Live τώρα    
24°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
24 °C
22.0°C24.6°C
4 BF 45%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Σποραδικές νεφώσεις
23 °C
21.0°C25.1°C
3 BF 47%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
25 °C
23.8°C27.6°C
4 BF 40%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Σποραδικές νεφώσεις
21 °C
20.8°C23.8°C
4 BF 68%
ΛΑΡΙΣΑ
Σποραδικές νεφώσεις
23 °C
21.2°C22.9°C
4 BF 43%
Ραπτόπουλος στην «Α» / Η λογοτεχνία δεν κινδυνεύει από την Τεχνητή Νοημοσύνη, αλλά από τους κακούς συγγραφείς
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Ραπτόπουλος στην «Α» / Η λογοτεχνία δεν κινδυνεύει από την Τεχνητή Νοημοσύνη, αλλά από τους κακούς συγγραφείς

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

«Με τα βιβλία μου δεν ψάχνω απαντήσεις. Ζωντανεύω όσο γίνεται τα ερωτήματα» λέει ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος. Και είναι πολλά τα ερωτήματα που ζωντανεύει στο τελευταίο του βιβλίο «Έρωτες, έρωτες, έρωτες...» (εκδόσεις Κέδρος). Και σε αντίθεση μ’ αυτό που υποδηλώνει ο τίτλος του, το βιβλίο δεν περιορίζεται στην περιγραφή αισθηματικών ιστοριών. Ο γνωστός συγγραφέας, άλλωστε, πάντα βρίσκει την ευκαιρία να θίξει σημαντικά ζητήματα που απασχολούν τη δημόσια σφαίρα, να εισχωρήσει σε κοινωνικά, πολιτικά ζητήματα αιχμής. Και στην Ιστορία επίσης. «Η μεγάλη Ιστορία δίνει το “παρών” στις μικρές ιστορίες του βιβλίου μου» λέει.

Με αφορμή τους «Έρωτες...», ο έρωτας ως «καταστατικό θέμα της λογοτεχνίας» έδωσε αφορμές να επεκταθεί η συζήτηση με τον Β. Ραπτόπουλο σε πολλά άλλα θέματα, λιγότερο καταστατικά ίσως, αλλά εξίσου ουσιώδη. «Ποτέ άλλοτε το κυρίαρχο οικονομίστικο μοντέλο δεν φαινόταν τόσο αποτυχημένο και ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο κυρίαρχο, έτσι ώστε να μην απειλείται από τίποτα» λέει καθώς συζητάμε για τις αντιφάσεις στη λογοτεχνία αλλά και στον σημερινό κόσμο. Από τον Μπομπ Ντίλαν, την ποπ κουλτούρα και τον «Ζορμπά» του Νίκου Καζαντζάκη μέχρι την ανάγκη για κοινωνική και οικονομική δικαιοσύνη, ο γνωστός συγγραφέας ξεδιπλώνει τις σκέψεις του και πιάνει τον σφυγμό της εποχής. Μιλώντας δε για την Τεχνητή Νοημοσύνη είναι σαφής: «Η λογοτεχνία δεν κινδυνεύει από την Τεχνητή Νοημοσύνη, αλλά αποκλειστικά και μόνο από τους κακούς συγγραφείς».

Ποια ανάγκη σε οδήγησε να γράψεις τους «Έρωτες...»;

Παρά τον τίτλο του, «Έρωτες, έρωτες, έρωτες», ο οποίος κατά κάποιον τρόπο δηλώνει το αντίθετο ενός μεγάλου έρωτα, το βιβλίο ουσιαστικά έχει στο επίκεντρό του έναν μεγάλο έρωτα, αυτόν που αφηγείται η τελευταία ιστορία. Η τελευταία ιστορία αφηγείται τη ζωή του πρωταγωνιστή-συγγραφέα, ο οποίος υποτίθεται πως έχει γράψει τις έντεκα ιστορίες που προηγούνται. Οι αναγνώστες μπορούν εύκολα να δουν ποια από τα συμβάντα της ζωής του τροφοδοτούν τις ιστορίες του, δηλαδή μπορούν να δουν πώς τα βιωμένα γεγονότα μετασχηματίζονται σε τέχνη. Η τελευταία ιστορία του βιβλίου, όμως, είναι παράλληλα και μια τοιχογραφία της ελληνικής κοινωνίας τον τελευταίο σχεδόν μισό αιώνα, μέσα από την οποία ξετυλίγεται και η ιστορία του κόμικ στην Ελλάδα. Όπως ο Μάρκες γράφει για τον «Έρωτα στα χρόνια της χολέρας», το «Έρωτες, έρωτες, έρωτες» μιλάει για έρωτες στα χρόνια που η ποπ κουλτούρα γίνεται mainstream.

