Live τώρα    
25°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
25 °C
23.0°C27.9°C
2 BF 63%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
21 °C
19.1°C22.9°C
1 BF 72%
ΠΑΤΡΑ
Αραιές νεφώσεις
26 °C
24.9°C30.9°C
1 BF 59%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
33 °C
28.6°C32.8°C
4 BF 23%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
23 °C
22.9°C22.9°C
0 BF 60%
Οδοιπορικό της ΑΥΓΗΣ / Στην Αθήνα τον Αύγουστο - «Έχω να πάω κάπου 45 χρόνια»
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Οδοιπορικό της ΑΥΓΗΣ / Στην Αθήνα τον Αύγουστο - «Έχω να πάω κάπου 45 χρόνια»

133755814-a.jpg
«Εμείς είμαστε ήδη εκτός Αθήνας, δεν μας βλέπεις εδώ», λένε οι άνθρωποι που ψήνουν καφέ και τους ψήνει στην οδό Πραξιτέλους

Μέχρι τα 18 της ήταν στη Σκόπελο. Γεννήθηκε και μεγάλωσε έχοντας μπροστά της τη θάλασσα. Κάθε τόσο φυσούσε αέρας. Έπαιρνε το ρούχο και το κολλούσε στις γάμπες της. Σήμερα ο αέρας παίρνει φουστάνια που έχει ακουμπισμένα στις κρεμάστρες. Η μία πιο ψηλά από την άλλη στον τοίχο, σε μια προσπάθεια να υπάρχουν αρκετές επιλογές και να φαίνονται από μακριά.

Η Μάγχη έχει μαγαζί με τουριστικά είδη στην Πλάκα εδώ και 45 χρόνια. Όπως στο νησί, η εποχή που περιμένει περισσότερο είναι το καλοκαίρι. Κι η αλήθεια είναι ότι μέχρι και την Πλάκα δεν περπατάμε στην Αθήνα που ξέρουμε. Δεν είναι η Αθήνα τουλάχιστον που άφησε πίσω της η αντιπαροχή. Λίγο πιο βόρεια, στα Αναφιώτικα, έχει ακόμη και καλντερίμια.

Δεν μυρίζει, βέβαια, αλμύρα. Αν και ο Πειραιάς άρχισε να δείχνει ότι βρίσκεται πιο μακριά, ενώ δεν είναι και τόσο, από τότε που πλημμύρισε τσιμέντο η πόλη. Η περιοχή έχει όμως όλα τα υπόλοιπα. Κλωνάρια βουκαμβίλιας που ξεπετάγονται από τις αυλές στα μονοπάτια και τουρίστες που τα φωτογραφίζουν με φόντο την πέτρινη περίφραξη και μια γάτα σε σιέστα. Και την ώρα που στα νησιά οι ντόπιοι περιμένουν ν’ ανοίξει η μπουκαπόρτα, η Μάγχη περιμένει τη στιγμή που θ’ ανηφορίσει ο κόσμος από το μετρό προς την Ακρόπολη και θα περάσει μπροστά από την πόρτα της στη Μάρκου Αυρηλίου. «Μάρτυς μου ο Θεός, σήμερα έχω κάνει ταμείο 5 ευρώ», μου λέει, ενώ κάθεται σε μια καρέκλα απ' έξω κι έχει μάρτυρες μικρές εικόνες Αγίων που μας κοιτάνε από μέσα.

Για την ίδια, εκείνο που φαίνεται να φταίει περισσότερο είναι η προσπάθεια διάφορων επιχειρήσεων -από το Μοναστηράκι μέχρι τις Κυκλάδες- να βγάλουν όσα περισσότερα λεφτά γίνεται. «Νομίζω ότι βλέπουμε μια αντίδραση από τον κόσμο. Δεν μπορεί να πληρώνεις χρυσό ένα ψάρι. Και μπορεί οι τουρίστες να είναι πιο άνετοι οικονομικά, δεν είναι όμως βαρόνοι».

Από την άλλη, η μόνη της επιλογή είναι να συνεχίσει ν’ ανεβάζει τα ρολά και να περιμένει κάποιον πελάτη. Κάθεται επί ώρες σε μια σκιά τόση όσο το υπόστεγο της παλιάς αθηναϊκής κεραμοσκεπής. Μια λωρίδα στην οποία μπορεί να βάλει μια καρέκλα ακόμη δίπλα, για όποιον θέλει να κάνει παρέα, είναι όμως και μια ρουτίνα που πρέπει να χωρέσει σ’ ένα μέτρο πλάτος. Στον εαυτό της χρωστάει σίγουρα έναν Αύγουστο μακριά από την Αθήνα. «Όχι», λέει, «δεν μπορώ». «Έχω να πάω 45 χρόνια κάπου».

«Η τάξη που έχει λεφτά είναι ήδη στα νησιά»

Λίγα επίπεδα κάτω από την Ακρόπολη, η όψη της αποτυπώνεται πάνω στον καμβά. Κίονες με ουρανό γαλάζιο και μετά πορτοκαλί. Στα διαφορετικά χρώματα της ημέρας. Ο Ρ. έχει κρεμάσει μικρούς ορθογώνιους πίνακες στη μάντρα μιας ταβέρνας. Ο ίδιος κάθεται πιο μακριά. Είναι σκυμμένος πάνω από τη ζωγραφιά και ολοκληρώνει το σχέδιο μιας αρχέγονης ελιάς. Εκτός απ’ το να πουλά ένα έτοιμο έργο, δημιουργεί εκείνη τη στιγμή. Οι πίνακες είναι προσεγμένοι, ο ίδιος ωστόσο δείχνει απογοητευμένος από καιρό. «Άμα ήταν καλοί, δεν θα τους έβλεπες τώρα, θα τους είχα πουλήσει. Δεν έρχομαι εδώ να κάνω τον καλλιτέχνη».

Ο Γρηγόρης πουλάει κουλούρια στο Σύνταγμα από την εποχή των Μνημονίων. Βλέπει τον κόσμο με όλες του τις όψεις και διαθέσεις, είναι μέρος της καθημερινότητας μιας Αθήνας που ξυπνά το χάραμα και γυρνά σπίτι αργά το μεσημέρι

Τα καλοκαίρια και του ίδιου κινούνται εντός των ορίων της νησιώτικης επικράτειας της Αθήνας. «Εμείς είμαστε η τελευταία τάξη. Η τάξη που έχει λεφτά είναι τώρα στα ξενοδοχεία». Έχοντας μεγαλώσει, ο Ρ. δεν τρέφει μεγάλες ελπίδες να ξεκουραστεί άμεσα. «Έχω τελειώσει δύο σχολές στη χώρα μου. Αλλά η τύχη μ’ έφερε εδώ».

«Ο κόσμος δεν μας κοιτάει καν»

Στην οδό Ηρακλειδών, στο Θησείο, τα δικά του προβλήματα αντιμετωπίζει ένα ψιλικατζίδικο. Συναντώ εκεί την Κατερίνα. Κρατά το πρόσωπο με τη γροθιά της, έχοντας γείρει πίσω από το ταμείο. «Είναι δύσκολο να κρατηθείς. Ο κόσμος που μπαίνει μέσα είναι ελάχιστος, κάνω ταμείο 80 ευρώ τη μέρα κι από αυτά τα περισσότερα δεν είναι κέρδος».

Το ψιλικατζίδικο ως μαγαζί είναι κομμάτι του οικοσυστήματος μιας γειτονιάς. Όπως και στο υπόλοιπο όμως κέντρο, πόσο μάλλον στο τουριστικό, ο χαρακτήρας της πόλης έχει αλλάξει. Έτσι, ενώ τα δωμάτια Αirbnb είναι κλεισμένα διαρκώς, ο τζίρος παραμένει σε χαμηλά επίπεδα. «Οι τουρίστες δεν έρχονται να ψωνίσουν πράγματα από εμάς. Θα πάρουν από το σούπερ μάρκετ».

Ετσι κι αλλιώς όμως φαίνεται ότι έχει ατονήσει η σχέση του κόσμου με το μαγαζί, γεγονός που συνδέεται και με μια γενικότερη αλλαγή στις συνήθειες. «Οι εφημερίδες δεν πουλάνε καθόλου. Όπως τις παίρνω, τις επιστρέφω. Μια μέρα έδωσα μόνο τέσσερις». Τα προϊόντα που φαίνεται, αντίθετα, να διατηρούν αναλλοίωτη τη δυναμική τους στον χρόνο είναι τα τσιγάρα και τα παγωτά.

Απέναντι από το ψιλικατζίδικο βρίσκεται ένα καρτοτηλέφωνο. Οι μέρες που σήκωναν το ακουστικό του έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Βασικό στοιχείο στη χρήση του ήταν η επαφή. Χωρίς αυτήν μοιάζει απλά με απομεινάρι μιας άλλης εποχής. Αυτό είναι που στοιχίζει και στην Κατερίνα κι όχι τόσο ένα ακόμη καλοκαίρι στην Αθήνα τέτοιες μέρες. «Χρειάζεται μια κίνηση για ν’ αναπτερωθείς, αλλά κι έξω που κοιτάς ο κόσμος δεν κοιτάει. Δεν είναι πια στην προσοχή του ένα μικρό μαγαζί».

Ένας τρόπος για να περάσει το καλοκαίρι ευκολότερα στην πόλη είναι να το φέρεις πιο κοντά σου. Μάσκα με αναπνευστήρα πάνω σε δίσκους, με φόντο τον Μαρξ, σ' ένα από τα παλαιοπωλεία του Μοναστηρακίου

«Αμάν, ρε Μπακογιάννη, έβγαλες τη σκουπιδιάρα μες στο μεσημέρι»

«Το χαμόγελό σας η αιτία… Το χαμόγελό μας το αποτέλεσμα». Το σλόγκαν ανήκει σε μια αλυσίδα με μαγειρεία που λειτουργεί κοντά στο Σύνταγμα. Γρήγορα, όμως, μπορεί να καταλάβει κανείς ότι πρόκειται για μια προσπάθεια να ωραιοποιηθεί η πραγματικότητα. Και μια υποχρέωση ταυτόχρονα για τους εργαζόμενους να εμφανίζονται ευδιάθετοι, παρά τις δύσκολες συνθήκες μέσα στις οποίες υποχρεώνονται να δουλεύουν.

Συνεχίζονται οι μαραθώνιες εργασίες στην Πανεπιστημίου. Για τον περαστικό είναι ένα έργο που δεν τελειώνει. Για τους εργάτες δουλειά στον καυτό ήλιο υπό τα βλέμματα των τουριστών

Μια γυναίκα που στέκεται πίσω από τα τσίγκινα δοχεία με το φαγητό και τη θερμαινόμενη γυάλινη βιτρίνα κάνει αέρα με τη βεντάλια. Είναι πολύ ευγενική, όπως και ακόμη τρεις συναδέλφισσές της. Ωστόσο, η μόνη στιγμή που θα χαμογελάσουν αυθόρμητα είναι όταν τους ζητάω να μου περιγράψουν την καθημερινότητα. «Μετράμε αντίστροφα όπως οι φαντάροι. Λίγο πριν της Παναγίας κλείνουμε κι εμείς». Ζητάω να βγάλω μια φωτογραφία με τη βεντάλια ν’ ανεμίζει. «Η επιχείρηση δεν το επιτρέπει». Τότε στράφηκα στον πίνακα με το σλόγκαν. «Μισό λεπτάκι να ρωτήσω την υπεύθυνη. Όχι, δεν μπορείτε».

«Η ομπρέλα δεν σε σώζει ούτε στην παραλία»

Στη διασταύρωση με την Καραγιώργη Σερβίας συναντώνται καθημερινότητες και προσπάθειες. Ο Γρηγόρης μετράει πενηντάλεπτα και εικοσάλεπτα από τα κουλούρια που έδωσε. Στο χαρτί που ακουμπούσαν οι στοίβες με τα φρεσκοψημένα παρασκευάσματα του φούρνου έχει μόνο σουσάμι. Εκεί θ’ ακουμπήσει για μια στιγμή ένα πακέτο τσιγάρα και τα κλειδιά του σπιτιού. Ο επίλογος της ημέρας και η προσμονή για πίσω.

Ο Γρηγόρης είναι ο άνθρωπος που θα συναντούσες στη γωνία ενός μπαρ. Φοράει μια μπλούζα με τους δυο θεούς του επί μουσικής σκηνής Τζίμι Χέντριξ και Slash. Ενώ ξέρει να σου πει για φεστιβάλ που δεν γνωρίζεις. Για τη δουλειά του λέει πως βρίσκεται σε γραφείο ευάερο και ευήλιο. Το καλοκαίρι το ένα χαρακτηριστικό του γραφείου γίνεται μειονέκτημα, αν κι έχει για στέγη του μια ομπρέλα. «Ποια ομπρέλα, ούτε στην παραλία δεν σε δροσίζει».

Μπροστά μας θα περάσει ένα απορριμματοφόρο του δήμου. Δύο νεαρές γυναίκες κατεβαίνουν για να φορτώσουν τους κάδους με τις συσκευασίες ανακύκλωσης. «Καλά είμαστε, συμπληρώνουμε ένα πεντάωρο τώρα. Μόνο η ζέστη πειράζει, ευτυχώς τα δικά μας σκουπίδια δεν μυρίζουν». Από πίσω κορνάρει ένας διανομέας της efood. Αναθεματίζει: «Αμάν, ρε Μπακογιάννη, έβγαλες τη σκουπιδιάρα μες στο μεσημέρι».

Το πρόσωπο του καλοκαιριού στην πόλη το βλέπεις κάτω από κάθε φανάρι. Όπως στην Παλιά Βουλή, που στέκονται οι οδηγοί των κόκκινων τουριστικών λεωφορείων. «Για εμάς οι διακοπές είναι τον χειμώνα και μόνο τριήμερα-τετραήμερα, αν κολλήσουμε κανένα ρεπό». Όσο για τις δυσκολίες που βιώνουν καθημερινά, αφορούν κυρίως τη ζέστη, «και σ’ εμάς το air condition δεν μπορεί να έχει αποτέλεσμα, γιατί δεν έχουμε οροφή, είναι ανοιχτή», το υπαρκτό ακόμη μποτιλιάρισμα, ασυνήθιστο σε σχέση με άλλες χρονιές, και τα παράνομα παρκαρίσματα.

Το καλοκαίρι στην πόλη είναι επίσης και πρόσωπα ανθρώπων που στάζουν από τον ιδρώτα γιατί δεν έχουν άλλη επιλογή. Για ακόμη μια φορά κάτω από τον καύσωνα, επί της πλατείας Κοραή, συνεχίζονταν οι εργασίες που συνδέονται με την ανάπλαση της Πανεπιστημίου. Για τον περαστικό είναι ένα έργο που δεν τελειώνει. Για τον εργάτη που σκάβει είναι ένα βάρος που στέκεται στην άκρη της μύτης του καπέλου του. Του μόνου αντικειμένου που τον χωρίζει απ’ τον πιο καυτό ήλιο που έχουμε ζήσει.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL