Του Λόη Λαμπριανίδη*
Η παρούσα κυβέρνηση κατάφερε να καθιερώσει στον δημόσιο πολιτικό λόγο, τον δικό της αλλά εν μέρει και της αντιπολίτευσης, την ανάγκη ανακατεύθυνσης της ελληνικής οικονομίας προς ένα άλλο παραγωγικό υπόδειγμα που να ενισχύει την καινοτομία, να ενσωματώνει σύγχρονες τεχνολογίες και γνώση και ταυτόχρονα να μειώνει τις κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες, να αυξάνει την απασχόληση, να αναχαιτίζει τη φυγή του εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού και να δημιουργεί προοπτικές βιώσιμης και κοινωνικά δίκαιης ανάπτυξης ενόψει της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης.
Η Εθνική Αναπτυξιακή Στρατηγική που εκπονήθηκε σε αυτό ακριβώς το πνεύμα αποτυπώνει τους μεσομακροπρόθεσμους στόχους και τις επιμέρους αναπτυξιακές πολιτικές.
Το «πλεονέκτημα του καθυστερούντος»
Έχουμε εντοπίσει τα πλεονεκτήματα στα οποία μπορούμε να στηριχθούμε και τα μειονεκτήματα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε ώστε να μην επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος. Πρέπει, λοιπόν, να βρούμε τρόπους να μετατρέψουμε το «επενδυτικό κενό» και την καθυστέρηση σε πλεονέκτημα, το λεγόμενο «πλεονέκτημα του καθυστερούντος». Να αναζητήσουμε εκείνους τους επενδυτικούς τομείς όπου θα μπορέσει να υπάρξει η λεγόμενη «υπέρβαση / υπερπήδηση» (leapfroging), δηλαδή τομείς που θα επιτρέψουν τη μέγιστη δυνατή τεχνολογική ανανέωση και αναβάθμιση και επομένως θα καταστούν διεθνώς ανταγωνιστικότεροι. Όμως, το «επενδυτικό κενό» δεν παύει να είναι ένα πραγματικό πρόβλημα, όπως και η έλλειψη επενδυτικών κεφαλαίων, παρά τις σημαντικές προόδους που έχουμε κάνει στην προσέλκυση επενδύσεων, ή η σχετική ανεπάρκεια γνώσεων που θα υποστήριζαν τις επενδύσεις. To πρόβλημα είναι επομένως τριπλό: εντοπισμός περιοχών leapfroging, εκπαίδευση αντίστοιχου ανθρώπινου δυναμικού, εντατικοποίηση της προσπάθειας για προσέλκυση κεφαλαίων. Εδώ εντοπίζεται και ένα από τα σημαντικότερα προαπαιτούμενα της οποιασδήποτε βιομηχανικής πολιτικής: η δημιουργία ενός ολοκληρωμένου και συνεκτικού εθνικού (και περιφερειακού) συστήματος καινοτομίας στο οποίο οι τρεις αλληλένδετοι πυλώνες θα αλληλοτροφοδοτούνται αποτελεσματικά.
Καλούμαστε λοιπόν να επεξεργαστούμε σενάρια που θα προκαλέσουν μια επενδυτική έκρηξη και να της προσδώσουμε συγκεκριμένη κατεύθυνση, ώστε να είναι οικολογικά βιώσιμη, ανταγωνιστικά επαρκής και κοινωνικά συνεκτική. Απαιτείται όμως να ενδιαφερθούμε όχι μόνο για τον ρυθμό αύξησης των επενδύσεων και του ΑΕΠ, αλλά και για το πώς θα υλοποιηθεί μια τέτοια αύξηση κινούμενοι σε δύο παράλληλους άξονες: αφενός στην κατεύθυνση της ενίσχυσης των παραδοσιακών κλάδων στους οποίους διαθέτουμε συγκριτικά πλεονεκτήματα, με κύριο ζητούμενο στόχο τη βελτίωση των δεικτών που αφορούν την παραγωγικότητα, τον ψηφιακό τους μετασχηματισμό, την ενίσχυση της εξωστρέφειας κ.λπ., και αφετέρου στην κατεύθυνση της επιλογής και χρηματοδότησης νέων τομέων της οικονομίας που μπορούν να έχουν δυναμισμό σε διεθνές επίπεδο.
Πρώτος άξονας
Ο πρώτος άξονας θα μας επιτρέψει να διατηρήσουμε τη σχετική μας θέση και να αντιμετωπίσουμε τις σύγχρονες προκλήσεις με πολιτικές και χρηματοδοτικά εργαλεία που θα στοχεύουν στην ενίσχυση των παραδοσιακών κλάδων της οικονομίας και ταυτόχρονα στην εισαγωγή καινοτομιών σε μια προσπάθεια να εισέλθουμε με αξιώσεις στην 4η Βιομηχανική Επανάσταση.
Οφείλουμε έτσι να δώσουμε συνέχεια στις αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά και επιδιώκοντας μια σειρά άλλους στόχους: να αναζητηθούν οι κλάδοι όπου η υποκατάσταση εισαγωγών μπορεί να αποτελέσει αναπτυξιακό μοχλό, να υπάρξει στροφή στην ομογένεια για να έρθουν περισσότερες επενδύσεις από το εξωτερικό, να ενθαρρυνθούν οι συνεργασίες των επιχειρήσεων.
Με αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να βελτιώσουμε την επενδυτική μας ελκυστικότητα τηρώντας και τα συμφωνηθέντα με τους διεθνείς εταίρους μας. Όμως αυτά δεν αρκούν για να κάνουμε το «άλμα προς τα εμπρός» εάν το εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό μας δεν έχει τη δυνατότητα να συμβάλει καθοριστικά στην αλλαγή του αναπτυξιακού υποδείγματος και εάν δεν αξιοποιηθούν οι ικανότητές του, οι επιστημονικές ιδέες και πατέντες του στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών. Η επιστροφή της χώρας στην ανάπτυξη και η έξοδος από τη δημοσιονομική εποπτεία είναι μια σημαντική εξέλιξη και επιτυχία. Ωστόσο, το «άλμα προς τα εμπρός» απαιτεί αναπτυξιακούς ρυθμούς άνω του 3%-3,5% και επί σειρά ετών ώστε να προσεγγίσουμε πραγματικά τον ευρωπαϊκό πυρήνα, που είναι και η μόνη μακροπρόθεσμη εγγύηση παραμονής μας στην Ε.Ε. και στα αναπτυγμένα κράτη.
Δεύτερος άξονας
Έτσι, προϋποτίθεται ο δεύτερος άξονας, που ακριβώς μπορεί να οδηγήσει στην επίτευξη του ζητούμενου θεμελιώδους μετασχηματισμού. Βασική επιδίωξη εν προκειμένω είναι να προσδιορίσουμε και στη συνέχεια να αναπτύξουμε «φωλιές αγοράς» / «τομείς» της οικονομίας που μπορούν να εμφανίσουν μεγάλο δυναμισμό σε διεθνές επίπεδο.
Προϋπόθεση και παράγων επιτυχίας αυτού του φιλόδοξου στόχου είναι η ουσιαστική αξιοποίηση του εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού της χώρας και η ανάδειξη των τομέων εκείνων όπου έχουμε ουσιαστικές δυνατότητες σε ερευνητικό/ τεχνολογικό επίπεδο. ´Εχοντας καταγράψει τους τομείς «επιστημονικής/ τεχνολογικής αριστείας», εντοπίζουμε τους τομείς όπου οι ελληνικές επιχειρήσεις όντως «καινοτομούν». Χωρίς να αποκλείουμε και τομείς επιστημονικής ή παραγωγικής αριστείας per se, εντοπίζουμε εκείνους που, ενισχυόμενοι κατά προτεραιότητα, μπορούν να εξασφαλίσουν έναν ιδιαίτερο δυναμισμό της χώρας σε διεθνές επίπεδο, προφανώς με κατάλληλη δημόσια στήριξη (χρηματοδότηση αλλά και με ένα σύνολο δράσεων στον τομέα της εκπαίδευσης, της έρευνας, των υποδομών κ.λπ.). Βέβαια, για να υλοποιηθούν τα παραπάνω απαιτείται συνεννόηση μεταξύ βιομηχανίας, δημόσιας διοίκησης και ακαδημαϊκής - ερευνητικής κοινότητας. Για τον στόχο αυτό πρέπει να ξεπεράσουμε το γεγονός ότι κράτος και βιομηχανία δρουν εν πολλοίς βραχυπρόθεσμα και καιροσκοπικά και γι’ αυτό απαιτείται (μεταξύ άλλων) διαφοροποίηση των παρεχομένων κρατικών κινήτρων από παροχές σε μεμονωμένες επιχειρήσεις προς ομαδοποιήσεις επιχειρήσεων σε ίδιους ή συμπληρωματικούς προεπιλεγέντες τομείς.
Μόνο έτσι θα μπορούσαμε να κατακτήσουμε μια αξιόλογη θέση της χώρας στο περιβάλλον των πολλαπλών μετασχηματισμών που λαμβάνουν χώρα σήμερα με την προϊούσα 4η Βιομηχανική Επανάσταση. Μόνο σε αυτή την περίπτωση το αξιόλογο επιστημονικό δυναμικό της χώρας μας δεν θα πουλούσε απλώς -συχνά βέβαια σε αρκετά καλή τιμή- την εργατική του δύναμη, αλλά θα συνέβαλλε πραγματικά στην ανάπτυξη της χώρας μέσω της συμβολής του στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας στη χώρα.
«Thinking capacity»
Προϋπόθεση ενός τέτοιου μετασχηματισμού είναι και η ριζική αύξηση της λεγόμενης «thinking capacity», τόσο του κράτους με τη στενή έννοια (με τον μετασχηματισμό του σε ένα αληθινά επιτελικό-επιχειρηματικό κράτος) όσο και της κοινωνίας ευρύτερα. Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, πρέπει όλα όσα αναφέραμε παραπάνω να επιδιωχθούν μέσα στο πλαίσιο μιας πραγματικά περιεκτικής και ολοκληρωμένης αναπτυξιακής στρατηγικής (και σήμερα για πρώτη φορά διαθέτουμε πλέον κάτι τέτοιο) που θα λαμβάνει μεν υπόψιν ό,τι ήδη επιτεύχθηκε, αλλά θα κατανοεί και ότι αυτό δεν αποτελεί παρά μια πρώτη μαγιά στον μακρύ δρόμο που απαιτείται να διανυθεί.
Καθοριστικός παράγοντας επιτυχίας αυτού του μετασχηματισμού είναι o ολοκληρωμένος σχεδιασμός της Εθνικής Αναπτυξιακής Στρατηγικής αλλά και ο συνεκτικός συντονισμός και η αποτελεσματική υλοποίηση των ειδικότερων πολιτικών, καθώς και η επιδίωξη της ευρύτερης δυνατής (πολιτικής και κοινωνικής) συναίνεσης στους βασικούς στόχους.
Βασικά προαπαιτούμενα, επομένως, αυτής της διπλής στρατηγικής κατεύθυνσης που περιγράφουμε είναι η διαμόρφωση και ο αποτελεσματικός συντονισμός των εργαλείων άσκησης αναπτυξιακής πολιτικής, η επαναξιολόγηση εργαλείων που χρησιμοποιήθηκαν στο παρελθόν και η εισαγωγή νέων. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται η ομαλή μετάβαση της ελληνικής οικονομίας σε μια δύσκολη, αλλά εφικτή νέα αναπτυξιακή τροχιά, σε ένα πνεύμα συνεργασίας των παραγωγικών και κοινωνικών δυνάμεων. Προφανώς απαιτούνται ταυτόχρονα και παράλληλα γενικότεροι μετασχηματισμοί, όπως ιδίως στο εκπαιδευτικό σύστημα όσο και στις αντιλήψεις και την κουλτούρα ολόκληρης της κοινωνίας (π.χ. βελτίωση του επιπέδου συνεργασίας, αλλαγή της αντίληψης για τα τεχνικά επαγγέλματα).
Τέτοιες μεταβολές μοιάζουν ριζικές, αλλά η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι δεν σπανίζουν, αρκεί να σκεφτεί κανείς τις σκανδιναβικές χώρες στις αρχές του 20ού αιώνα ή την ανατολική Ασία στα τέλη του. Ας τολμήσουμε να φανταστούμε το ίδιο και για τη χώρα μας, όχι αιθεροβατώντας, αλλά προτείνοντας ένα συγκεκριμένο και ρεαλιστικό σχέδιο μετάβασης σε ένα διαφορετικό οικονομικό, αναπτυξιακό και κοινωνικό υπόδειγμα.
* Ο Λόης Λαμπριανίδης είναι γενικός γραμματέας Στρατηγικών και Ιδιωτικών Επενδύσεων στο υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης