Live τώρα    
17°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
17 °C
12.5°C18.1°C
1 BF 68%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
15 °C
11.6°C16.0°C
2 BF 53%
ΠΑΤΡΑ
Αραιές νεφώσεις
15 °C
12.0°C14.9°C
2 BF 68%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
13 °C
12.8°C14.9°C
2 BF 85%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
13 °C
12.3°C14.1°C
2 BF 54%
Παναγιώτης Τσάκωνας / Στο χέρι μας να εκμεταλλευτούμε ευκαιρίες για ένα «νέο Ελσίνκι»
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Παναγιώτης Τσάκωνας / Στο χέρι μας να εκμεταλλευτούμε ευκαιρίες για ένα «νέο Ελσίνκι»

Παναγιώτης Τσάκωνας
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

«Τι έγινε, παιδί μου; Θα μας κάνει πόλεμο ο Ερντογάν;» Δεν υπάρχει δημοσιογράφος που να μην βομβαρδίζεται με αυτό το ερώτημα, συνήθως από ηλικιωμένους ανθρώπους που περνάνε τη μισή τους ημέρα μπροστά στην τηλεόραση. Η αναμετάδοση κάθε τουρκικής απειλής από σοβαρά ή μη χείλη, με μουσική υπόκρουση θρίλερ, προκαλεί αγωνία στους τηλεθεατές. Αυτό ταιριάζει στην αντίληψη πολλών Μέσων Ενημέρωσης για το «τι πουλάει», ενώ διευκολύνει και την κυβέρνηση να ομνύει στη «σταθερότητα» λόγω «εθνικού κινδύνου». Πέρα, όμως, από τις υπερβολές και την εργαλειοποίηση του θέματος, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Τούρκος Πρόεδρος έχει κάνει αδιανόητες δηλώσεις.  Όπως αυτό το γραφικό αλλά και απειλητικό «μπορεί να έρθουμε ξαφνικά ένα βράδυ». Πόσο σοβαρά είναι, λοιπόν, τα πράγματα με την Τουρκία;

Η ΑΥΓΗ της Κυριακής απευθύνθηκε σε έναν άνθρωπο που ξέρει να διαβάζει τις εντάσεις με την Τουρκία, ο οποίος ασχολείται εδώ και πολλά χρόνια με θέματα ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής. Ο Παναγιώτης Τσάκωνας παρακολουθεί με ψυχραιμία την πολιτική «ελεγχόμενης έντασης» που ακολουθεί ο Ερντογάν και εκτιμά ότι «δεν υπάρχει κίνδυνος θερμού επεισοδίου» επί τούτου. Και καλεί την ελληνική πλευρά να διατηρήσει την ψυχραιμία της και να εργαστεί για ένα «νέο Ελσίνκι»

Πώς οδηγηθήκαμε στη σημερινή κατάσταση και πόσο επικίνδυνη είναι; Ανησυχείτε για το ενδεχόμενο θερμού επεισοδίου με την Τουρκία;

Ήδη από το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα και μετά ο κ. Ερντογάν ακολουθεί μια πολιτική «ελεγχόμενης έντασης» έναντι της Ελλάδας. Η πολιτική αυτή κορυφώθηκε, όπως γνωρίζετε, με τη μακρότερη στην ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων περίοδο στο πεδίο το 2020. Πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι αυτή η πολιτική αποτελεί μέρος μιας στρατηγικής «εξαναγκαστικής διπλωματίας» που ακολουθεί η Τουρκία στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, η οποία όμως δεν απέφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Αντίθετα, οδήγησε σε αντι-συσπειρώσεις των κρατών της περιοχής απέναντι στην ηγεμονική συμπεριφορά της Τουρκίας, με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν -αν και με καθυστέρηση- προσπάθειες αποκατάστασης των σχέσεών της με αυτά τα κράτη (Ισραήλ, Αίγυπτος, ΗΑΕ, Σαουδική Αραβία). Ακόμα και η αποκατάσταση των σχέσεων με το καθεστώς  Άσαντ της Συρίας μπήκε πολύ πρόσφατα στο τραπέζι.

Για διάφορους λόγους -με κυριότερο ίσως την ανάπτυξη στενής στρατηγικής σχέσης της Ελλάδας με τις Ηνωμένες Πολιτείες και του ισχυρού «αντιτουρκικού», κατά τον Ερντογάν, αποτυπώματος που αυτή δημιούργησε- η Τουρκία θα συνεχίσει την πολιτική της «ελεγχόμενης έντασης» απέναντι στην Ελλάδα. Για το άμεσο μέλλον και ενόψει της διαπραγμάτευσης με τις ΗΠΑ για την απόκτηση των F16 η Τουρκία περιόρισε την επιθετική και προκλητική της συμπεριφορά στο πεδίο (η γεώτρηση του «Αμπντούλ Χαμίτ» διεξάγεται σε τουρκική ΑΟΖ). Ενίσχυσε, όμως, ασύμμετρα τη ρητορική και τους υψηλούς τόνους απέναντι στην Ελλάδα, κυρίως για να «απαντήσει» ο Τούρκος Πρόεδρος στις φωνές στο εσωτερικό που τον εγκάλεσαν για υποχωρητικότητα. Αυτήν τη φορά, βεβαίως, το «τερμάτισε», με πρωτοφανείς δηλώσεις και απειλές για επιθετικές πράξεις στις οποίες δεν θα διστάσει να προβεί η Τουρκία προκειμένου να αποκτήσει την κυριαρχία των νησιών που παράνομα, όπως λέει, κατέχει η Ελλάδα και τα οποία μάλιστα εξοπλίζει, απειλώντας έτσι την Τουρκία. Η ακραία αυτή ρητορική υπηρετεί, επίσης, ένα αφήγημα που χτίζει εδώ και καιρό ο Ερντογάν και το οποίο εμφανίζει την Τουρκία ως αμυνόμενη στην παράνομη και επιθετική συμπεριφορά της Ελλάδας.

Κανείς δεν φαίνεται να πιστεύει ότι ο Ερντογάν επιθυμεί πολεμική σύγκρουση με την Ελλάδα, αρκετοί όμως θεωρούν ότι προσβλέπει στο όποιο βραχυπρόθεσμο όφελος μπορεί να του προσφέρει -κυρίως εσωτερικά και μέχρι τις τουρκικές εκλογές, αλλά και απέναντι στις ΗΠΑ- η πολιτική της «ελεγχόμενης έντασης» απέναντι στην Ελλάδα. Συνεπώς, δεν φαίνεται να υπάρχει κίνδυνος θερμού επεισοδίου που θα οφείλεται σε συνειδητή προσπάθεια της Τουρκίας να κλιμακώσει στο πεδίο.  Όμως η υψηλή ένταση δεν αποκλείει το ενδεχόμενο λάθους ή ατυχήματος. Επιβαρύνει, επίσης, σε επίπεδο κοινωνίας, τις αντιλήψεις του ενός για τον άλλον. Και αυτό δεν πρέπει να το υποτιμούμε -όσοι τουλάχιστον ενδιαφερόμαστε για ένα ειρηνικό μέλλον των δύο λαών- όσον αφορά την επόμενη ημέρα των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Πώς μπορεί η ελληνική πλευρά, στο μέτρο του δυνατού, να το αποτρέψει; Υπάρχουν κινήσεις της Ελλάδας που ενδέχεται να επιτείνουν την κλιμάκωση της έντασης;

Η ελληνική πλευρά πρέπει με σοβαρότητα και αποφασιστικότητα να κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να στείλει ισχυρά και πειστικά αποτρεπτικά μηνύματα στην άλλη πλευρά προκειμένου να μην επιχειρήσει να κάνει κάτι που είτε θα έχει δυσανάλογο κόστος σε σχέση με το όποιο όφελος είτε θα βγει ιδιαίτερα ζημιωμένη. Αυτό σε επίπεδο «εσωτερικής εξισορρόπησης», που αφορά κυρίως την ενίσχυση των στρατιωτικών δυνατοτήτων και ικανοτήτων της Ελλάδας.

Σε επίπεδο «εξωτερικής εξισορρόπησης», δηλαδή σε διπλωματικό κυρίως επίπεδο, η Ελλάδα θα πρέπει να λειτουργήσει με τρόπο που θα ενισχύει την ελληνική επιχειρηματολογία και τη διεθνή στήριξη της χώρας, ενώ παράλληλα θα απονομιμοποιεί την τουρκική επιχειρηματολογία και επιθετικότητα, αυξάνοντας έτσι το κόστος στην τουρκική πλευρά. Τα «καλά νέα» είναι ότι μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το διεθνές περιβάλλον και κυρίως τα κράτη από τα οποία η Ελλάδα αναμένει υποστήριξη είναι πολύ λιγότερο, έως καθόλου, επιδεκτικά σε αναθεωρητικές και επιθετικές συμπεριφορές.

Αντίθετα, σε κλιμάκωση της παρούσας έντασης μπορεί να οδηγήσουν επιλογές της Ελλάδας που θα νομιμοποιούν -αντί να απονομιμοποιούν- τη συμπεριφορά και κυρίως το αφήγημα της Τουρκίας ότι η στάση της δεν αποτελεί παρά αντίδραση στην ελληνική επιθετικότητα. Η ανακήρυξη, για παράδειγμα, ελληνικής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης στην Ανατολική Μεσόγειο με τρόπο που θα τη συνδέσει με την κυπριακή ΑΟΖ είναι μια ιδέα που με περισσή ευκολία και ελαφρότητα διακινούν κάποιοι στον δημόσιο διάλογο ως την κατάλληλη ελληνική απάντηση στη σημερινή περίοδο έντασης με την Τουρκία. Καλό θα είναι να αναλογιστούν ότι μια τέτοια κίνηση θα ήταν «βούτυρο στο ψωμί» του Ερντογάν, καθώς θα εμφάνιζε πράγματι την Ελλάδα ως την επιτιθέμενη που αποκλείει την Τουρκία από την πρόσβαση στην ανοιχτή θάλασσα της Ανατολικής Μεσογείου και την περιορίζει στον κόλπο της Αττάλειας· θα συσπείρωνε ακόμα περισσότερο το εσωτερικό της Τουρκίας γύρω από το αφήγημα του Ερντογάν, ενώ θα πρόσφερε και ένα εξαιρετικό άλλοθι στις χώρες που δεν επιθυμούν να ελέγξουν ή/και να τιμωρήσουν την Τουρκία για την παραβατική της συμπεριφορά ώστε να συνεχίσουν να «κάνουν τα στραβά μάτια», αποδυναμώνοντας έτσι και το μέτωπο υποστήριξης των ελληνικών θέσεων. Ευτυχώς κυβέρνηση και αντιπολίτευση συμφωνούν στη μη υιοθέτηση τέτοιου είδους κοντόφθαλμων και επικίνδυνων επιλογών.

Φτάνει μόνο να συμφωνούν οι πολιτικές δυνάμεις για το τι δεν πρέπει να κάνουμε με την Τουρκία; Δεν πρέπει να συμφωνήσουν και για το τι πρέπει να κάνουμε;

Απολύτως. Με την Τουρκία δεν μπορούμε να συνεχίζουμε να παίζουμε αποκλειστικά και μόνο άμυνα. Απαιτείται μια νέα στρατηγική «έξυπνης εξισορρόπησης» που θα συνδυάζει τα στοιχεία της ισχύος και της διπλωματίας, αλλά στις σωστές δόσεις. Δηλαδή, ενίσχυση των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, μέσα όμως στο πλαίσιο των οικονομικών δυνατοτήτων της χώρας και με γνώμονα την επίτευξη του μίνιμουμ της αποτρεπτικής ισχύος που απαιτείται για την αποκατάσταση της ισορροπίας. Ταυτόχρονα, ανάληψη πρωτοβουλιών στο διεθνές πεδίο με στόχο να εκμεταλλευτεί η Ελλάδα τόσο τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτει, κυρίως από τη συμμετοχή της στην Ε.Ε., όσο και τις ανάγκες της Τουρκίας, μεταφέροντας το παιχνίδι στο προνομιακό για εκείνη πεδίο του διεθνούς δικαίου και υποχρεώνοντας την Τουρκία να μετράει το κόστος από τη συνέχιση των πολιτικών της, ενώ παράλληλα της υποδεικνύει και το όφελος από ενδεχόμενη αλλαγή της στάσης της απέναντι στην Ελλάδα.

Οι ευκαιρίες για την ανάπτυξη μιας αποτελεσματικότερης στρατηγικής εξισορρόπησης μιας αναμφίβολα αναβαθμισμένης, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, Τουρκίας πράγματι υπάρχουν και έχουν και ονοματεπώνυμο: «νέο Ελσίνκι», «πολυμερής Διάσκεψη για τη Μεσόγειο». Στο χέρι μας είναι να τις εκμεταλλευτούμε.

Συνεπώς, πώς θα περιγράφατε το πρόβλημα ασφάλειας που αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάδα;

Προφανώς, το πρόβλημα ασφάλειας της Ελλάδας δεν περιορίζεται στην αναθεωρητική και επιθετική συμπεριφορά της Τουρκίας. Είναι πολύ πιο σύνθετο. Συνδέεται κυρίως με την εμφάνιση νέου τύπου «πολυ-κρίσεων», δηλαδή την ταυτόχρονη ανάπτυξη παραδοσιακών και σύγχρονων απειλών και προκλήσεων. Πέρυσι το καλοκαίρι και ενώ τα προβλήματα με τη γειτονική Τουρκία παρέμεναν, χωρίς ευτυχώς να βρίσκονται στη σημερινή έξαρση, η χώρα βρέθηκε αντιμέτωπη με την ανάγκη παράλληλης διαχείρισης της πανδημικής κρίσης και σειράς καταστροφικών πυρκαγιών σε πολλά σημεία της επικράτειας. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, στο πρώτο τεστ διαχείρισης «πολυ-κρίσης» δεν τα πήγαμε και πολύ καλά. Τι θα συμβεί εάν στο μέλλον χρειαστεί να αντιμετωπίσουμε τρεις ή τέσσερις κρίσεις ταυτόχρονα; Συνεπώς, θα σας έλεγα ότι το σημαντικότερο πρόβλημα ασφάλειας που αντιμετωπίζει η χώρα μας σήμερα είναι πώς με περιορισμένα -οικονομικά κυρίως- μέσα και δυνατότητες θα καταφέρει να διαχειριστεί αποτελεσματικά «πολυ-κρίσεις», οι οποίες στο ασταθές και συνεχώς ρευστοποιούμενο περιβάλλον ασφάλειας της Μεσογείου θα αποτελέσουν τη «νέα κανονικότητα».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL