταν πολύ κοντά στον λαό και τον αγαπούσε και που αποδεικνύεται ότι σε πάρα πολλά πράγματα απ’ όσα έλεγε, και τον πυροβολούσαν γι’ αυτά, τελικά είχε δίκιο. Και συμφωνώ με τον πατέρα του, που μου είχε πει κάποτε ότι «ο Μίκης είναι ένα αγαθό παιδί, χωρίς καμία κακία μέσα του».

Πώς επέλεγες κάθε φορά τα πρόσωπα που θα συνομιλήσεις; Η επικαιρότητα μόνο ήταν η αφορμή;

Οχι, δεν ήταν μόνο η επικαιρότητα, αν και, όπως καταλαβαίνεις, έπαιζε κι αυτή σημαντικό ρόλο, κυρίως στις συνεντεύξεις για την εφημερίδα. Την επιλογή μου μπορούσε να την επηρεάσει ακόμα και ένα άσχετο γεγονός. Θυμάμαι, ένα βράδυ που περνούσα τυχαία μπροστά από τον Γεροφοίνικα, ήταν κόσμος έξω από το εστιατόριο και ανάμεσά τους, στο απέναντι πεζοδρόμιο, μια γυναίκα λεπτή, κομψή, με μια φαρδιά φούστα και μια επίσης φαρδιά ζώνη να σφίγγει τη μέση της και, άκουσον-άκουσον, με μαύρα γυαλιά ηλίου στα μάτια της. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση αυτό. Η γυναίκα εκείνη ήταν η Έλλη Λαμπέτη και ήταν η φιγούρα της, και κυρίως τα γυαλιά ηλίου που φορούσε ενώ ήταν νύχτα, που μου έδωσαν εκείνη τη στιγμή την ιδέα, το κίνητρο μιας συνέντευξης μαζί της. Κι αυτό έγινε αργότερα, όχι βέβαια για τα… γυαλιά, αλλά επειδή ήταν μια σπουδαία και μεγάλη ηθοποιός που τη θαύμαζα.

Πόσες συνεντεύξεις έχεις πάρει;

Πολλές, δεν τις έχω μετρήσει. Έχω πάρει σχεδόν από όλους, από καλλιτέχνες, συγγραφείς, ποιητές, πολιτικούς, πρωθυπουργούς, αρχηγούς κομμάτων, ακόμα και από τον Βαγγέλη Ρωχάμη. Καθώς άρχισα από μικρή να παίρνω συνεντεύξεις, κάποιοι από τους ανθρώπους αυτούς, με μια λέξη τους, με μια σκέψη, με την εικόνα τους, μπορώ να πω ότι έπαιξαν έναν ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα μου, στην ανακάλυψη του εαυτού μου, στις αρχές και στις αξίες που επέλεξα να ακολουθήσω στη ζωή μου. Με βοήθησαν, χωρίς να το φαντάζονται βέβαια, σε δύσκολες ώρες. Είμαι ευγνώμων απέναντί τους και είμαι τυχερή που τους γνώρισα.

Πώς πήγαινες να τους συναντήσεις;

Πήγαινα προετοιμασμένη. Γνώριζα τα θέματα που θα συζητούσαμε. Επίσης, αν ήξερα και κάποιους ανθρώπους από το περιβάλλον τους, φρόντιζα να μιλήσω μαζί τους για να έχω μια προκαταρκτική εικόνα γι’ αυτούς. Πήγαινα με συναισθήματα, με χαρά, με τη διάθεση του ανθρώπου που πάει να συναντήσει έναν άλλον άνθρωπο και να τον γνωρίσει όσο το δυνατόν καλύτερα. Το οποιοδήποτε αξίωμα είχε αυτός ο άνθρωπος, και ο πρωθυπουργός να ήταν, δεν με επηρέαζε ούτε πήγα ποτέ να πάρω μια συνέντευξη για να εκθειάσω κάποιον ή να τον «κολλήσω στον τοίχο» όπως λένε. Όσο κι αν φανεί περίεργο, δεν πήγαινα για την «επιτυχία». Ακόμα κι όταν μια συνέντευξη δημιουργούσε εντύπωση, δεν σκεφτόμουν ούτε έλεγα ότι έκανα «επιτυχία». Η λέξη αυτή ήταν έξω από το λεξιλόγιό μου όσον αφορά τη δουλειά μου. Όσον αφορά το περιεχόμενο μιας συνέντευξης, πέρα από την επικαιρότητα, ο στόχος μου ήταν να βγει και το πορτρέτο του συνεντευξιαζόμενου ως ανθρώπου, γιατί τότε δεν υπήρχαν τα social media, όπως τώρα, που όλοι ξέρουμε τα πάντα για τους πάντες. Έτσι, ήταν ένας τρόπος να γνωρίσω όχι μόνο εγώ αλλά και οι αναγνώστες τον άνθρωπο πίσω από το αξίωμα και την όποια άλλη «διασημότητα». Μου είχε πει κάποτε ο Αντώνης Σαμαράκης ότι «οι συνεντεύξεις σου είναι σαν μια πιστή φωτογραφία του προσώπου με το οποίο συνομιλείς».

Τι σου πρόσφερε τελικά αυτή η δουλειά;

Τη χαρά της συνάντησης, τη χαρά της επικοινωνίας. Από παιδί μου άρεσε να μιλάω με τους ανθρώπους, να τους γνωρίζω, να μαθαίνω πράγματα γι’ αυτούς. Στα Πούλιθρα της Αρκαδίας που μεγάλωσα μέχρι 13 ετών, όταν έρχονταν άνθρωποι από την Αθήνα ή από άλλα μέρη, ξένοι, έτρεχα να τους συναντήσω και να μιλήσω μαζί τους. Ήταν αυτό ένας τρόπος να ανοιχτώ στον κόσμο πέρα από τα στενά όρια του χωριού, πέρα από τη θάλασσα, που την έβλεπα από ένα παράθυρο του σπιτιού μας και προσπαθούσα να φανταστώ πώς είναι ο κόσμος από κει και πέρα. Το άλλο που μου πρόσφερε αυτή η δουλειά είναι η χαρά της δημιουργίας. Το να κάνεις το πορτρέτο μιας προσωπικότητας, ενός ανθρώπου με τις λέξεις αισθάνομαι ότι είναι μια δημιουργία.

Γι’ αυτό, νομίζεις, περιμέναμε κάθε φορά να δούμε μια νέα συνέντευξή σου;

Δεν ξέρω. Ξέρω μόνο ότι αυτή τη δουλειά δεν την έκανα ούτε για τη δόξα ούτε για τα λεφτά, που άλλωστε ποτέ δεν έβγαλα. Αυτή τη δουλειά την έκανα επειδή την αγαπούσα.

Αλήθεια, θυμάσαι την πρώτη σου συνέντευξη;

Πρέπει να πάω πολλά χρόνια πίσω, όταν, μαθήτρια στο Δημοτικό σχολείο, με είχε βάλει ο δάσκαλος να προσφέρω μια ανθοδέσμη σε έναν υποψήφιο βουλευτή που είχε επισκεφθεί παραμονές εκλογών το χωριό μας. Πρόσφερα όντως την ανθοδέσμη, είπε «ευχαριστώ» ο βουλευτής, αλλά εγώ εκεί, άρχισα τις ερωτήσεις -τι είναι ο βουλευτής, ποια είναι η δουλειά του κι εσείς γιατί ήρθατε τώρα στο χωριό μας και τι ζητάτε από μας- περιμένοντας και τις απαντήσεις του. Φαντάζεστε τη σκηνή… Έπειτα από λίγο ο άνθρωπος αναζητούσε οδό διαφυγής! Αυτή ήταν η πρώτη μου συνέντευξη.

Πού να φανταζόσουν τότε ότι τελικά αυτή θα ήταν η δουλειά σου…

Οχι, με τίποτα, αν και έγραφα πολύ καλές εκθέσεις στο σχολείο. Σιγά-σιγά έγραφα κι άλλα, ποιήματα, διηγήματα, θεατρικά, ενώ τις ώρες της Γυμναστικής, που δεν μου άρεσε καθόλου, έπαιρνα συνεντεύξεις από τις συμμαθήτριές μου κρατώντας ένα στιλό για μικρόφωνο. Ίσως με είχε επηρεάσει ένα άρθρο που είχα διαβάσει τυχαία στο περιοδικό Γυναίκα για την άγνωστή μου έως τότε Οριάνα Φαλάτσι με τίτλο «Γράφει και κεντά το κορίτσι με τη χρυσή πένα». Μπορεί να με επηρέασε η ιστορία αυτής της σπουδαίας γυναίκας, ίσως όμως και ο τίτλος του άρθρου, που, όπως βλέπεις, τον θυμάμαι ακόμα.

Πώς βλέπεις τη δημοσιογραφία σήμερα;

Η δημοσιογραφία ακολουθεί την εποχή της. Είναι ένας καθρέφτης της εποχής της.

Και την εποχή μας πώς τη βλέπεις;

Ζούμε σε μια δύσκολη και σκληρή εποχή τόσο σε διεθνές επίπεδο όσο κι εδώ, στη χώρα μας. Πολλή βία, μεγάλος ανταγωνισμός, υποχώρηση αξιών, αδιαφορία για τον συνάνθρωπο. Εγώ πιστεύω ότι ο άνθρωπος πρέπει να ξαναβρεί τον δρόμο προς την αγάπη. Η αγάπη, η ενσυναίσθηση, η καλοσύνη είναι τα μόνα πράγματα που δεν κοστίζουν τίποτα σ’ αυτόν που τα προσφέρει και που μπορούν να δώσουν πάρα πολλά, ίσως και τα πάντα, σε εκείνον που τα έχει ανάγκη.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL