Του Δημήτρη Χασάπη*
Στην ιστοσελίδα της ΟΙΕΛΕ υπό τον τίτλο «Σύμπραξη ΚΑΝΕΠ - ΓΣΕΕ με Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου» διαβάζουμε ότι «Το Κέντρο Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολίτικης της ΓΣΕΕ / Ακαδημία της Εργασίας της ΓΣΕΕ και το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου / Τμήμα Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής προχώρησαν στην από κοινού υπογραφή σύμφωνου συνεργασίας με σκοπό την ανάληψη πρωτοβουλιών και συνεργειών σε επίπεδο εκπαίδευσης, έρευνας και ανάπτυξης καινοτόμων προγραμμάτων. Η συνεργασία των δύο φορέων προβλέπει την άμεση λειτουργία κοινού μεταπτυχιακού προγράμματος με αντικείμενο τη διασύνδεση της εκπαίδευσης με την απασχόληση, καθώς και μια ευρύτερη στρατηγική για τη συνδιοργανώση μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών σε τομείς της κοινωνικής και εκπαιδευτικής πολιτικής τα οποία θα υλοποιούνται με την επιστημονική ευθύνη και εποπτεία του Τμήματος Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής, καθώς και την επιστημονική αρωγή του ΚΑΝΕ - ΓΣΕΕ και της Ακαδημίας της Εργασίας».
Όμως, ο Νόμος 4485/2017 ορίζει ότι τα προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών συνιστούν τον δεύτερο κύκλο σπουδών της Ανώτατης Εκπαίδευσης (άρθρο 30), ιδρύονται με απόφαση της συγκλήτου, που εκδίδεται ύστερα από εισήγηση της συνέλευσης του τμήματος που συνοδεύεται από μελέτη σκοπιμότητας, στην οποία εκτίθενται αναλυτικά οι επιστημονικοί, επιστημολογικοί και κοινωνικοί λόγοι που καθιστούν αναγκαία και σημαντική τη λειτουργία του προγράμματος (άρθρο 32) κ.ά. συναφή με το περιεχόμενο, την οργάνωση και τη χρηματοδότησή του.
Η σημαντικότερη, όμως, πρόβλεψη του νόμου αυτού, η οποία παραβιάζεται στη «Σύμπραξη ΚΑΝΕΠ - ΓΣΕΕ με Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου», διατυπώνεται στο άρθρο 43, στο οποίο ορίζεται με απόλυτη σαφήνεια ότι «προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών οργανώνονται από περισσότερα Τμήματα του ίδιου ή άλλων ΑΕΙ ή από τμήματα ΑΕΙ και τα ερευνητικά κέντρα και ινστιτούτα που αναφέρονται στο άρθρο 13Α του Ν. 4310/2014, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 4386/2016, συμπεριλαμβανομένων των ερευνητικών κέντρων της Ακαδημίας Αθηνών και του Ιδρύματος Ιατροβιολογικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών».
Το ΚΑΝΕΠ της ΓΣΕΕ δεν είναι ούτε εκπαιδευτικό ίδρυμα Ανώτατης Εκπαίδευσης, ούτε ερευνητικό κέντρο και φυσικά δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο των ερευνητικών κέντρων και ινστιτούτων που ορίζουν οι προαναφερθέντες νόμοι, στους οποίους αναφέρονται αναλυτικά όλα τα ερευνητικά ιδρύματα που έχουν συσταθεί και εποπτεύονται από φορείς του δημοσίου τομέα, τα οποία και μπορούν να συμπράττουν με πανεπιστήμια για την ίδρυση και λειτουργία μεταπτυχιακών σπουδών.
Το ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ δεν είναι ερευνητικό ίδρυμα, έχει συσταθεί και εποπτεύεται από τη ΓΣΕΕ, που δεν είναι φορέας του δημόσιου τομέα. Είναι ένα ιδιωτικό κέντρο, το οποίο σύμφωνα με την ιδρυτική του διακήρυξη αποτελεί «μια καινοτόμα πρωτοβουλία της ΓΣΕΕ που αποσκοπεί στην υποστήριξη και εξυπηρέτηση της πολιτικής της σε όλο το φάσμα της εκπαίδευσης και των εργασιακών σχέσεων» και ως πρωτοβουλία δεν αναφέρεται πουθενά και η νομική του υπόσταση.
Πού, λοιπόν, αποβλέπει η απολύτως άνομη σύμπραξη του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ με το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου για τη «συνδιοργάνωση μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών»; Δηλαδή πανεπιστημιακών σπουδών δεύτερου κύκλου;
Αποβλέπει στη με πλάγιο τρόπο παράκαμψη του άρθρου 16 του συντάγματος, την αναθεώρηση του οποίου απέκρουσε για μια ακόμα φορά ο ΣΥΡΙΖΑ στην πρόσφατη συζήτηση και ψήφιση της συνταγματικής αναθεώρησης υπερασπιζόμενος το δημόσιο χαρακτήρα της Ανώτατης Εκπαίδευσης απέναντι στις προτάσεις της αντιπολίτευσης για τη συνταγματική κατοχύρωση της δυνατότητας ίδρυσης και λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων. Το άρθρο 16, μεταξύ άλλων, ορίζει ότι η Ανώτατη Εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση και απαγορεύει τη σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες. Δεν αναφέρεται, όμως, ευθέως στην ίδρυση και λειτουργία προγραμμάτων σπουδών από πανεπιστήμια σε σύμπραξη με ιδιωτικούς φορείς, όπως είναι το ΚΑΝΕΠ / ΓΣΕΕ. Μέσα από αυτή την κερκόπορτα φαίνεται να επιχειρείται η άλωση της δημόσιας πανεπιστημιακής εκπαίδευσης με τη δημιουργία τετελεσμένων για τα οποία θα προβληθεί εκ των υστέρων η απαίτηση νομοθετικής διευθέτησης κατά παράκαμψη των συνταγματικών προβλέψεων, αλλά και με την πίεση αποφοίτων τέτοιων μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών.
Ελπίζω στις αντιδράσεις των πανεπιστημιακών, όχι μόνο του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, αλλά κυρίως της ΠΟΣΔΕΠ, ώστε να μην ευοδωθεί αυτό το εγχείρημα και με την ευκαιρία να κλείσουν οι δρόμοι παρόμοιων μελλοντικών σχεδίων υπονόμευσης της δημόσιας Ανώτατης Εκπαίδευσης δια της μεθόδου των παρακάμψεων.
* Ο Δημήτρης Χασάπης είναι ομότιμος καθηγητής ΕΚΠΑ, πρώην γ.γ. του υπουργείου Παιδείας