Μέχρι το 1974 η σύγχρονη Ελληνική Δημοκρατία μπορεί να περιγραφεί ως μια διαρκής εναλλαγή πολέμων, δικτατοριών και περιόδων πολιτικής ανωμαλίας. Τα σπάνια δημοκρατικά διαλείμματα δεν πέτυχαν να θεμελιώσουν μια σταθερή πορεία διεύρυνσης της Δημοκρατίας· οι ομαλές περίοδοι ήταν μάλλον η εξαίρεση στον κανόνα.
Καθεστώς, για πολλές δεκαετίες, άλλοτε με μεγαλύτερη κι άλλοτε με μικρότερη ένταση, ήταν οι απαγορεύσεις κομμάτων, ο αποκλεισμός των «αντιφρονούντων» ακόμη και με φυλακίσεις, εκτοπισμούς και εξορίες, ενώ για μια μεγάλη μερίδα πολιτών ούτε λόγος να γίνεται για πρόσληψη στο Δημόσιο.
Τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων ήταν η βαριά αλυσίδα που για χρόνια κρατούσε δεμένους στο περιθώριο συμπολίτες μας που ήταν αριστεροί. Χωρίς αυτά, δεν υπήρχε πρόσβαση σε ομαλή κοινωνική ζωή. Οι Έλληνες πολίτες για δεκαετίες χωρίζονταν σε «εθνικόφρονες» και «μιάσματα», σε ανθρώπους που η Πολιτεία τους τοποθετούσε στο όριο μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας, όχι για πράξεις παραβατικές ή εγκληματικές, αλλά για τις πολιτικές τους ιδέες.
Γενιές ολόκληρες Ελλήνων έμαθαν να αγοράζουν την εφημερίδα της προτίμησής τους κρυφά και να την κρύβουν μέσα σε κάποια άλλη... υπεράνω υποψίας. Να ακούν κρυφά ξένους ραδιοσταθμούς, πράξη που ήταν αρκετή για να τους στιγματίσει, ακόμη και παράνομη στη διάρκεια της Χούντας!
Και, φυσικά, μιλώντας για την Ιστορία του σεβασμού στο κράτος δικαίου στην Ελλάδα δεν μπορούμε να ξεχάσουμε της διαβόητες «επιτηρούμενες ζώνες», τις μετεμφυλιακές ζώνες αποκλεισμού κοντά στα σύνορα, ένα ιδιότυπο νεοελληνικό σύστημα περιορισμού και ελέγχου της κινητικότητας πληθυσμών που έφεραν για διαφορετικούς λόγους τη στάμπα του «εθνικώς υπόπτου».
Όλα αυτά μέχρι το 1974. Από την πτώση της Χούντας ξεκινά μια περίοδος ουσιαστικού εκδημοκρατισμού του κράτους και των θεσμών, μια πορεία αργή και όχι ανέφελη ούτε χωρίς αντιστάσεις από το βαθύ κράτος της Δεξιάς που λυμαινόταν τον τόπο για δεκαετίες.
Έτσι, για δεκαετίες, οι πολίτες, ανεξάρτητα από τον πολιτικό τους χώρο, άρχισαν σταδιακά να νιώθουν ελεύθεροι, να διεκδικούν χωρίς διακρίσεις το δίκιο τους, να διαβάζουν την εφημερίδα της επιλογής τους χωρίς να κρύβονται, να συμμετέχουν στο κοινωνικό γίγνεσθαι ισότιμα, κάτι αδύνατον πριν το 1974. Οι φυλακές για πολιτικούς κρατούμενους έκλεισαν, οι τόποι εξορίας άδειασαν, οι μπάρες που έλεγχαν τις μετακινήσεις όσων ζούσαν κοντά στα σύνορα ξηλώθηκαν, έστω με σημαντική καθυστέρηση κάποιες, ο συνδικαλισμός έγινε νόμιμη και αποδεκτή δραστηριότητα, οι αμβλώσεις νομιμοποιήθηκαν και οι γυναίκες κατοχύρωσαν το δικαίωμα να αποφασίζουν για το σώμα τους ελεύθερα.
Η Ελλάδα μπήκε σε μια -όχι αδιατάρακτη, αλλά ανοδική, παρά τα σκαμπανεβάσματα- πορεία εδραίωσης των δημοκρατικών θεσμών και του κράτους δικαίου και μέσα σε λίγες δεκαετίες κάλυψε μεγάλο μέρος από το κενό που μας χώριζε από το ευρωπαϊκό κεκτημένο στο θέμα αυτό, ένα κενό που δημιούργησε η εκδικητική μετεμφυλιακή πολιτική των νικητών του Εμφυλίου, της ελληνικής Δεξιάς και των ξένων συμμάχων της.
Η Ελλάδα εντάχθηκε ισότιμα στην ευρωπαϊκή οικογένεια και, παρά τις λανθασμένες και καταστροφικές πολιτικές επιλογές προηγούμενων κυβερνήσεων, πορεύτηκε στον δρόμο της σύγκλισης με το κοινοτικό κεκτημένο στα ζητήματα κράτους δικαίου. Μια πορεία που επιτάχυνε με πλούσιο και ουσιαστικό θεσμικό έργο η αριστερή κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα με μεταρρυθμίσεις όπως η νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου, το σύμφωνο συμβίωσης για ομόφυλα ζευγάρια, ο νόμος για την ιθαγένεια κ.ά.
Δυστυχώς όμως, η Ιστορία δεν σταματά να μας διδάσκει πως η πορεία της δεν είναι γραμμική ούτε η πρόοδος ανθρώπινος αυτοματισμός. Μετά από δεκαετίες θετικής εξέλιξης, η Ελλάδα ετοιμάζεται να τιμήσει τη σπουδαία ιστορική επέτειο των δύο αιώνων από τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας της μέσα σε πρωτόγνωρες για τη μεταπολιτευτική περίοδο συνθήκες προσβολής των θεσμών, υποχώρησης δημοκρατικών ελευθεριών και συνολικής απαξίωσης του κράτους δικαίου.
Η Δεξιά του Κυριάκου Μητσοτάκη καθημερινά προσβάλλει τον κεντρικό πυλώνα του κράτους δικαίου, τη Δικαιοσύνη. «Παραγγέλνει» δημόσια αθωωτικές αποφάσεις, παραμερίζει «ενοχλητικούς» δικαστικούς, απαξιώνει κρίσιμες ανεξάρτητες αρχές. Όλα αυτά την ίδια ώρα που χρησιμοποιεί την πανδημία ως δικαιολογία για έναν ακραίο και διαρκώς εντεινόμενο αυταρχισμό που κάνει τη χώρα μου να μοιάζει όλο και λιγότερο με χώρα της Ε.Ε.
Δυστυχώς, βέβαια, στον αυταρχικό αυτό κατήφορο η δεξιά κυβέρνηση της Ελλάδας δεν είναι μόνη της. Έχουν προηγηθεί οι διαβόητες «Βίσεγκραντ», η μικρή ομάδα κρατών - μελών στην Κεντρική Ευρώπη που τα τελευταία χρόνια αποτελούν μόνιμη αντι-δημοκρατική παραφωνία εντός της Ε.Ε.
Παρά τις φραστικές αντιπαραθέσεις και οξύτητες, η ευρωπαϊκή ηγεσία στην πραγματικότητα έχει αντιμετωπίσει το φαινόμενο Βίσεγκραντ με υπομονή που αγγίζει τα όρια της ανοχής στην αντιδημοκρατική εκτροπή. Ανοχή που καταντά ύποπτη για συμπαιγνία. Αυτό πρέπει να σταματήσει.
Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 δημιούργησε στους λαούς της Ευρώπης ένα μεγάλο κύμα συμπαράστασης, ενέπνευσε τον σύγχρονο φιλελληνισμό, έφερε στη χώρα μου πλήθος ρομαντικών Ευρωπαίων που αγωνίστηκαν στο πλευρό των Ελλήνων.
Σήμερα, 200 χρόνια μετά, η Ενωμένη Ευρώπη οφείλει να στηρίξει όχι μόνο τους Έλληνες, αλλά και τους Ούγγρους και τους Πολωνούς και κάθε λαό που αντιστέκεται στον αυταρχικό κατήφορο μιας ακραίας δεξιάς κυβέρνησης. Η Ενωμένη Ευρώπη βρίσκεται μπροστά σε ένα ιστορικό καθήκον να αποδείξει πως είναι στην πράξη ΚΑΙ μια κοινότητα δικαίου και δημοκρατίας και όχι μια μονοδιάστατη οικονομική ένωση, ένας συνεταιρισμός καπιταλιστικών συμφερόντων.
200 χρόνια μετά την Ελληνική Επανάσταση, η μάχη για να σταματήσει το αντιδημοκρατικό πισωγύρισμα στη χώρα μου αλλά και στις χώρες του Βίσεγκραντ δεν είναι μια μάχη που αφορά μόνο την Ελλάδα, την Ουγγαρία ή την Πολωνία.
Η μάχη για τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου είναι μια μάχη για την ψυχή και το αύριο της Ευρώπης.
* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στα αγγλικά στη διαδικτυακή εφημερίδα “Brussels Morning” των Βρυξελλών
* Ο Κώστας Αρβανίτης είναι ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία / The Left, μέλος της επιτροπής LIBE (Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου