Live τώρα    
20°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Σποραδικές νεφώσεις
20 °C
17.5°C21.2°C
3 BF 70%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
20 °C
18.6°C21.0°C
2 BF 68%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
22 °C
20.5°C22.7°C
4 BF 52%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Αραιές νεφώσεις
19 °C
18.8°C22.1°C
3 BF 76%
ΛΑΡΙΣΑ
Αραιές νεφώσεις
19 °C
16.2°C18.9°C
0 BF 68%
Πρέπει να τεθούν δημοσιονομικές προτεραιότητες
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Πρέπει να τεθούν δημοσιονομικές προτεραιότητες

ΚΡΙΣΗ

Ο πόλεμος στην Ουκρανία άλλαξε προς το χειρότερο τα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας. Το πληθωριστικό κύμα, κυρίως στην ενέργεια, είχε ξεκινήσει νωρίτερα και συνδεόταν με την απότομη επαναφορά της ζήτησης μετά την πανδημία, καθώς και με την αλλαγή του ενεργειακού μείγματος για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Για παράδειγμα, το ηλεκτρικό ρεύμα είχε ετήσια αύξηση 45% τον περασμένο Δεκέμβριο και πολλά νοικοκυριά αλλά και επιχειρήσεις ήδη δυσκολεύονταν να ανταποκριθούν. Το Φεβρουάριο (πριν αρχίσει ο πόλεμος) η ετήσια αύξηση είχε φτάσει το 71,4% και η πίεση ήταν πλέον για πολλούς ασφυκτική. Στους επόμενους μήνες θα δούμε την εξέλιξη του προβλήματος. Αλλά πρέπει να θεωρούμε δεδομένο ότι οι αυξήσεις δεν θα υποχωρήσουν σύντομα. Αντίθετα, το πιθανότερο είναι να επεκταθούν και σε άλλα αγαθά και υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων των τροφίμων.

Ακόμη κι αν ο πόλεμος λήξει σύντομα, όπως όλοι ευχόμαστε, η ρήξη της Δύσης με τη Ρωσία και τους συμμάχους της θα έχει βάθος και διάρκεια. Οι τιμές της ενέργειας, των τροφίμων και άλλων πρώτων υλών δεν φαίνεται ότι θα επιστρέψουν στα επίπεδα πριν από την πανδημία, ακόμη και αφού σταματήσουν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις. Είναι φυσικό οι πολίτες να απαιτούν την παρέμβαση του κράτους απέναντι σε ένα τόσο ισχυρό κύμα ανατιμήσεων.

Το ερώτημα είναι αν μπορεί το κράτος να ανταποκριθεί σε αυτό το πολιτικό αίτημα και σε ποιο βαθμό. Αν θέλουμε να απαντήσουμε, πρέπει να λάβουμε υπόψη δύο δεδομένα. Το πρώτο είναι ότι το κράτος δεν υπάρχει έξω από την πραγματική οικονομία, αλλά αποτελεί μέρος της. Για την ακρίβεια, εισπράττει από κάποιους πολίτες και πληρώνει κάποιους άλλους πολίτες. Η διαφορά μεταξύ εσόδων και δαπανών, δηλαδή το δημοσιονομικό αποτέλεσμα, καθορίζει τη μεταβολή του δημόσιου χρέους, που με τη σειρά του επηρεάζει τις μελλοντικές δαπάνες. Με άλλα λόγια, μια αύξηση των δημόσιων δαπανών μπορεί να χρηματοδοτηθεί με δύο τρόπους: φορολογία και δανεισμό.

Το δεύτερο δεδομένο είναι ότι οι συνέπειες του πληθωρισμού είναι ασύμμετρες. Δεν επιβαρύνονται όλοι οι πολίτες στον ίδιο βαθμό, ενώ υπάρχουν σαφέστατα και αυτοί που επωφελούνται. Επομένως, το κράτος δεν χρειάζεται να στηρίξει το σύνολο των πολιτών, αλλά μόνο εκείνους που πλήττονται και ανάλογα με τον βαθμό που πλήττονται. Εφόσον οι ανατιμήσεις αφορούν ένα αγαθό πρώτης ανάγκης, όπως η ενέργεια, αντιλαμβανόμαστε πως όσο πιο φτωχός είναι κάποιος, τόσο μεγαλύτερες εισοδηματικές απώλειες υφίσταται.

Από τα παραπάνω δεδομένα προκύπτουν οι περιορισμοί της κρατικής παρέμβασης για την αντιμετώπιση της ακρίβειας, καθώς και οι προτεραιότητες που πρέπει να τεθούν. Το εύρος της οικονομικής στήριξης που μπορεί να προσφέρει το κράτος στους πολίτες συνδέεται ευθέως είτε με τη δυνατότητά του να φορολογήσει είτε με την αύξηση του χρέους που μπορεί να επωμιστεί. Αξίζει, για παράδειγμα, να δούμε την εμπειρία των παρεμβάσεων της προηγούμενης διετίας για την αντιμετώπιση της πανδημίας που χρηματοδοτήθηκαν εξ ολοκλήρου από δανεισμό. Το σωρευτικό δημοσιονομικό βάρος έφτασε τα 30 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στην αύξηση του χρέους της κεντρικής διοίκησης στην ίδια διετία. Αν στη σημερινή κρίση επαναληφθεί η ίδια πρακτική των παρεμβάσεων μεγάλης κλίμακας χωρίς αύξηση της φορολογίας, θα πρέπει να αναμένουμε νέα αύξηση του δημόσιου χρέους.

Υπάρχουν περιθώρια για κάτι τέτοιο; Τα δημοσιονομικά περιθώρια ενός κράτους ορίζονται από τις συνθήκες που διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους. Συγκεκριμένα, υποθέτοντας κάποιον μελλοντικό ρυθμό ονομαστικής μεγέθυνσης και κάποιο επιτόκιο δανεισμού, υπάρχει ένα ελάχιστο πρωτογενές πλεόνασμα που διασφαλίζει τη σταθεροποίηση και εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους. Συνοπτικά, υψηλότερο χρέος απαιτεί υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα στο μέλλον, ώστε να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητά του. Σε αυτό το πλαίσιο ορίζονται τα δημοσιονομικά περιθώρια και όχι βέβαια στις κατά καιρούς πολιτικές ρυθμίσεις, όπως το Σύμφωνο Σταθερότητας ή οι επαναγορές κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ.

Αν δεχτούμε ότι το σημερινό ύψος του ελληνικού δημόσιου χρέους δεν επιτρέπει τη χρηματοδότηση εκτεταμένων παρεμβάσεων από δανεισμό, απομένουν δύο επιλογές. Είτε να περιοριστεί η έκταση των παρεμβάσεων, στοχεύοντας αποκλειστικά στις πιο ευάλωτες κατηγορίες πολιτών ώστε να περιοριστεί το κόστος, είτε να αυξηθεί η φορολογία σε κάποιες κατηγορίες πολιτών προκειμένου να χρηματοδοτηθούν παρεμβάσεις μεγαλύτερης κλίμακας. Και οι δύο επιλογές είναι εφικτές -όπως και κάποιος συνδυασμός τους-, καμία όμως δεν είναι ευχάριστη.

Ο καθένας μπορεί να τοποθετηθεί υπέρ της μίας ή της άλλης επιλογής, ανάλογα με τις πολιτικές του προτιμήσεις. Αν δεν επιθυμεί να φορολογήσει, θα πρέπει να λάβει περιορισμένα μέτρα και να εξηγήσει γιατί επέλεξε αυτά ή τα άλλα κριτήρια. Αν θέλει να λάβει πιο εκτεταμένα μέτρα, θα πρέπει να φορολογήσει και να εξηγήσει ποιους φόρους θα αυξήσει και πόσο. Δεν μπορεί όμως να ξεφύγει από κάποιους περιορισμούς που υπάρχουν ανεξάρτητα από την πολιτική βούληση και θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στη δημόσια συζήτηση.

* Ο Φραγκίσκος Κουτεντάκης είναι συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL