Live τώρα    
21°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
21 °C
20.0°C21.3°C
5 BF 55%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
20 °C
17.4°C21.6°C
1 BF 60%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
23 °C
22.7°C23.2°C
4 BF 44%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Αραιές νεφώσεις
19 °C
18.8°C22.7°C
5 BF 72%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
19 °C
18.5°C19.0°C
2 BF 68%
«Sassy» / Η φωνή των φωνών
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

«Sassy» / Η φωνή των φωνών

1338301vaughansarahjuanlespins1963b-c-riccardoschwamenthal_ctsimages-c617d890da740852027f9bbf07f102af55e73b33.jpg

Η «Sassy», με την πλούσια κοντράλτο φωνή και την απεριόριστη εκφραστική της γκάμα, 7 ετών άρχισε να μαθαίνει μουσική με την προτροπή του βαθιά θρησκευόμενου ξυλουργού, ερασιτέχνη μουσικού πατέρα της. Συνάμα, έπαιζε πιάνο στις λειτουργίες και τραγουδούσε στη χορωδία της Εκκλησίας των Βαπτιστών της γειτονιάς της στο Νιούαρκ. Εκεί τραγουδούσε συχνά και η Ada, η πλύστρα μάνα της.

Στο Apollo του Χάρλεμ

Μετά το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό ερασιτεχνών τραγουδιστών του περίφημου Θεάτρου Apollo, το 1942 στο Χάρλεμ, εκεί όπου πολλοί θρύλοι έχτισαν το όνομά τους, η Sarah, αφού εντυπωσίασε το κοινό ερμηνεύοντας το «Body and soul», προσελήφθη από τον πιανίστα Earl Hines ως δεύτερη πιανίστρια και τραγουδίστρια της μεγάλης του ορχήστρας. Την πρότεινε ο επίσης βοκαλίστας Billy Eckstine, που είχε αναδειχτεί από τον ίδιο διαγωνισμό.

Εναν χρόνο μετά, ο Eckstine την πήρε κοντά του στη νέα big band του. Εκεί η μόλις 19χρονη Sarah έκανε την πρώτη ηχογράφηση με το όνομά της. Στην ορχήστρα του «mister B» γνωρίστηκε με τον πολλά υποσχόμενο τρομπετίστα και γνωστό χιουμορίστα Dizzy Gillespie και τον ανερχόμενο σαξοφωνίστα Charlie Parker, που έφερναν μαζί τους μια νέα «γλώσσα», τον ήχο της jazz που έγινε γνωστός ως bebop.

Ενθουσιασμένη με τη νέα αυτή μουσική, η Sassy -τίτλος που η Sarah κέρδισε από τη γοητευτική στάση της πάνω στη σκηνή- υιοθέτησε και προσάρμοσε το bebop στη φωνή της όταν, το 1945, έχοντας μαζί της τον Parker και τον Gillespie, ηχογράφησε το «Lover man».

Στο Town Hall

Hταν μια χρυσή εποχή για τη μουσική. Ο πόλεμος είχε τελειώσει και ο κόσμος ζούσε μια έκρηξη δημιουργικότητας. Μικρή για να καταλάβει την κοινωνική ντροπή η οποία ενυπάρχει στη φυλετική προκατάληψη, η Sarah μετέφερε την ευθύνη τ;hς απόρριψης στον εαυτό της ή στο χρώμα της. Καθώς μεγάλωνε, κατάλαβε. Ήταν πια μια μαύρη καλλιτέχνιδα που έσπαζε με τις επιλογές της τα όρια των μουσικών ειδών κοντράροντας τις φυλετικές διακρίσεις.

Θέατρο με ψηλά ταβάνια και κόκκινη βελούδινη κουρτίνα, μπρούτζινα διακοσμητικά και πολυέλαιους όλο κρύσταλλο, η αίθουσα του Town Hall, στο νότιο Μανχάταν, φημιζόταν για τη μοναδική της ακουστική και το προοδευτικό πρόγραμμά της, που περιλάμβανε ό,τι πιο σύγχρονο και ανανεωτικό από τον χώρο της jazz. Η 8η Νοεμβρίου του 1947 ήταν η βραδιά της. Η μεγάλη της ευκαιρία να λάμψει.

Εχοντας εμφανιστεί στα πιο πολλά μικρά κλαμπ και στα μπαράκια της Νέας Υόρκης, το ντεμπούτο της εκεί αποτέλεσε ένα ορόσημο στη ζωή της. Η συναυλία ήταν από νωρίς sold out και πάνω από χίλιοι fans έφυγαν άπρακτοι από το ταμείο, καθώς όλα τα εισιτήρια είχαν εξαντληθεί. Ύστερα από χρόνια στη δουλειά, η Sarah Vaughan έφτανε στο πρώτο σημαντικό σταυροδρόμι της καριέρας της. Το άστρο της ήταν έτοιμο να ανατείλει.

Σε έναν ανέμελο παρατηρητή, η Vaughan θα μπορούσε να φανεί σαν ακόμα μια νεαρή που χάζευε πίσω απ’ τη σκηνή, παρά εκείνη που θα εμφανιζόταν τελευταία, ως το πολυαναμενόμενο «αστέρι» της βραδιάς. Έμοιαζε νεότερη από τα 23 της χρόνια. Φορούσε ένα λευκό εφαρμοστό φουστάνι με φουσκωτούς ώμους κι ένα βαθύ, προκλητικό ντεκολτέ. Ένα ρούχο στιλάτο, επιτομή της μόδας της εποχής, ό,τι έπρεπε για έναν μεγαλειώδη χώρο, αλλά μάλλον αταίριαστο με το νεανικό κορμί της, που σπαρταρούσε από την αγωνία της προσμονής.

Ο θρίαμβος

Τραγούδι

Στη σκηνή του Town Hall ο σαξοφωνίστας Lester Young, ο «πρόεδρος της jazz» ή απλώς «the Prez», έδινε τα ρέστα του παίζοντας ένα γεμάτο από ενέργεια και swing πρόγραμμα, όπως αυτά που τον έκαναν διάσημο στα μέσα των ’30s. Η Vaughan ψιθύριζε τις μελωδίες και, πού και πού, πετούσε καμιά εμψυχωτική κραυγή προς τη μπάντα, χειροκροτούσε και έκανε και δυο-τρία χορευτικά βήματα, ενώ η αίθουσα ξεχείλιζε από τη θερμή αντίδραση του κοινού. Έφτανε η σειρά της.

Από το πιάνο ακούστηκαν πέντε απλά ακόρντα, η εισαγωγή του «Don’t blame me». Το ακροατήριο περίμενε μέχρι να εμφανιστεί. Μόνο που η Sarah δεν ακολούθησε την καθιερωμένη εισαγωγή, την αναμενόμενη μουσική γραμμή. Από το ξεκίνημα ανέλυε την κάθε συλλαβή του τίτλου σε ένα κατάδικό της «μέλισμα». Σε λίγα δευτερόλεπτα, το έκπληκτο κοινό γουργούριζε από ευχαρίστηση, σφύριζε και επιδοκίμαζε με ενθουσιασμό.

Εκείνο το βράδυ, στο ένα κομμάτι μετά το άλλο, η Sarah μεταμόρφωνε τα γνωστά στον κόσμο δημοφιλή τραγούδια της εποχής με την ανανεωτική ερμηνευτική πινελιά της. Οι ακροατές αναστέναζαν από ικανοποίηση όταν έφτανε σε κάποιο κομμάτι στο οποίο είχε βάλει την «υπογραφή» της: το «The man I love» ή το «I cover the waterfront». Καθώς το πρόγραμμα προχωρούσε, το ακροατήριο την επευφημούσε ακόμα πιο δυνατά, με κραυγές και ουρλιαχτά χαράς. Η βραδιά τέλειωσε, με τον «Prez» και τους μουσικούς του να ανεβαίνουν και αυτοί στη σκηνή για το φινάλε: «I cried for you»...

Οι μεγάλες επιτυχίες

Η επόμενη δεκαετία βρήκε την τραγουδίστρια να κάνει σόλο καριέρα και να ηχογραφεί πολλά από τα popular songs της εποχής -επιτυχίες σαν το «Whatever Lola wants» (1955), το «Misty» (1957) και το «Broken hearted melody» (1959), που πούλησαν εκατομμύρια αντίτυπα- ή να δανείζει τη φωνή της σε επιτυχίες του σινεμά, όπως στα φιλμ «Disc Jockey» (1951) και «Basin Street Revue» (1956), και να περιοδεύει δίνοντας συναυλίες στις ΗΠΑ ή στη μακρινή Ευρώπη.

Με το πέρασμα του χρόνου, εκτός από το ρεπερτόριο του American Songbook, η Sassy τραγούδησε από τις επιτυχίες της βραζιλιάνικης μουσικής μέχρι και τραγούδια των Beatles. Παράλληλα, συνεργαζόταν με τον σπουδαίο τζάζμαν και παραγωγό Quincy Jones ή τον πιανίστα Oscar Peterson και άλλοτε με τον μαέστρο Michael Tilson Thomas, με τον οποίο στο πόντιουμ της Φιλαρμονικής του ΛΟς Άντζελες κέρδισε το πρώτο της Grammy για την ηχογράφηση του άλμπουμ «Gershwin live».

Από τις πρώτες της εμφανίσεις, στις αρχές της δεκαετίας του 1940, μέχρι το τέλος, η φωνή της Sassy έγινε πηγή έμπνευσης για τις συνάδελφούς της στον χώρο του φωνητικού jazz αυτοσχεδιασμού. Κι ας αυτοσχεδίαζε λίγο και επιλεκτικά, υπερβαίνοντας τον ρόλο μιας απλής διασκεδάστριας, φτάνοντας σε υψηλά επίπεδα την τέχνη της, στα χνάρια των κορυφαίων jazz μουσικών που την περιτριγύριζαν.

Οργανικές ιδιότητες

Οταν ιδιοσυγκρασιακές jazz φωνές σαν της Billie Holiday ξεχώριζαν με τις ερμηνείες τους, η Sassy ήταν μια διακριτή κοντράλτο φωνή. Δεν έκρυβε τις χαρακτηριστικές «οργανικές» ιδιότητές της, το εύρος τριών οκτάβων και ένα ηδονικό βαθύ βιμπράτο, είτε σαν αυτοσχεδιάστρια του bebop είτε σαν τραγουδίστρια του θεάτρου με τη συνοδεία συμφωνικής ορχήστρας. Ανάμεσα στις τραγουδίστριες της γενιάς της, μόνο η Ella Fitzgerald απολάμβανε συγκρίσιμη αναγνώριση.

Η Betty Carter, που τη λάτρεψε και τη μιμούνταν, συχνά απροκάλυπτα, είπε γι’ αυτήν: «Ήταν μια πρωτοπόρος. Έπαιρνε όλες αυτές τις μελωδίες κι έκανε κάτι σημαντικό. Άνοιξε σε όλες εμάς την πόρτα να τολμάμε!».

Η τελευταία φωτογραφία

Υπήρξε μια εποχή που το αμίμητο βιμπράτο της φωνής της λειτούργησε σαν μια απειλή για το παιδικό, ευαίσθητο μουσικό μου αισθητήριο. Ο δίσκος της «Roulette», που είχε μόλις φτάσει στο σπίτι αγορασμένος από τη Λέσχη του Δίσκου, το δισκάδικο της στοάς της Όπερας, γυρνούσε στο πατρικό πικάπ.

Η περιστρεφόμενη ετικέτα του -ένα πορτοκαλί σπιράλ σε κίτρινο φόντο- μου προκαλούσε ένα υπνωτικό «ζαλιστικό» συναίσθημα, συνδυασμένο με τη φωνή της που παλλόταν ασυνήθιστα για τα αυτιά και τον ψυχισμό του μόλις 10χρονου αμάθητου ακροατή, ο οποίος άκουγε στο ραδιόφωνο τα ελαφρά popσουξεδάκια της εποχής και όχι το «Broken hearted melody». Δέκα χρόνια μετά, η Sassy είχε γίνει αντικείμενο λατρείας και κάθε της νέα κυκλοφορία έβρισκε τη θέση της στα ράφια τhς δισκοθήκης μου.

Πολύπειρη πια, στα 63 της, τη συνάντησα μαζί με το υπόλοιπο αθηναϊκό κοινό στο θέατρο του λόφου. Έκανε πολλή ζέστη εκείνο το βράδυ και ο ιδρώτας του αφράτου κορμιού της αποτυπώθηκε από τον φωτογραφικό φακό μου. Σε μία της φωτογραφία, η Sassy μοy χάριζε απλόχερα το χαμόγελό της κάνοντας μια σκερτσόζα, βαθιά υπόκλιση. Κι εγώ τη συναντώ όποτε κρατώ στα χέρια μου το λευκό εξώφυλλο του LP «Songs of the Beatles». Μένει από τότε κολλημένη εκεί, για να μου τη θυμίζει.

Τίτλοι τέλους

Ακούραστη στις εμφανίσεις της μπροστά στο κοινό, με μια φωνή που ελάχιστα είχε χάσει σε εύρος κaι εκφραστικότητα, η Vaughan έδειχνε ελάχιστα σημάδια καλλιτεχνικής ύφεσης, ακόμα κι όταν, εκτός σκηνής, τα μέλη της μπάντας της διέκριναν τον πιο αργό βηματισμό της και τη δυσκολία της να αναπνεύσει.

Το τελευταίο της κοντσέρτο το έδωσε στο μαγεμένο κοινό του Blue Note Jazz Club της «Μέκκας της jazz» το 1989. Κανείς από τους ακροατές της δεν είχε υποψιαστεί πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Έναn χρόνο μετά, ο καρκίνος χτύπησε το ανεκτίμητο εκφραστικό «όργανό» της. Το πολύτιμο λαρύγγι της. Η Sarah ήταν μόνο 66 ετών.

Στη διάρκεια της καριέρας της, η Sarah Vaughan αναγνωρίστηκε σαν μια ιδιαίτερα προικισμένη ερμηνεύτρια. Τραγούδησε σε σκηνές και σε θέατρα, σε Ευρώπη και Αμερική, σε χώρους σαν το λονδρέζικο Albert Hall ή το Carnegie Hall της Νέας Υόρκης, και βραβεύτηκε με Grammy για τη συνολική της μουσική προσφορά πριν επιλεγεί για το Jazz Hall of Fame και λίγο πριν «φύγει», το 1990, σε ένα προάστιο του L.A.

Επιμέλεια κειμένου: Μαρώ Καβαλιέρου

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL