Του Στέργιου Πιτσιόρλα*
«...Διότι το ζήτημα που μας απασχολεί, εάν σωφρονούμεν, είναι όχι ποίον είναι το έγκλημα εκείνων, αλλά ποία η συμφεροτέρα δι’ ημάς απόφασις...».
Θουκυδίδης
Η επικείμενη σύνοδος κορυφής της ΕΟΚ στο Εδιμβούργο αποτελεί ίσως το τελευταίο σημείο όπου, εάν εκδηλωθεί μια πλήρης αναπροσαρμογή της ελληνικής πολιτικής στο θέμα των Σκοπίων, ίσως υπάρχουν ακόμη τα περιθώρια να περιορίσουμε το εύρος της επερχόμενης ήττας και να αντιστρέψουμε τη δυσμενή για μας κατάσταση.
Εάν, αντιθέτως, ο κ. Μητσοτάκης συνεχίσει -όπως όλα δείχνουν- και στο Εδιμβούργο την ίδια πολιτική, η αποτυχία είναι βέβαιη και η οποιαδήποτε αλλαγή πολιτικής στη συνέχεια θα εμφανίζεται ως αποχώρηση και ήττα.
Το Εδιμβούργο μας δίνει μια τελευταία δυνατότητα ανάκτησης της πρωτοβουλίας στο θέμα των Σκοπίων και δι’ αυτού μια δυνατότητα να αποκολληθούμε από τη θέση του παθητικού θεατή των εξελίξεων και να βελτιώσουμε τη θέση μας στα Βαλκάνια. Για να υπάρξει όμως αποδοτική αναπροσαρμογή της έως σήμερα ακολουθούμενης πολιτικής, πρέπει να απαντηθεί το πού βρίσκεται το λάθος σ’ αυτήν την πολιτική, το ποιοι ευθύνονται και το τι ακριβώς πρέπει να γίνει.
1. Ανέφικτος από την αρχή ο στόχος ως προς το όνομα
Ο μοναδικός στόχος που έθεσε η ελληνική πολιτική, να αποτρέψει την αναγνώριση της Δημοκρατίας των Σκοπίων με όνομα που να περιέχει και τον όρο “Μακεδονία”, ήταν εξ αρχής ανέφικτος και όφειλε η υπεύθυνη κυβέρνηση να το γνωρίζει και να μην εμπλέξει την εξωτερική μας πολιτική και τη χώρα συνολικά σε μια περιπέτεια με βέβαιο τέλος την αποτυχία. Και ήταν ανέφικτος γιατί ερχόταν, εξ αρχής, σε αντίθεση με τις επιδιώξεις όλων των βασικών δυνάμεων που εμπλέκονται σήμερα στην περιοχή, με την προϊστορία των σχέσεων αυτών του κρατιδίου με τον υπόλοιπο κόσμο, με τα αντικειμενικά κριτήρια πάνω στα οποία μπορεί να αναζητηθεί λύση στο γιουγκοσλαβικό πρόβλημα και τις αρχές του Διεθνούς Δικαίου και της ΔΑΣΕ.
Το γεγονός ότι επί ένα χρόνο τώρα όλη η πολιτική μας τείνει στην επίτευξη αυτού του στόχου μας έχει οδηγήσει στη μέγιστη δυνατή απομόνωση, στην υπονόμευση του κύρους και της αξιοπιστίας της χώρας μας, στην υποβάθμιση της παρουσίας μας στα ΕΟΚικά πλαίσια, στον εσωτερικό διχασμό.
Και όλα αυτά με πολύ πιθανό τελικό αποτέλεσμα την αναγνώριση των Σκοπίων από όλους με το όνομα «Μακεδονία» και χωρίς μάλιστα τα Σκόπια να έχουν κάνει καν εκείνες τις παραχωρήσεις που θα μπορούσαν να έχουν κάνει και για τις οποίες μπορούσε να εξασφαλιστεί από τη μεριά μας η διεθνής στήριξη.
Με άλλα λόγια, η απολυτοποίηση του σχετικού με το όνομα προβλήματος από τη μεριά μας θα δώσει στο καχεκτικό και ανομοιογενές κρατίδιο των Σκοπίων την ανέλπιστη ευκαιρία να επιτύχει μια τεραστίων -για τα μέτρα του- διαστάσεων επιτυχία σε βάρος της Ελλάδας, να προωθήσουν την επιθυμητή εσωτερική συσπείρωση στη βάση αυτής της επιτυχίας και κυρίως να εμφανίσουν ως κατακτήσεις σε βάρος της Ελλάδας όλα εκείνα τα στοιχεία -γεωγραφικά, πολιτιστικά, ιστορικά κ.λπ.- που θα μπορούσαν, εάν εμείς ακολουθούσαμε άλλη πολιτική, να αποτελούν αποδείξεις της εξάρτησής του από την Ελλάδα.
Διαφορετικά εντελώς θα ήταν σήμερα τα πράγματα εάν ακολουθούσαμε άλλη πολιτική. Εάν δηλαδή αξιοποιούσαμε τις κοινοτικές αποφάσεις ως αφετηρία διαπραγμάτευσης, εάν προβάλλαμε ισότιμα τους τρεις όρους και εάν κάναμε σαφές ότι για μας το όνομα έχει πρωτεύουσα σημασία μόνον εφόσον δεν εκπληρώνονταν οι άλλοι δύο όροι. Εάν δηλαδή, προβάλλοντας το θέμα του ονόματος, επιδιώκαμε να αποκαλύψουμε τις εθνικιστικές επιδιώξεις των Σκοπίων στα μάτια της διεθνούς κοινότητας για να την πείσουμε ότι είναι αναγκαίες οι διεθνείς εγγυήσεις για την κατοχύρωση των δύο πρώτων κοινοτικών όρων.
Σ' αυτήν την περίπτωση, θα είχαμε εξασφαλίσει την ουσιαστική κατοχύρωση των εθνικών μας συμφερόντων, θα είχαμε πετύχει μια ονομασία των Σκοπίων που δεν θα επέτρεπε την καπηλεία της ελληνικής ιστορικής κληρονομιάς και δεν θα άφηνε ανοιχτό το ενδεχόμενο μελλοντικής ανακίνησης του Μακεδονικού Ζητήματος.
Αντ' αυτών η κυβέρνηση προτίμησε τη φραστική αδιαλλαξία και, στο τέλος, όταν πείστηκε για την απομόνωσή μας, προτίμησε την οδό της εξαπάτησης του ελληνικού λαού διά της θεωρίας της διπλής ονομασίας.
2. Η αδυναμία ανάλυσης και η δημαγωγική υποκρισία, οι αιτίες του λάθους
Οι λόγοι πολιτικής εκμετάλλευσης του θέματος για τις ανάγκες της εσωτερικής πολιτικής και οι εσωκομματικοί υπολογισμοί, ασφαλώς, είναι αιτίες που εξηγούν εν μέρει την πολιτική της κυβέρνησης, αλλά και της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Φοβάμαι, όμως, ότι το πρόβλημα είναι σοβαρότερο και ανάγεται στην αδυναμία βαθύτερης κατανόησης των διεθνών εξελίξεων από το 1989 και μετά και επίσης στην εγγενή αδυναμία των πολιτικών δυνάμεων του τόπου να προσεγγίζουν τα διεθνή θέματα και τα θέματα εξωτερικής πολιτικής, έξω από ιδεολογικά σχήματα και χωρίς την προσφυγή σε αόριστες εννοιολογικές κατηγορίες του τύπου «ιμπεριαλισμός», «φίλη χώρα» κ.λπ.
Επί ένα χρόνο, η επιχειρηματολογία της κυβέρνησης, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, προσπαθεί να πείσει για την ελληνικότητα της Μακεδονίας, επικαλούμενη την Ιστορία, προσπαθεί να πείσει για τις προκλήσεις των Σκοπιανών, προσπαθεί με άλλα λόγια να εξηγήσει πόσο δίκαιο είναι το αίτημά μας, από τη μια, και από την άλλη επικαλείται συνεχώς την αρχή της αλληλεγγύης μεταξύ των χωρών της ΕΟΚ.
Δείχνει έτσι να αγνοεί τους στοιχειώδεις κανόνες που λένε ότι τα περί δικαίου επιχειρήματα αποκτούν αξία -πέραν της ηθικής- μόνο στο βαθμό που τέμνονται και με τα επιχειρήματα περί συμφέροντος και ότι η αρχή της αλληλεγγύης ισχύει μέχρι του σημείου που δεν αντιστρατεύεται τα συμφέροντα των άλλων δυνάμεων της ΕΟΚ και δη των ισχυροτέρων.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι η κυβέρνηση δεν μπόρεσε να συλλάβει τον αγώνα που διεξάγεται μεταξύ των ισχυρών δυτικών δυνάμεων για την επιρροή στα Βαλκάνια μετά την κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ το 1989, δεν μπόρεσε να αντιληφθεί ότι οι διάφορες ευρωπαϊκές δυνάμεις, οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Τουρκία, έχουν ιστορικά διαμορφωμένους στόχους, μια μεγάλη προϊστορία συγκρούσεων και εναλλαγής συμμαχιών και δεν έχει συνειδητοποιήσει ότι η πορεία συγκρότησης του νεοελληνικού κράτους, τους δύο τελευταίους αιώνες, σφραγίστηκε επανειλημμένα από την τροπή που αυτές οι συγκρούσεις έπαιρναν κατά περιόδους.
Φαίνεται ακόμη ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει συνειδητοποιήσει τις δυσκολίες που το ΕΟΚικό οικοδόμημα περνάει αυτήν τη στιγμή και ότι η κοινή εξωτερική πολιτική είναι ακόμη ένας μακρινός στόχος.
Στόχος που πρέπει να επιδιωχθεί, αλλά που δυστυχώς σήμερα δεν έχει επιτευχθεί».
3. Ελληνική πρωτοβουλία για τη λύση του προβλήματος στο Εδιμβούργο
Εδώ που έχουν φθάσει τα πράγματα, το πρώτο που πρέπει να γίνει είναι να σταματήσει η κυβέρνηση και προσωπικά ο πρωθυπουργός την κωμωδία που τόσο αδέξια συνεχίζει να παίζει παρά τις καθημερινές εξελίξεις που τον αφήνουν πλήρως εκτεθειμένο. Να σταματήσει την προσπάθεια εξαπάτησης του ελληνικού λαού.
Άμεσα οφείλει να παραδεχθεί τη σοβαρότητα των περιστάσεων και να ζητήσει από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας τη σύγκληση σύσκεψης των ηγετών των κομμάτων.
Παράλληλα, οφείλει να ενημερώσει με ειλικρίνεια τον ελληνικό λαό για την εξέλιξη του προβλήματος, τις θέσεις των χωρών της ΕΟΚ και των άλλων δυνάμεων που μπορούν να επηρεάσουν την έκβασή του.
Στο Εδιμβούργο, η Ελλάδα πρέπει να εμφανιστεί με μια συνολική πρόταση για την επίλυση του προβλήματος άμεσα.
Η πρόταση αυτή να εμμένει στην κατοχύρωση των προϋποθέσεων που έθεταν οι δύο πρώτοι κοινοτικοί όροι και να εξαρτά από αυτήν την κατοχύρωση την αλλαγή στάσης μας στο θέμα του ονόματος.
Ως προς αυτό καθεαυτό το θέμα του ονόματος να εγκαταλειφθεί ο στρουθοκαμηλισμός της διπλής ονομασίας και να προταθεί συγκεκριμένη ονομασία που θα μας κατοχυρώνει έναντι κάθε καπηλείας της ιστορικής μας κληρονομιάς και έναντι κάθε πρόθεσης σύνδεσης αυτής της ονομασίας με μελλοντικές διεκδικήσεις.
Μια τέτοια ελληνική πρωτοβουλία είναι δυνατόν ακόμη και τώρα να ανατρέψει σε σημαντικό βαθμό το αρνητικό κλίμα για τη χώρα μας.
Βεβαίως, μια τέτοια πρωτοβουλία μπορεί και πρέπει να προωθηθεί με τη μέγιστη εθνική ομοψυχία.
Αυτό σημαίνει ότι και το ΠΑΣΟΚ θα τοποθετηθεί επιτέλους επί της ουσίας του προβλήματος και θα σταματήσει την καιροσκοπική εκμετάλλευση της αδιέξοδης κυβερνητικής πολιτικής.
Μια ήττα στο μεγάλο αυτό εθνικό θέμα δεν θα είναι ήττα της κυβέρνησης απλώς. Θα πάρει εκ των πραγμάτων διαστάσεις εθνικής ήττας και οι συνέπειες θα είναι απρόβλεπτες.
Μόνον ανεύθυνοι δημαγωγοί μπορούν να αδιαφορούν για μια τέτοια εξέλιξη και να προτάσσουν το κομματικό συμφέρον.
* Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην "Αυγή" στις 8 Νοεμβρίου 1992, όταν ο Στέργιος Πιτσιόρλας ήταν μέλος της ηγεσίας του ΣΥΝ