Γιατί δίνεις τέτοια έμφαση στην ιστορία του κόμικ στην Ελλάδα; Είναι τόσο κομβική ή αποτελεί και μέρος της δικής σου ζωής;

Οντως πρόκειται για ένα υλικό ζωής που γειώνει την ιστορία μου στο κοινό βίωμα. Είναι μια εποχή που ξεκινάει από τη δεκαετία του ’70, τότε που οι γονείς αντιμετώπιζαν το κόμικ ως κάτι διαβολικό ή ως «Μικυμάου», ένα απαγορευμένο σχεδόν ανάγνωσμα, εκτός από την περίοδο των καλοκαιρινών διακοπών. Από κει περνάμε στη φάση των γνωστών περιοδικών «Παρά Πέντε» και «Βαβέλ», όπου το κόμικ μετακομίζει από το περιθώριο στην κεντρική σκηνή και ετοιμάζεται να γίνει κυρίαρχο ρεύμα. Φτάνουμε σε ειδικά ένθετα εφημερίδων, όπως το «9» της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας, και καταλήγουμε στο σήμερα, όπου πια το graphic novel θεωρείται ισάξιο με την καλή λογοτεχνία. Αυτή η μετατόπιση της ποπ κουλτούρας από το περιθώριο στο προσκήνιο χαρακτηρίζει ολόκληρη την εποχή μας. Ας πούμε, ο Ντίλαν βραβεύτηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Ο αναγνώστης του βιβλίου διαπιστώνει ότι δεν έγραψες έντεκα διηγήματα και μία νουβέλα για να περιγράψεις αισθηματικές ιστορίες. Ο έρωτας διευκολύνει να θίξεις και κομβικά κοινωνικοπολιτικά ζητήματα των τελευταίων δεκαετιών;

Ο έρωτας είναι καταστατικό θέμα της λογοτεχνίας, επειδή ακριβώς είναι μια κατάσταση από τις σημαντικότερες της ζωής μας. Από τον έρωτα γεννιέται η ζωή. Οι γυναίκες ορθά του απέδωσαν την πρωτοκαθεδρία και δεν είναι τυχαίο ότι στο παρελθόν η πατριαρχία το μυθιστόρημα με ρομαντικούς έρωτες το αποκαλούσε περιφρονητικά «ρομάντζο». Οι άντρες παγίως αδιαφορούσαν για την αισθηματική πλευρά του έρωτα, την οποία οι γυναίκες είχαν περί πολλού, επειδή ακριβώς από τη φύση τους βρίσκονται πιο κοντά στην ουσία της ζωής. Επίσης, καθόλου τυχαία, οι γυναίκες αποτελούν την πλειονότητα του αναγνωστικού κοινού της λογοτεχνίας. Επομένως, μιλώντας για τον έρωτα, δεν είναι παράταιρο να μιλήσεις και για κομβικά πολιτικά, κοινωνικά και ιστορικά γεγονότα. Αφού ο έρωτας είναι στο κέντρο της ζωής, είναι άμεσα συνδεδεμένος και με όλα τα άλλα σημαντικά θέματα. Μ’ αυτή την έννοια, οι ιστορίες μου δεν εξαντλούνται στην αισθηματική πτυχή τους. Η μεγάλη Ιστορία δίνει το «παρών» στις μικρές ιστορίες του βιβλίου μου. Το κοινωνικό και ιστορικό περιβάλλον με ενδιαφέρει εξίσου με το ερωτικό στοιχείο. Να φανταστεί κανείς ότι στην ιστορική αναδρομή που παρακολουθεί ο αναγνώστης διαβάζοντας την τελευταία ιστορία διαπιστώνει ότι καταγράφονται ακόμη και πρόσφατα γεγονότα, όπως ο αντιμνημονιακός αγώνας και η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Δεν είμαι σίγουρος ότι έχουν προλάβει να καταγράψουν αυτή την περίοδο πολλά λογοτεχνικά έργα.

Εμφανής είναι επίσης η διάθεσή σου να δοκιμάσεις διαφορετικούς αφηγηματικούς τρόπους.

Αν σκεφτεί κανείς ότι οι «Έρωτες...» είναι το 31ο, 32ο βιβλίο μου -έχω χάσει το μέτρημα…-, είναι σαν να ανακεφαλαιώνω δώδεκα διαφορετικούς τρόπους γραφής απ’ όλους όσους έχω δοκιμάσει στη μέχρι τώρα λογοτεχνική διαδρομή μου. Θεώρησα πως κάτι τέτοιο ταίριαζε με την ανάγκη να καταδείξω σ’ αυτό το βιβλίο μια ποικιλία ερώτων.

Τι επιδιώκεις κάθε φορά που ξεκινάς να γράφεις ένα καινούργιο βιβλίο;

Δεν μου είναι πάντα σαφές αυτό, αποσαφηνίζεται καθώς προχωράω. Ανακαλύπτω κι εγώ το βιβλίο γράφοντάς το. Ωστόσο, οφείλω να διευκρινίσω ότι τα βιβλία μου δεν είναι η ζωή μου, όσο κι αν χρησιμοποιώ βιώματά μου για να τα κάνω πιο πειστικά. Για να δώσω ένα παράδειγμα, στους «Έρωτες, έρωτες, έρωτες…» υπάρχει μια ιστορία με τον τίτλο «Το πάνω χέρι». Το θέμα της είναι ο έρωτας ενός καθηγητή πανεπιστημίου για την κοπέλα από το χωριό που ήρθε να τον βοηθήσει στο μεγάλωμα των παιδιών του όταν πέθανε η γυναίκα του. Το διήγημα προσπαθεί να απαντήσει στο ερώτημα ποιος έχει τελικά το πάνω χέρι μέσα σε μια σχέση. Πώς είναι δυνατόν να κάνει κουμάντο κάποια που είναι τόσο υποτακτική; Αυτό δεν είναι κάτι που έχω βιώσει, είναι όμως κάτι που με βασανίζει βαθιά. Γι’ αυτό έγραψα αυτή την ιστορία. Δεν βρήκα απάντηση, αλλά ζωντάνεψα όσο πιο πολύ μπορούσα το ερώτημα. Αυτή είναι, με δυο λόγια, μια ξενάγηση στο συγγραφικό εργαστήριό μου. Με τα βιβλία μου δεν ψάχνω απαντήσεις. Ζωντανεύω όσο γίνεται τα ερωτήματα.

Γιατί γράφεις;

Είναι η ερώτηση του 1 εκατομμυρίου ευρώ! Προσπαθώντας να την απαντήσω, γράφω εδώ και σαράντα χρόνια, και συνεχίζω. Ιδέες και θέματα υπάρχουν άπειρα, μια ζωή δεν φτάνει για να τα εξαντλήσεις. Πιο αξιοπερίεργο είναι, από όλες τις ιδέες που υπάρχουν στο μυαλό μας, ποιες επιμένουν τόσο ώστε να τις αφηγηθείς. Έχω προσέξει ότι οι αγαπημένες μου ιστορίες έχουν στο επίκεντρό τους ένα ερώτημα, μια ειρωνεία, μια αντίφαση. Γενικά στη λογοτεχνία καταφεύγουν εκείνοι που βλέπουν τον άνθρωπο και τη ζωή ως αντίφαση, ως αντίθεση. Και μιλάω τόσο για συγγραφείς όσο και για αναγνώστες. Στον «Ζορμπά» του Καζαντζάκη, για παράδειγμα, έχουμε δύο κόσμους αντίθετους και παραπληρωματικούς, μια αντίφαση. Από τη μία ο κόσμος του διανοούμενου συγγραφέα αφηγητή και από την άλλη ο κόσμος του διονυσιακού τύπου, του Ζορμπά.

Ποια θεωρείς ότι είναι η κυρίαρχη αντίφαση σήμερα;

Σήμερα, από τη μια μεριά υπάρχει μια τεράστια ανάγκη για κοινωνική και οικονομική δικαιοσύνη και από την άλλη δεν φαίνεται να υπάρχει τρόπος για την εφαρμογή της. Μοιάζει λίγο με το «ΤΙΝΑ». Δεν υπάρχει εναλλακτική. Κι αυτό είναι κατ’ ουσίαν. Για να το πω με άλλα λόγια, ποτέ άλλοτε το κυρίαρχο οικονομίστικο μοντέλο δεν φαινόταν τόσο αποτυχημένο και ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο κυρίαρχο, έτσι ώστε να μην απειλείται από τίποτα.

Ως συγγραφέας θεωρείς πως απειλείσαι από την Τεχνητή Νοημοσύνη;

Η κόρη μου, όταν είδε το πρόγραμμα της Τεχνητής Νοημοσύνης που γράφει τα κείμενα, θρηνούσε για τον κόσμο που θα χάσει τη δουλειά του. Όταν γίνονται τόσο κολοσσιαίες αλλαγές, λογικό είναι να συμβεί κάτι τέτοιο. Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι από την Τεχνητή Νοημοσύνη απειλούνται μόνο οι διεκπεραιωτικές δουλειές. Από τα ρομπότ θα χάσουν τη δουλειά τους χειρώνακτες. Και από την Τεχνητή Νοημοσύνη, μεσαία στελέχη. Οι πραγματικά δημιουργικές δουλειές δεν πρόκειται να πάθουν τίποτα. Άσε που ήδη οι άνθρωποι φτιάχνουν το «αντίδοτο». Διαβάζω ότι βρέθηκαν προγράμματα τα οποία εντοπίζουν ίχνη που αφήνει το chat GPT στα κείμενα τα οποία παράγει. Ή στα ξένα πανεπιστήμια, φέρ’ ειπείν, οι καθηγητές δεν ζητούν πια από τους φοιτητές να γράψουν εργασίες, τις οποίες μπορεί να γράψει έτσι κι αλλιώς το πρόγραμμα. Τους ζητούν να καταθέσουν τις σημειώσεις για την εργασία που θα έγραφαν, κάτι που δεν μπορεί να γράψει το chat GPT. Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να μπουν το ταχύτερο δυνατό κανόνες που να ρυθμίζουν και να οριοθετούν τη λειτουργία των προγραμμάτων Τεχνητής Νοημοσύνης. Και μην ξεχνάμε ότι η λογοτεχνία δεν κινδυνεύει από την Τεχνητή Νοημοσύνη, αλλά αποκλειστικά και μόνο από τους κακούς συγγραφείς.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL