Του Αντώνη Μανιτάκη*
Τι είναι όμως αυτό που καθορίζει έναν σύγχρονο εθνικό λόγο, ποια θα μπορούσαν να είναι τα γνωρίσματά του;
Ένας σύγχρονος εθνικός λόγος αρθρώνεται, κατά τη γνώμη μου, γύρω από τρεις συνιστώσες. Η πρώτη απαντά στον πολύπλοκο και σύνθετο χαρακτήρα της σημερινής κοινωνίας, η δεύτερη διαλέγεται με το παρόν, το οποίο αναδεικνύει σε βασικό στοιχείο διαμόρφωσης μιας ζωντανής εθνικής συνείδησης, η τρίτη συνδέει λειτουργικά το εθνικό με το υπερεθνικό, εντάσσοντας το πρώτο στις διεργασίες δημιουργίας υπερεθνικών συνόλων, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Οι τρεις αυτές συνιστώσες προσδίδουν στον εθνικό λόγο τα χαρακτηριστικά του σύνθετου, του ζωντανού και εθνικά ανοιχτού λόγου.
α) Κάθε λόγος σχηματίζεται στις μέρες μας και μορφοποιείται αναγκαστικά στο πλαίσιο της κοινωνίας που ζούμε: μιας μαζικής και ανταγωνιστικής κοινωνίας, με έντονες τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις, τις ιδεολογικές αντιπαλότητες και τους πολιτικούς ανταγωνισμούς. Οι σύγχρονες κοινωνίες γίνονται όλο και πιο πολύπλοκες, ξεχωρίζουν για την ιδεολογική, πολιτιστική και κοινωνική πολυμέρειά τους. Την πραγματικότητα αυτή κανείς δεν δικαιούται πλέον να την αγνοεί. Αναγνωρίζεται άλλωστε και οργανώνεται θεσμικά. Δεν επιτρέπεται, επομένως, να αντιμετωπίζεται ως παθολογικό φαινόμενο αλλά ως οργανικό στοιχείο κάθε σύγχρονης κοινωνίας, με το οποίο οφείλουμε να συμφιλιωθούμε.
Ο εθνικός λόγος λοιπόν, εφόσον θέλει -και πρέπει- να λειτουργεί ενοποιητικά, είναι αναγκασμένος σήμερα να ενώνει μέσα από τις αντιθέσεις. Δεν αποκλείει άρα, με το περιεχόμενο και το ύφος του, τις διαφωνίες ούτε ισοπεδώνει τις διαφορές, αλλά τις συναρθρώνει, τις συνθέτει σε μια παλλόμενη και δυναμική ενότητα.
Ανέχεται π.χ. τη θρησκευτική, την εθνική ή τη φυλετική διαφορετικότητα, την οποία δεν επιδιώκει αναγκαστικά να αφομοιώσει ή να ενσωματώσει, αλλά να συναρθρώσει σε ένα οργανικό και σύνθετο σύνολο. Η εθνική ενότητα δεν είναι, επομένως, κάτι το δεδομένο ούτε επιβάλλεται βίαια από τα πάνω, προκύπτει μέσα από τις αντιθέσεις και τις διαφωνίες, κατασκευάζεται κάθε φορά μέσα από τον λόγο και τον αντίλογο, έτσι ώστε να είναι επίκαιρη, ζωντανή και διευρυμένη.
Είναι αυτονόητο ότι η ενότητα αυτή διαμορφώνεται και λειτουργεί στο πλαίσιο μιας πλουραλιστικής δημοκρατίας, με τους θεσμούς της οποίας βρίσκεται σε αρμονική σχέση. Με αυτή την έννοια, εθνική και δημοκρατική συνείδηση δεν αντιφάσκουν ούτε συγκρούονται μεταξύ τους, η μία αποτελεί οργανικό τμήμα της άλλης. Ο εθνικός λόγος δεν μπορεί παρά να είναι και δημοκρατικός αν θέλει να είναι ακμαίος και πειστικός.
Το έθνος δεν απειλείται από τις δημοκρατικές ελευθερίες, τρέφεται από αυτές. Τα δημοκρατικά ιδεώδη είναι ταυτόχρονα -και αυτό ισχύει ιδίως για το ελληνικό έθνος- και εθνικά ιδεώδη.
Η ελευθερία της γνώμης και της διάδοσης των ιδεών, π.χ. δεν είναι απλώς δημοκρατικό δικαίωμα αλλά και πολιτισμική αξία που συνδέεται με την πολιτική μας ιστορία και στοιχειοθετεί την εθνική και πολιτική μας ταυτότητα. Φέρω με καμάρι την ιδιότητα του Έλληνα, όχι μόνο διότι είμαι συνεχιστής μιας μεγάλης παράδοσης, αλλά και διότι είμαι περήφανος για τις ελευθερίες που γίνονται σεβαστές στη χώρα μου και για το επίπεδο διαλόγου και αντιπαράθεσης που επικρατεί σε αυτήν.
Το έθνος που δεν σέβεται στις ελευθερίες και δεν ανέχεται τη διαφωνία και τη διαφορετικότητα κινδυνεύει από πολιτικό και κοινωνικό μαρασμό. Ο πλουραλισμός, κοινωνικός, πολιτικός και ιδεολογικός, δεν είναι απλώς στοιχείο αναπόσπαστο μιας σύγχρονης δημοκρατίας αλλά και όρος επιβίωσης και άνθισης του έθνους.
β) Αλλά ένας εθνικός λόγος που θέλει να είναι σύγχρονος πρέπει να είναι ζωντανός, και είναι ζωντανός όταν στηρίζεται και τροφοδοτείται από το παρόν και όχι μόνο από το παρελθόν, όταν γεμίζει από αυτό που δημιουργούν καθημερινά οι Έλληνες με τα χέρια τους, την καρδιά τους και τον νου τους ή τη φαντασία τους.
Η εθνική συνείδηση αλλά και η εθνική ταυτότητα δεν προσδιορίζονται μόνο από το ένδοξο παρελθόν και την εθνική μας κληρονομιά, όσο μεγάλη κι αν είναι αυτή, αλλά και από τα δημιουργήματα ή τα έργα των Νεοελλήνων. Στηρίζεται στην ενεστώσα και ενεργό θέλησή τους να ζήσουν και να δημιουργήσουν μαζί, περήφανοι γι αυτό που είναι και γι’ αυτό που φτιάχνουν. Τα επιτεύγματα και οι επιτυχίες στους διάφορους τομείς (πολιτιστικούς, αθλητικούς, εκπαιδευτικούς, οικονομικούς κ.λπ.) τους γεμίζουν με εθνική υπερηφάνεια και τους κάνουν να νιώθουν σίγουροι και δυνατοί.
Αν θέλουμε λοιπόν να προασπίσουμε αποτελεσματικά την εθνική μας ταυτότητα και να τονώσουμε την εθνική μας συνείδηση, οφείλουμε να ενισχύσουμε την παιδεία μας, να ανανεώσουμε τον πολιτισμό μας, να κατασκευάσουμε μια ανθηρή οικονομία, να προστατεύσουμε πριν απ’ όλα το περιβάλλον, να διαφυλάξουμε την πολιτιστική μας παράδοση, να στεριώσουμε τους δημοκρατικούς θεσμούς και να ανανεώσουμε την πίστη μας στις εθνικές μας αξίες της ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Ο μεγαλύτερος εχθρός της εθνικής μας συνείδησης, αυτός που τη διαβρώνει, είναι η οικονομική ανέχεια και η κοινωνική μιζέρια, αυτή η κακομοιριά που συναντάμε κάθε πρωί στις πόρτες μας αντικρίζοντας την κοινωνική διάλυση και αδιαφορία. Το σοβαρότερο πλήγμα κατά της εθνικής μας υπερηφάνειας περιέχεται στην κραυγή που ακούμε συχνά να εκφέρεται από αγανακτισμένους πολίτες: «μα τι περιμένεις, Έλληνες δεν είμαστε;» Και γενικότερα, καθετί που σε κάνει να νιώθεις δυστυχισμένος επειδή είσαι Έλληνας υποσκάπτει την εθνική συνείδηση.
Δεν αρκεί η αναφορά στο ένδοξο παρελθόν για να νιώσω Έλληνας, χρειάζεται και η πίστη στο μέλλον αυτού του τόπου. Νιώθω εθνική υπερηφάνεια όχι μόνο γι’ αυτό που κληρονόμησα, αλλά και γι’ αυτό που δημιουργώ καθημερινά μαζί με άλλους, οι οποίοι συμμερίζονται την ίδια εθνική μοίρα με μένα.
γ) Τέλος, ο εθνικός λόγος εντάσσεται σήμερα σ’ ένα ιστορικό πλαίσιο δημιουργίας υπερεθνικών συνόλων που τείνουν να υπερβούν τα στενά οικονομικά, αμυντικά και πολιτικά όρια του έθνους. Και η ιστορική αυτή πορεία είναι αναπότρεπτη, έστω και αν δυσκολεύεται ή καθυστερεί από την αναβίωση του εθνικισμού σε ορισμένες τουλάχιστον χώρες.
Η Ελλάδα μετέχει ενεργά στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης και αυτός ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός καθορίζει πλέον την εθνική μας ταυτότητα, όπως και την ταυτότητα όλων των άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Η συμμετοχή της, ωστόσο, στη διαδικασία υπέρβασης του κράτους-έθνους και δημιουργίας μιας ευρωπαϊκής μεταεθνικής κοινότητας δεν θα πρέπει να εκληφθεί ως άμεση ή καινούργια απειλή κατά της πολιτιστικής της ταυτότητας. Και τούτο για δύο λόγους: Πρώτον, διότι η απειλή δεν είναι ούτε μεγαλύτερη ούτε σοβαρότερη από αυτή που καθημερινά αισθανόμαστε από τη βίαιη εισβολή στην καθημερινή μας ζωή των προϊόντων μαζικής κατανάλωσης καθώς και απ’ την ομοιογενοποίηση των πολιτιστικών αξιών και την τυποποίηση των προτύπων συμπεριφοράς. Και, δεύτερον, διότι η δημιουργία ενός κοινού ευρωπαϊκού πολιτισμού βοηθάει στη συνειδητοποίηση των κινδύνων που απειλούν τις εθνικές, θρησκευτικές και τοπικές ιδιαιτερότητες, ενώ παράλληλα επιτρέπει την οργάνωση μιας κοινής άμυνας κατά των διαλυτικών συνεπειών που επέρχονται στις εθνικές ταυτότητες από την ομοιογενοποίηση αυτή των ηθών και των προτύπων ζωής, μέσω κυρίως της τηλεόρασης.
Η ευρωπαϊκή πρόκληση είναι πράγματι μεγάλη. Είναι όμως αναπόφευκτη και δημιουργική, διότι περιέχει ό,τι ελπιδοφόρο μπορεί να περιμένει κανείς από τη σκυθρωπή εποχή μας: την κοινή υπεράσπιση της διαφορετικότητας των πολιτιστικών και εθνικών ταυτοτήτων μαζί με τη διαφύλαξη των ανθρωπιστικών και οικουμενικών ιδεωδών της αλληλεγγύης, της δημοκρατίας και της δικαιοσύνης που μας κληροδότησε ο ελληνικός πολιτισμός και διέπλασε ο ευρωπαϊκός.
Γι’ αυτό και η αξία ενός σύγχρονου εθνικού λόγου μετριέται από την ικανότητά του να συναρθρώσει σε ένα ενιαίο, αρμονικό σύνολο την υπερεθνική με την εθνική διάσταση και να συνταιριάσει την εθνική ιδιαιτερότητα και ταυτότητα ενός λαού με την ανάγκη για διεθνή συνεργασία και συνένωση προς αποτροπή του πολέμου, παράλληλα με τη συνειδητοποίηση των κοινών κινδύνων που απειλούν την ανθρωπότητα της πανανθρώπινης μοίρας μπροστά στην απειλή της οικολογικής καταστροφής.
Οι ελπίδες που γεννάει η ενοποίηση της Ευρώπης βασίζονται κυρίως στο γεγονός ότι καλεί τα ευρωπαϊκά έθνη σε συνένωση σε μια εποχή γενικευμένων κρίσεων με άγνωστη έκβαση και σ’ έναν κόσμο καθολικής αποδιάρθρωσης, γεμάτο φοβίες, αβεβαιότητες και απογοητεύσεις. Μπροστά στις καταιγίδες που προμηνύονται, αποτελεί ολέθρια αφέλεια να προτείνει κανείς ως αδιάβροχο έναν εγωκεντρικό και μοναχικό εθνικό λόγο, σαν και αυτόν που ακούμε να εκφέρουν οι γνωστοί υπεραμύντορες των εθνικών συμφερόντων.
Η εθνική οίηση συνιστά, αυτή τη στιγμή, τον μεγαλύτερο και πιο επικίνδυνο αντίπαλό μας, τη σοβαρότερη απειλή για την εθνική μας επιβίωση.
* Ο Αντώνης Μανιτάκης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου
* Το παρόν κείμενο αποτελεί μέρος ευρύτερου κειμένου που πρωτοδημοσιεύθηκε στην “Ελευθεροτυπία” στις 13 Ιουλίου 1992 και στη συνέχεια συμπεριελήφθη στο βιβλίο “Ο Ιανός του εθνικισμού” που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1993 από τις εκδόσεις Ο Πολίτης.