Live τώρα    
17°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
17 °C
12.5°C18.1°C
1 BF 68%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
15 °C
11.6°C16.0°C
2 BF 53%
ΠΑΤΡΑ
Αραιές νεφώσεις
15 °C
12.0°C14.9°C
2 BF 68%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
13 °C
12.8°C14.9°C
2 BF 85%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
13 °C
12.3°C14.1°C
2 BF 54%
Marta Silvia Dios Sanz / Το φως των Δελφών - Από την Αργεντινή στην Ελλάδα
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Marta Silvia Dios Sanz / Το φως των Δελφών - Από την Αργεντινή στην Ελλάδα

1332834IMG_20230420_173606.jpg

Marta Silvia Dios Sanz. Είναι η 44χρονη ελληνίστρια Αργεντίνα η οποία μαγεύτηκε παρατηρώντας την ανατολή του ήλιου στους Δελφούς ένα βροχερό πρωινό του Φεβρουαρίου του 2002, εγκατάλειψε στα 23 της χρόνια το Μπουένος Άιρες, την πολυμελή οικογένειά της, την ιατρική σχολή και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, μελετώντας την ελληνική γραμματεία, σε πολύ δύσκολες οικονομικές συνθήκες.

Τη συνάντησα πρώτη φορά το 2017 όταν ξεναγούσε στην Ελλάδα τον Carlos Calica Ferrera, τον μοναδικό επιζήσαντα φίλο του Τσε Γκεβάρα - γιο του πνευμονολόγου γιατρού του Αργεντινού επαναστάτη. Το επόμενο αντάμωμα ήταν ραδιοφωνικό, όταν την άκουσα πριν από λίγες ημέρες στη λογοτεχνική εκπομπή της «Libro Libre» του διαδικτυακού ραδιοφώνου Beton 7 Art radio να αναλύει τη φιλοσοφική σκέψη του Πλάτωνα. Σήμερα η Μάρτα παραδίδει σεμινάρια λογοτεχνίας -ελληνικής, ευρωπαϊκής και αργεντίνικης- και φιλοσοφίας για τον Νίτσε, τον Ηράκλειτο και τον Πλάτωνα, και συνεργάζεται με την πολιτιστική εταιρεία Πύρνα και το Ίδρυμα «Θεοχαράκη».

Το ραντεβού μας έγινε στο γραφείο της στα Εξάρχεια, σε μια γκαρσονιέρα πνιγμένη στα πολύγλωσσα βιβλία (Ταμπούκι, Προυστ, Ζαν Πολ Σαρτρ, Όσκαρ Ουάιλντ, Μπαλζάκ, Κορτάσαρ, Καζαντζάκης, Τερζάκης, Καραγάτσης, Ελύτης) και στις φωτογραφίες των γονιών της που δεν ζουν πια.

«Μεγάλωσα σε ένα αστικό σπίτι στο Μπουένος Άιρες, όπου η βιβλιοθήκη ήταν ένας μαγικός χώρος· δύο τεράστια δωμάτια με τα βιβλία τοποθετημένα ανά κατηγορία: ιστορία των θρησκειών, αρχαία ελληνική και λατινική γραμματεία, ευρωπαϊκή και λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία, φιλοσοφία, ψυχανάλυση, ιστορία των τεχνών και της μουσικής, αρχαιολογία και ανθρωπολογία. Όμως δεν υπήρχε διαχωριστική γραμμή μεταξύ της Τέχνης και της ζωής. Η λογοτεχνία ξετρύπωνε από παντού στο σπίτι μας, στο πρωινό, στον καφέ, στις οικογενειακές συζητήσεις.

Ο πατέρας μου, δικηγόρος στο επάγγελμα, μου κληροδότησε το πάθος για τη γλώσσα και τη λογοτεχνία. Ήταν το “πνευματικό φως” της οικογένειας, μου έμαθε πως η λογοτεχνία κάνει πιο συναρπαστική τη ζωή μας και δίνει λύσεις εκεί που η κοινή λογική αδυνατεί να το κάνει. Η μητέρα μού κληροδότησε το πρωινό χαμόγελο που σε κάνει να είσαι ευγνώμων για τη ζωή και να μην τα παρατάς στις δυσκολίες. Από τα 9 μου χρόνια άκουγα τον πατέρα μου να λέει εκτός βιβλίου αποσπάσματα από τους “Άθλιους” του Βίκτωρος Ουγκό. Χαρακτήριζε το βιβλίο αυτό το “5ο Ευαγγέλιο”, λέγοντας πως κάθε επαναστάτης και χριστιανός οφείλει να διαβάζει τον Ουγκό. Επίσης άκουγα από το στόμα του τα διηγήματα του Όσκαρ Ουάιλντ. Επηρεασμένη από τα ακούσματα αυτά, όταν επισκέφτηκα για πρώτη φορά το Παρίσι στα 30 μου χρόνια αναζητούσα απεγνωσμένα να βρω τον τάφο του Όσκαρ Ουάιλντ -που τον βρήκα- και του Γιάννη Αγιάννη, ξεχνώντας ότι πρόκειται για μυθιστορηματικό και όχι ιστορικό πρόσωπο».

Ο πατέρας της αγνωστικιστής, η μητέρα Φραγκισκανή και εξαιρετική αφηγήτρια επινοημένων παραμυθιών. Ο πατέρας με ρίζες πορτογαλικές και ισπανικές, η μητέρα με γαλλικές, δανέζικες και βασκικές. Τα παιδιά όλα διαπαιδαγωγημένα να είναι πολίτες του κόσμου, σπάζοντας τα σύνορα. Αποφοίτησε από γαλλικό σχολείο και επέλεξε να σπουδάσει Ιατρική επηρεασμένη από τον ιδεαλισμό του παππού της, ο οποίος ήταν εμβληματική προσωπικότητα στον χώρο της Υγείας. Ως διευθυντής σε δημόσιο νοσοκομείο το 1945 αρνήθηκε τον εκβιασμό των περονιστών, που τον απείλησαν με απόλυση αν δεν εγγραφεί στο κόμμα τους. Το αρνήθηκε και παρέμεινε στη θέση του μετά από δίμηνη απεργία αλληλεγγύης των γιατρών όλων των δημόσιων νοσοκομείων της πόλης. Το όνειρό της ήταν να βρεθεί εθελόντρια γιατρός στην Αφρική που μαστίζεται από τις αρρώστιες. Βίωσε γρήγορα τη ματαίωση του ιδεαλισμού της προσφοράς και έτσι εγκατέλειψε τις σπουδές στο τρίτο έτος, έδωσε εκ νέου εξετάσεις και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή. Κλασική φιλολογία σημαίνει αρχαία ελληνικά. Εξοικειωμένη με τα ελληνικά, τις ελληνικές τραγωδίες και την ελληνική αρχιτεκτονική των αρχαίων αγαλμάτων και των ναών που έβλεπε στα λευκώματα της οικογενειακής βιβλιοθήκης. Ήξερε πως η «πηγή» της γλώσσας είναι η αρχαία Ελλάδα. Όμως η διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών γίνεται με την ερασμιακή προφορά, δίνεται βάρος στο συντακτικό και έτσι χάνεται το περιεχόμενο της λυρικής ποίησης, της «Οδύσσειας» και του Πλάτωνα.

Ο εμπνευσμένος δάσκαλος

«Ευτυχώς βρέθηκε ένας εμπνευσμένος δάσκαλος, ο οποίος, επηρεασμένος από τον Νίτσε, δημιούργησε μια μικρή ομάδα όπου προσέγγισε το “Συμπόσιο” του Πλάτωνα μέσω της θεωρίας του Νίτσε και του Γιουνγκ. Το πάθος ήταν τελικά ο φακός που διέλυσε τα σκοτάδια της άγνοιας που είχα για τη σκέψη του Πλάτωνα. Μπήκαν αχτίδες στο σκοτάδι του κειμένου και έτσι έγινα βοηθός του στην Ακαδημία για τον Νίτσε» μας εξομολογείται η Μάρτα. Στα 22 της χρόνια (Φεβρουάριος 2001) αποφασίζει να έρθει στην Ελλάδα την περίοδο των διακοπών, να επισκεφθεί τους αρχαιολογικούς χώρους, να αγγίξει τις πέτρες που άγγιξαν οι αρχαίοι Έλληνες. Να πάρει δύναμη για να συνεχίσει τις σπουδές της. «Στους Δελφούς βιώνω τη “θεοφανία του φωτός” μια χειμωνιάτικη χαραυγή, όπου άκουγα περίεργους ήχους και όταν εξατμίστηκε η πάχνη και ανέτειλε ο ήλιος, εμφανίστηκε μπρος μου ο ελαιώνας και ξεπρόβαλε ο ναός της Αθηνάς. Μαγεία. Ο κραδασμός που βίωσα ήταν τόσο ισχυρός, που αποφασίζω ότι πια θέλω να ζήσω στην Ελλάδα».

Η μεγάλη απόφαση

Το κάρμα της Μάρτα ήταν οι Δελφοί και οι άγνωστες λέξεις στον τάφο του άγνωστου σε αυτήν τότε Καζαντζάκη «Δεν ελπίζω τίποτε, δεν φοβάμαι τίποτε, είμαι ελεύθερος», που «κουβάλησε» στην Αργεντινή για να τις μεταφράσει ο δάσκαλος Σάββας Ρούσαλης, μεταφραστής στην ελληνική πρεσβεία στο Μπουένος Άιρες. Ο Έλληνας δάσκαλος της μιλά για τον Καζαντζάκη, της συστήνει τον «Ζορμπά», τον οποίον αναζητεί χωρίς αποτέλεσμα στα παλαιοβιβλιοπωλεία του Μπουένος Άιρες, αλλά ανακαλύπτει ένα αντίτυπο από το «Αναφορά στον Γκρέκο» στα ισπανικά. Ξενυχτάει μαζί του κρυφά, παίρνει δύναμη γιατί θέλει να μάθει ελληνικά, να δώσει εξετάσεις σε λιγότερο από ένα εξάμηνο, να φύγει για την Ελλάδα. Κρυφά, γιατί η χώρα της χρεοκοπεί, η οικογένειά της χρεοκοπεί και πώς να ανακοινώσει τις μεγάλες αποφάσεις που πήρε. Αναγκάζεται να κάνει τρεις δουλειές ταυτόχρονα ως πωλήτρια, ως διανομέας προσκλήσεων θεάτρου και απομαγνητοφωνήσεις για να μπορέσει να αυτοχρηματοδοτήσει το όνειρό της για σπουδές στην Ελλάδα. Φοβάται να μοιραστεί με τους γονείς της ότι κλείδωσε μέσα της ο έρωτας για την ελληνική γλώσσα και πως τους εγκαταλείπει στα δύσκολα. Η υποτίμηση του αργεντίνικου νομίσματος είναι μεγάλη και το ποσό ακόμη και για τη μετάφραση των απαραίτητων εγγράφων για τις σπουδές είναι τεράστιο. Δεν υπάρχουν χρήματα και έτσι φτάνει στην Αθήνα τον Αύγουστο του 2002 με 300 μόνο ευρώ στην τσέπη από τις οικονομίες της και με εισιτήριο χωρίς επιστροφή. Δεν υπάρχουν θέσεις για την Ελληνική Φιλολογία και εγγράφεται αρχικά στην Ιταλική. Παραδίδει μαθήματα Ισπανικών και κάνει babysitting για να βιοποριστεί. Δεν υπάρχουν θέσεις στη φοιτητική εστία και έτσι, μετά την παραμονή της σε ένα υπόγειο-αποθήκη στα Ιλίσια, εμφανίζεται ένας φύλακας άγγελος ονόματι Διονυσία Πουλάκη-Κατεβάτη -γνωστή της οικογένειας που φρόντιζε το μωρό τους- και της παραχωρεί ένα δωμάτιο στο σπίτι της στα Εξάρχεια, όπου συγκατοικεί μαζί της για τρία χρόνια, χωρίς να της ζητά ανταλλάγματα.

«Με φρόντισε σαν μάνα μου»

«Ημουν τυχερή γιατί με φρόντισε σαν να ήταν μάνα μου και σε αυτήν τη γυναίκα οφείλω την ολοκλήρωση των σπουδών μου» λέει με συγκίνηση η Μάρτα για την ευλογία που της έτυχε. Όταν της εμπιστεύεται ο Καστανιώτης τη μετάφραση στα ισπανικά βιβλίων του Παπαδιαμάντη και του «Φτωχούλη του Θεού» του Καζαντζάκη, η ζωή της πια αρχίζει να μπαίνει σε μια ράγα κανονικότητας. Συναντά τον εν ζωή τότε εκδότη Σάμη Γαβριηλίδη, «τον οξυδερκή αναγνώστη», όπως τον αποκαλεί, ο οποίος την παροτρύνει να γράψει στα ελληνικά και εκδίδει την πρώτη της δίγλωσση συλλογή διηγημάτων «Το μαρμάρινο δάκρυ», αφιερωμένη στον πατέρα της που δεν ζει. Η Αργεντίνα Μάρτα, παρότι της λείπουν τα αδέλφια της και η γενέτειρα της πόλη, επιμένει πως θέλει να ζήσει όλη της τη ζωή στην Ελλάδα. Τιμή ημών των Ελλήνων, Μάρτα.

Οταν η μνήμη γίνεται δημιουργός

Της

Marta Silvia Dios Sanz

«Έχουν περάσει είκοσι χρόνια από τότε που ήρθα στην Ελλάδα» σκεφτόμουν σήμερα το πρωί καθώς κατηφόριζα τη Διδότου. Η χθεσινή συνάντηση με την Αλεξάνδρα Χρηστακάκη ήταν κάθε άλλο παρά τυχαία.

Για πρώτη φορά, έπειτα από τόσα χρόνια, ένας άνθρωπος με ρώτησε για τους γονείς μου, για τα παιδικά μου χρόνια, για τα αδέλφια μου, για το Μπουένος Άιρες, για μια ζωή που μοιάζει να την έχει ζήσει κάποιος άλλος. Στην αρχή νόμιζα πως θα ήταν εύκολο να απαντήσω στις ερωτήσεις της. Μου έκανε εντύπωση που κοίταζε τα βιβλία μου, τις φωτογραφίες… Λεπτομέρειες που μετράνε όταν για πρώτη φορά θα μιλήσεις για τη δική σου ιστορία και όχι για τον Πλάτωνα, τον Μπόρχες, τον Καζαντζάκη ή τον Προυστ.

Ετσι, χωρίς να το καταλάβω, η Αλεξάνδρα κάθισε μπροστά μου με το μπλοκάκι της και με ρώτησε για τις ρίζες μου. «Από πού να ξεκινήσει κανείς;» σκέφτηκα με αμηχανία. Το χαμόγελό της μου έδωσε δύναμη να επικαλεστώ τη μνήμη. Και σιγά-σιγά η συγκεχυμένη ύλη του παρελθόντος άρχισε να γίνεται αφήγηση. Η μνήμη γίνεται δημιουργός κι εσύ χαρακτήρας μιας μυθοπλασίας που είναι η ίδια η ζωή σου. Δεν υπήρχε πια το γραφείο. Δεν υπήρχε συνέντευξη. Ήμασταν δύο γυναίκες που βαδίζαμε πάνω στο αναπόφευκτο χάσμα παρελθόντος και παρόντος έως ότου η δύναμη του λόγου γκρέμισε τις τελευταίες αντιστάσεις του χάσματος. Το παρελθόν έγινε παρόν. Ή το παρόν παρελθόν; Σ’ αυτόν τον ιδιαίτερο χωρόχρονο γεννήθηκε η πρώτη ματιά για τη ζωή και τον θάνατο. Οι απουσίες έγιναν παρουσίες. Το φαινομενικά ασήμαντο εξαιρετικά σημαντικό. Το πρώτο πρόσωπο τρίτο πρόσωπο. Η Δήμητρα συνάντησε επιτέλους την Περσεφόνη. Ο κύκλος αποκαταστάθηκε.

«Έχουν περάσει είκοσι χρόνια από τότε που ήρθα στην Ελλάδα» σκεφτόμουν σήμερα το πρωί καθώς κατηφόριζα τη Διδότου. Ξαφνικά αισθάνθηκα μια παρουσία πίσω μου. Γύρισα την πλάτη και είδα εικόνες και πρόσωπα που είχαν αναστηθεί στη χθεσινή συζήτηση. Δεν ήμουν μόνη πια. Και τώρα, καθώς ανοίγω την πόρτα του γραφείου, νιώθω το παρελθόν να γίνεται φωνή που υπαγορεύει χαμηλόφωνα αυτό το κείμενο.

Σ’ ευχαριστώ πολύ, Αλεξάνδρα.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL