Το υπουργείο Παιδείας διαμορφώνει την πολιτική του με βάση τους εξής άξονες:
1. Να ενισχύσει και να βελτιώσει όλα όσα έχουν ήδη πραγματοποιηθεί: Άνοιγμα σχολείων στην ώρα τους, γενίκευση του ολοήμερου σχολείου, εξορθολογισμός προγραμμάτων σπουδών στα Γυμνάσια, εμμονή στη βελτίωση συνθηκών εκπαίδευσης των παιδιών με ειδικές ανάγκες, πρόσθετες πρωτοβουλίες για την αναβάθμιση των ΕΠΑΛ κ.τ.λ.
2. Να προχωρήσει σε μια σειρά ρυθμίσεων σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης που θα υλοποιούν ένα ριζοσπαστικό μεταρρυθμιστικό σχέδιο, το οποίο, ανάμεσα σε άλλα, θα καθιερώσει και τη 12χρονη υποχρεωτική εκπαίδευση.
3. Να εξαντλήσει όλες τις πιέσεις προς κάθε κατεύθυνση ώστε να εξασφαλιστούν οι αναγκαίοι διορισμοί δασκάλων και καθηγητών για να παύσει το καθεστώς των αναπληρωτών εκπαιδευτικών.
4. Να καθιερώσει ένα σύστημα ουσιαστικής επιμόρφωσης και αποτίμησης του έργου των σχολικών μονάδων και αξιολόγησης των στελεχών της εκπαίδευσης με μοναδικό γνώμονα τη βελτίωση των εκπαιδευτικών διεργασιών.
Το μεταρρυθμιστικό σχέδιο που επεξεργαζόμαστε ήδη και το οποίο πρόκειται να ανακοινωθεί στο τέλος Ιουνίου έχει ορίζοντα υλοποίησης την επόμενη τριετία και αφορά το σύνολο του εκπαιδευτικού συστήματος – από την προσχολική αγωγή ώς τις μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές. Προτεραιότητά μας ωστόσο αποτελούν οι δύο τελευταίες τάξεις του Λυκείου, η διαδικασία εισαγωγής στα πανεπιστήμια και η αναδιαμόρφωση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, τομείς που παρουσιάζουν τα περισσότερα προβλήματα και που κρίνουμε ότι είναι οι πιο κρίσιμοι προκειμένου να επιτύχει το σύνολο του μεταρρυθμιστικού σχεδίου. Η ανασυγκρότηση των δύο τελευταίων τάξεων του Λυκείου κρίνουμε ότι είναι εξαιρετικά κρίσιμη προκειμένου να αρχίσουν ξανά να λειτουργούν, οδηγώντας έτσι σταδιακά στην κανονικοποίηση της κατάστασης στο Λύκειο, ώστε να ανταποκρίνεται στον εκπαιδευτικό του ρόλο και στην αναβάθμιση του απολυτηρίου.
Η μείωση των μαθημάτων με ταυτόχρονη μεγαλύτερη εμβάθυνση στη διδασκόμενη ύλη και την αύξηση των επιλεγόμενων μαθημάτων αποτελούν στοιχεία της αλλαγών που σχεδιάζονται. Απώτερος στόχος μας είναι να καταργηθούν σταδιακά οι εισαγωγικές εξετάσεις στα πανεπιστήμια και η εισαγωγή να γίνεται με τον βαθμό απολυτηρίου. Οι αλλαγές στο Λύκειο, ωστόσο, δεν είναι δυνατόν να ευοδωθούν χωρίς ταυτόχρονη γενναία αλλαγή τόσο στην Επαγγελματική Εκπαίδευση όσο και στις προπτυχιακές σπουδές, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το πρώτο έτος.
Το κλειδί για την Επαγγελματική Εκπαίδευση, πέρα από την ενίσχυση των ΕΠΑΛ και της μαθητείας, είναι να δημιουργηθούν διετής δομές που θα δίνουν προοπτικές στους αποφοίτους των ΕΠΑΛ. Η πρότασή μας είναι η δημιουργία διετών δομών, οι οποίες θα παρέχουν επαγγελματικές πιστοποιήσεις ευρωπαϊκών προδιαγραφών υπό τη σκέπη των πανεπιστημίων και των ΤΕΙ και στις οποίες θα έχουν προνομιακή πρόσβαση οι απόφοιτοι των ΕΠΑΛ. Ορισμένα τμήματα των ΤΕΙ θα πρέπει να αποκτήσουν το δικαίωμα να παρέχουν διδακτορικά και, ήδη, ζητήσαμε από τη Σύνοδο των Προέδρων των ΤΕΙ να μας προτείνουν τα κριτήρια με βάση τα οποία θα μπορέσουν να προχωρήσουν στην αυτόνομη επίβλεψη διδακτορικών.
Έτσι, λοιπόν, οι αλλαγές θα αποτελούν μια αλληλουχία ρυθμίσεων όπου η επιτυχία της κάθε ρύθμισης θα εξαρτάται από την επιτυχή εφαρμογή όλων των υπόλοιπων.
Η πρώτη φάση των αλλαγών για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση αποτυπώνεται στο νομοσχέδιο που θα αναρτηθεί για δημόσια διαβούλευση τις επόμενες ημέρες και έχει προκύψει βάσει των εμπειριών των τελευταίων ετών σε διεθνές και εθνικό επίπεδο καθώς και βάσει των προβλημάτων που ανέδειξε ο εθνικός και κοινωνικός διάλογος για την Παιδεία. Πρόκειται για ένα νομοσχέδιο που αντανακλά την εμπιστοσύνη της Πολιτείας στην ακαδημαϊκή κοινότητα, αφού περιορίζει την γραφειοκρατία και αποκαθιστά τον ακαδημαϊσμό στα ιδρύματα, διευρύνει την αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ και ταυτόχρονα δημιουργεί το πλαίσιο για δημιουργία ευρύτερων συναινέσεων στη διοίκηση των ΑΕΙ. Στόχος μας είναι η συνεννόηση ανάμεσα στα πανεπιστήμια, τα ΤΕΙ και τα ερευνητικά κέντρα ώστε βαθμιαία να προωθηθεί και στην πράξη η δημιουργία Ενιαίου Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας.
Με το νομοσχέδιο επιχειρείται ένας ευρύς ανασχεδιασμός του χώρου της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης σε θέματα που αφορούν την ακαδημαϊκή ζωή και τη διοίκηση. Με βάση τις προτεινόμενες αλλαγές, θα δημιουργηθούν χώροι συνάφειας μεταξύ γνωστικών αντικειμένων και θα δοθεί για πρώτη φορά στους φοιτητές η δυνατότητα, εφόσον το επιθυμούν, να παρακολουθήσουν και να εξεταστούν, επιπλέον των μαθημάτων του τμήματος εισαγωγής τους, στο ένα τέταρτο των μαθημάτων ενός άλλου τμήματος, με παραπλήσιο γνωστικό πεδίο. Πρόκειται για μια ριζοσπαστική ρύθμιση, που καταργεί στεγανά δεκαετιών, παρέχοντας στους φοιτητές τη δυνατότητα στη διάρκεια των σπουδών τους να διευρύνουν τους ακαδημαϊκούς τους ορίζοντες χωρίς να αλλοιώνονται τα επαγγελματικά τους δικαιώματα μια και δεν θα είναι σε θέση να λαμβάνουν το έγγραφο που θα δηλώνει την επιτυχή ολοκλήρωση αυτών των μαθημάτων αν δεν λάβουν πρώτα το πτυχίο τους.
Το δεύτερο πεδίο στο οποίο φιλοδοξεί να παρέμβει ρυθμιστικά το νομοσχέδιο είναι αυτό των μεταπτυχιακών σπουδών. Τα Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών αποτελούν τον πλέον αναπτυσσόμενο κύκλο σπουδών στα ελληνικά πανεπιστήμια την τελευταία δεκαπενταετία. Αποτέλεσμα της αναμφισβήτητα θετικής δυναμικής τους είναι αυτή τη στιγμή το τοπίο να παρουσιάζει ανομοιογένεια -σε αρκετές περιπτώσεις ασύμμετρα μεγάλη- σε ό,τι αφορά τη δομή, το επίπεδο και τη χρήση των πόρων των προγραμμάτων. Στόχος της νομοθετικής ρύθμισης είναι να εξομαλυνθούν αυτές οι ανομοιογένειες με την περιγραφή των όρων και των προϋποθέσεων που θα διασφαλίζουν την υψηλή ποιότητα των μεταπτυχιακών σπουδών, λαμβάνοντας ταυτόχρονα μέριμνα ώστε να μη μένει κανένας φοιτητής και καμία φοιτήτρια έξω από τα μεταπτυχιακά προγράμματα αν αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα. Τα τμήματα θα είναι υποχρεωμένα να δέχονται αυτά τα άτομα χωρίς τέλη και το υπουργείο έχει επίσης εξασφαλίσει κονδύλια για την παροχή υποτροφιών. Πρόκειται για ισορροπίες ευαίσθητες, οι οποίες, χωρίς να διαπραγματεύονται το δημόσιο αγαθό της ελεύθερης πρόσβασης στην εκπαίδευση, καλούνται να διασφαλίσουν το αυτοδιοίκητο των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, τη διαφάνεια και την ποιότητα των παρεχόμενων προγραμμάτων, όπως και τον υπολογισμό του κόστους κάθε μεταπτυχιακού προγράμματος.
Σε ό,τι αφορά τα διοικητικά θέματα των πανεπιστημίων, στόχος μας είναι να διευκολυνθεί η καθημερινή τους λειτουργία, με την ταυτόχρονη διασφάλιση των δημοκρατικών διαδικασιών. Για τον λόγο αυτό προτείνουμε στο νομοσχέδιο την κατάργηση των Συμβουλίων Ιδρυμάτων, τη θεσμοθέτηση Πρυτανικού Συμβουλίου αλλά και την εκλογή αντιπρυτάνεων σε ξεχωριστό ψηφοδέλτιο, ώστε το Πρυτανικό Συμβούλιο να λειτουργεί με τους ευρύτερους δυνατούς όρους ακαδημαϊκής συναίνεσης. Ταυτόχρονα, στην κατεύθυνση πάντα της δημοκρατικής συμμετοχής, επανέρχεται η συμμετοχή των φοιτητών στα συλλογικά όργανα του πανεπιστημίου.
Τέλος, σε ό,τι αφορά τη διαμόρφωση Ενιαίου Χώρου Εκπαίδευσης και Έρευνας, που έχει διατυπωθεί ως αίτημα από το σύνολο σχεδόν της ακαδημαϊκής κοινότητας, το νομοσχέδιο προτείνει τη δημιουργία περιφερειακών Ακαδημαϊκών Συμβουλίων Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας (ΑΣΑΕΕ), που θα συγκροτούνται από εκπροσώπους-μέλη των πανεπιστημίων, των ΤΕΙ και των ερευνητικών κέντρων και στόχο θα έχουν τη χάραξη στρατηγικής για την ανάπτυξη του Ενιαίου Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας σε περιφερειακό επίπεδο, με βάση τις αναπτυξιακές δυνατότητες της κάθε περιφέρειας και λαμβάνοντας υπόψη τους κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτιστικούς συντελεστές της. Τα συμβούλια αυτά θα βρίσκονται σε συνεργασία με το Εθνικό Συμβούλιο Εκπαίδευσης και Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού και την Επιτροπή Μελέτης των Οικονομικών της Εκπαίδευσης που έχουν ήδη θεσμοθετηθεί.
Καμία, όμως, από αυτές τις πρωτοβουλίες δεν θα γίνει δυνατό να εδραιωθεί και να εραποκτήσει δυναμική αν δεν αποτελέσει αντικείμενο ζυμώσεων αλλά και περαιτέρω διεκδικήσεων ενός κινήματος στην Tριτοβάθμια Eκπαίδευση. Αυτό είναι σήμερα το μεγάλο ζητούμενο όχι μόνο στα ΑΕΙ αλλά και στις άλλες βαθμίδες της εκπαίδευσης. Θέσεις που αποπνέουν φιλαρέσκεια και δίνουν την εντύπωση ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα έχουν έτοιμες λύσεις δεν θα παίξουν κανένα ρόλο στη δημοκρατική διαμόρφωση των εκπαιδευτικών θεσμών, ο ρόλος των οποίων είναι, σε τελική ανάλυση, να παρέχουν μια ποιοτική εκπαίδευση, χωρίς ταξικές αποκλίσεις.
Κώστας Γαβρόγλου, υπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων