Live τώρα    
16°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
16 °C
13.1°C16.2°C
3 BF 70%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
15 °C
12.6°C16.7°C
1 BF 76%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
16 °C
16.0°C17.0°C
3 BF 66%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Αραιές νεφώσεις
17 °C
15.4°C17.8°C
4 BF 74%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
11 °C
10.9°C13.0°C
0 BF 87%
Το θαύμα-τίποτα
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Το θαύμα-τίποτα

Άνθρωποι περπατούν στην οδό Ερμού
EUROKINISSI/ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΕΜΠΑΠΗΣ

Μέρα που είναι, στιγμή που είναι, καθώς όλοι μιμούμαστε μια αρχή ή ένα τέλος που δεν υπάρχει, σαν μεγάλοι ηθοποιοί μέσα στο χάος, ως αληθινοί ηθοποιοί (μερικές φορές με νύχια και με δόντια ή άλλες φορές ακόμα και με το αίμα τους) που πλάθουν το ήθος του ρόλου τους, το ήθος της μοίρας τους στο αχανές, άναρχο και ατελεύτητο μυστήριο ενός αδιερεύνητου θεάτρου, μέρα που είναι λοιπόν, ας αφήσουμε χώρο για λίγους στίχους, την πιο διεισδυτική ίσως τελετουργία για να γιορτάσουμε το «θαύμα-τίποτα». Ίσως γιατί η ποίηση (σε όλες τις μορφές της, όχι μόνο η γραφόμενη) είναι η μόνη μέθοδος επιχειρημάτων που αφήνει χώρο εξίσου άπλετο και στην απελπισία, και στην ελπίδα.

Κάτι που οι μεγάλοι ποιητές το γνωρίζουν καλά. Ο Γιάννης Ρίτσος μάλιστα, ως ένας από αυτούς, είχε το «αγαθό» προσωπικό έθιμο να ξεκινά κάθε νέα χρονιά γράφοντας ένα ποίημα, σημειώνοντας από κάτω (όπως σε όλα τα ποιήματά του) την ημερομηνία της πρώτης γραφής. Στο αρχείο του στο Μουσείο Μπενάκη υπάρχουν αρκετά ποιήματα με ημερομηνία 1 Ιανουαρίου. Ένα τέτοιο ποίημα με ημερομηνία 1/1/1988 και τίτλο «Νύχτωσε» αντιγράφω, σημειώνοντας ότι αντιγράφω την πρώτη γραφή, γιατί διαθέτει όλη τη δύναμη της αρχικής συγκίνησης που μεταδίδει ακέραια και αδιαμεσολάβητα το βαθύ υπαρξιακό υπόστρωμα που βρίσκεται κάτω από όλο το ογκώδες έργο του Ρίτσου και το οποίο εισέτι (το υπαρξιακό υπόστρωμα) παραμένει αδιερεύνητο σαν το ταξίδι στο κέντρο της Γης.

Αργότερα, βέβαια, το ποίημα ξαναγράφτηκε, η αρχική ελεγειακή συγκίνηση μεταμορφώθηκε σε υψηλής ποιότητας δραματική ένταση, προβιβάστηκε σε αισθητικό και ηθικό ολοκλήρωμα, όμως εμένα μ’ άρεσε πάντα περισσότερο η πρώτη του μορφή, η τραχύτητα όλων των δακρύων που δεν βγαίνουν ποτέ προς τα έξω γιατί δεν γίνεται να βγουν. Ανήκουν εξ ολοκλήρου στον «ένδακρυ αυλητή», του φουσκώνουν τα μάγουλα και ασκημίζει το πρόσωπό του (αφηγούμαι άλλο ποίημα του Ρίτσου), αλλά από τον αυλό βγαίνει η ουράνια μουσική που κάνει τους άλλους να γελούν, να χορεύουν, να τραγουδούν και να παρηγορούνται γιορτάζοντας.

Βρισκόμαστε στην 1η/1/1988, ο ποιητής -είμαι βέβαιος γι’ αυτό- νιώθει το τέλος (11/11/1990) να πλησιάζει και γράφει το ποίημα «Νύχτωσε», που αργότερα, επεξεργασμένο, περιλήφθηκε στη συλλογή «Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα» (Κέδρος, 1991):

«Ακόμη ένας χρόνος… είπε / ένας χρόνος περισσότερο στο χρόνο του / ένας χρόνος λιγότερο απ’ το χρόνο του. Απ’ το παράθυρο είδαμε / Βαρέθηκε τα ποιήματα, / βαρέθηκε τη μουσική. / Τ’ αγάλματα κωφάλαλα. / Να πιω τον καφέ μου - είπε. / Να καπνίσω το τσιγάρο μου. / Να είμαι, να μην είμαι / Διπλά / Μέσα σ’ αυτή την ησυχία, / μέσα σ’ αυτό το θαύμα-τίποτα».

Αυτό το «θαύμα-τίποτα» λοιπόν, που κάνει όμως τη ζωή «ένα τραύμα στην ανυπαρξία», ένα «θαύμα-τίποτα» που σε πηγαίνει ακαριαία στο σαιξπηρικό «to be or not to be», όπως, νομίζω, μεγαλειωδώς μετέφρασε ο Παύλος Μάτεσης: «Να είσαι ή να μην είσαι». Ένα θαύμα-ερώτημα, που απαντιέται μονάχα με το ποίημα, το οποίο βέβαια δεν έχει εξήγηση, επειδή ακριβώς το ποίημα είναι μια απάντηση που δεν μπορούμε να δοθεί με άλλον τρόπο.

Και τότε, τούτη τη στιγμή που γιορτάζεται αυτό το «θαύμα-τίποτα», που εκρήγνυται δηλαδή το «ποίημα-απάντηση», φανερώνεται όλο το παράλογο μιας ανθρωπότητας που παραπαίει σ’ έναν άρρυθμο και άθλιο χορό ασύντακτων βημάτων, τα οποία ούτε πηγαίνουν ούτε έρχονται ούτε μετρούν, έτσι τρελά χωρίς ρυθμό που είναι, τον χώρο και τον χρόνο. Φανερώνεται το παράλογο μιας ανθρωπότητας που πνίγεται μέσα στο ίδιο της αίμα. Που πνίγεται δηλαδή μέσα σε ένα «τίποτα» χωρίς θαύμα. Εκεί που μόνο οι ποιητές (της κάθε ποίησης) αντιστέκονται κι ακόμα και στους καιρούς της φρίκης τραγουδούν το τραγούδι της φρίκης ρυθμοκρατώντας τον κόσμο.

Να, όπως ο μαρτυρικός Φώτης Αγγουλές, που γράφει την Πρωτοχρονιά του 1956:

«Κι εφέτος η Πρωτοχρονιά στη φυλακή με βρίσκει / κι άδειο κανίσκι είν’ η καρδιά και μαύροι γύρω μου ίσκιοι. / Κι έτσι καθώς σε σκέφτομαι Χαρά που μούχεις λείψει / μου σιγοτραγουδά η βροχή του σύννεφου τη θλίψη».

Ψυχή βαθιά!

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL