Μία καινούρια σεζόν ξεκινάει και δεν είναι ασυνήθιστο να βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την σύγκρουση δύο κόσμων: του πραγματικού, αυτού που αφήσαμε για λίγο πίσω στα σπίτια μας και στις εργασίες μας – για όσους βεβαίως από εμάς πήγαμε διακοπές εκτός του τόπου μόνιμης κατοικίας μας και για όσους από εμάς έχουν εργασίες – και του μη πραγματικού, εκείνου εντός του οποίου περιηγηθήκαμε φορώντας μαγιό και κρατώντας, ίσως κάπως επιδεικτικά, κάποιο βιβλίο που ίσως δεν διαβάσαμε παρά ελάχιστες σελίδες του. Η σύγκρουση δεν είναι ευχάριστη, γιατί γνωρίζουμε εκ των προτέρων ότι ο πραγματικός κόσμος, όπως κάθε χρόνο, θα κερδίσει.
Σε μια ανάλογη συγκρουσιακή κατάσταση βρέθηκε ο γράφων κατά το πρώτο, μετά τις διακοπές, επαγγελματικό ταξίδι, για τη συμμετοχή του στο ευρωπαϊκό συνέδριο Ακεραιότητας της Έρευνας που έγινε στο Παρίσι, στις 7 και 8 Σεπτεμβρίου. Όμως, μιας και ο προσωπικός, μη πραγματικός κόσμος του, είχε ηττηθεί σχεδόν αμαχητί γύρω στα μέσα Αυγούστου, η σύγκρουση στην πρωτεύουσα της Γαλλίας δεν αναφέρεται σε προσωπικό επίπεδο. Ο λόγος γίνεται για μία άλλη σύγκρουση, που αφορά στο περιεχόμενο του πεδίου της Ακεραιότητας της Έρευνας, για το οποίο έχουμε αφιερώσει όχι λίγες σελίδες στο ΠΡΙΣΜΑ.
Στο προαναφερθέν συνέδριο, με πλήρη τίτλο «ENRIO 2023 Congress on Research Integrity Practice», μόλις το δεύτερο που διοργανώνεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ειδικοί του χώρου από όλη την Ευρώπη και ορισμένες προβεβλημένες προσωπικότητες από όλο τον κόσμο επικεντρώθηκαν – μεταξύ άλλων – στον επανακαθορισμό των προτεραιοτήτων του πεδίου της Ακεραιότητας της Έρευνας. Εντός αυτού του πλαισίου έγιναν εκτενείς συζητήσεις για τις ευθύνες που γεννιούνται για τους ειδικούς της Ακεραιότητας της Έρευνας και για τους ερευνητές εν γένει λόγω των γεωπολιτικών μετατοπίσεων, της ελλιπούς προστασίας των εργαζόμενων, κυρίως σε χώρες του τρίτου κόσμου, καθώς και της μόλυνσης του περιβάλλοντος. Θα έλεγε κανείς ότι ο χώρος της Ακεραιότητας της Έρευνας δέχτηκε φλερτ ή πλαγιοκοπήθηκε – εξαρτάται από το πόσο (αν)ασφαλής νιώθει κανείς – από ειδικούς που ασχολούνται με θέματα εθνικής ασφάλειας, επιστημών του περιβάλλοντος και της ιστορίας της επιστήμης.
Πιο συγκεκριμένα, οι πρόσφατες γεωπολιτικές εξελίξεις με κορωνίδα τον πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, αλλά και η πιο σιωπηρή αλλά πιο «συστημική» σύγκρουση του δυτικού κόσμου με την Κίνα, εγείρουν πολλές δεύτερες σκέψεις σχετικά με την εφαρμογή των πολιτικών της Ανοιχτής Επιστήμης. Η «γνώση χωρίς φραγμούς» που πάει να εφαρμοστεί με πρωτοπόρα την Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν είναι τόσο ελκυστική στους κύκλους που σχετίζονται με ζητήματα εθνικής ασφάλειας. Ίσως έρθει η ώρα που η αναπόδραστη αντίφαση της Ανοιχτής Επιστήμης και της προστασίας της εθνικής ασφάλειας να οδηγήσει στην επανεξέταση των όρων με τους οποίους εφαρμόζεται η διάσημη «ρήση» για τα ερευνητικά αποτελέσματα και δεδομένα: «όσο πιο ανοιχτά γίνεται, όσο κλειστά χρειάζεται.»
Ενώ οι συζητήσεις που γίνονται στο πλαίσιο της Ακεραιότητας της Έρευνας έχουν ενσωματώσει ζητήματα που σχετίζονται με την ευημερία των ερευνητών, π.χ. ασφάλεια στο εργαστήριο, εργασιακές σχέσεις, καθώς και ζητήματα που σχετίζονται με την φύση και την προέλευση ερευνητικών δεδομένων, π.χ. ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, ενήμερη συγκατάθεση από τους συμμετέχοντες, δευτερογενής χρήση δεδομένων, υπάρχουν άλλα ζητήματα που ακόμα θεωρούνται μη σχετιζόμενα με την αξιοπιστία και την υπευθυνότητα της επιστήμης.
Πρώτον, υπάρχει η άποψη ότι στον κατάλογο των επαγγελματιών για την ευημερία των οποίων ενδιαφέρεται η Ακεραιότητα της Έρευνας, θα πρέπει να συμπεριληφθούν και εκείνοι που καθιστούν δυνατή την μετατροπή της έρευνας σε καινοτομία. Για παράδειγμα, δεν θα πρέπει να μένουν στο σκοτάδι οι συνθήκες εργασίας των εργαζόμενων σε ορυχεία μαγνησίου, υλικού απαραίτητου για την παραγωγή μπαταριών. Με άλλα λόγια, οι ερευνητές θα πρέπει να είναι ενημερωμένοι για τέτοια ζητήματα πριν καταθέσουν προτάσεις χρηματοδότησης για ένα ακόμα ερευνητικό πρόγραμμα ανάπτυξης ενός νέου τύπου μπαταρίας. Ένα μέτρο θα μπορούσε να είναι οι προμηθευτές πρώτων υλών που δεν θα τεκμηριώνουν την προστασία των εργαζόμενων σε όλα τα επίπεδα παραγωγής, να παύονται από συνεργάτες.
Δεύτερον, υπάρχει η άποψη ότι η Ακεραιότητα της Έρευνας θα πρέπει να συμπεριλάβει στις προτεραιότητές της και ζητήματα που σχετίζονται με την αποτίμηση ρίσκου μίας (αναδυόμενης) τεχνολογίας σε όλο το φάσμα του κύκλου ζωής της. Για παράδειγμα, πόσο πραγματικά «πράσινη» είναι η μετάβαση στην ηλεκτροκίνηση, σε συνδυασμό με την απαλλαγή της ανθρωπότητας από ορυκτά καύσιμα. Πόσο περιβαλλοντικά φιλική είναι η τεχνολογία του Block Chain, όταν – με βάση τους ειδικούς – φαίνεται να είναι ιδιαιτέρως ενεργοβόρα;
Παρακαλώ να μη θεωρηθεί τούτο το άρθρο ελεγειακού χαρακτήρα, μιας και εδώ φαίνεται ότι εμφανίζεται η ευκαιρία μιας αφύπνισης. Η σύγκρουση του μη πραγματικού κόσμου εντός του οποίου απομονωνόμαστε ως θεραπευτές ενός ερευνητικού πεδίου που μόλις τώρα σχηματοποιείται, με τον πραγματικό κόσμο των γεωπολιτικών μεγα-συγκρούσεων, των πυρκαγιών και των πλημμυρών, των θανατηφόρων εργασιακών τόπων εργασίας στην μεταπανδημική περίοδο καλό θα είναι να δώσει τροφή για σκέψη και να προκαλέσει διάθεση για δράση.
Σε αυτήν την περίπτωση ο πραγματικός κόσμος πρέπει να κερδίσει, ο πραγματικός κόσμος πρέπει να καταφέρει να μας μιλήσει για πολλά κακά του. Γιατί έτσι μόνο η μικρή σχετικά ερευνητική κοινότητα της Ακεραιότητας της Έρευνας θα καταφέρει να εμβαθύνει ακόμα περισσότερο την κοινωνική υπευθυνότητα που τόσοι άλλοι χώροι υποτίθεται ότι έχουν υπηρετήσει. Πρόκειται, φυσικά, για μία διαδικασία, μιας και η κοινωνική υπευθυνότητα δεν κατακτιέται άπαξ, αλλά απαιτεί από τους ειδικούς της Ακεραιότητας της Έρευνας να έχουν τα μάτια τους ανοιχτά και αντοχή στο «σκωτσέζικο ντους». Έτσι όμως φτιάχνονται οι ανθεκτικές λάμες: μια στο καμίνι, μια στο νερό.
Ας αδράξουμε, λοιπόν, αυτή την ευκαιρία να δούμε τον κόσμο από ψηλά και ας μην στεναχωρηθούμε που το θέαμα θα είναι αποκρουστικό. Chez la vie ... μέχρι να την αλλάξουμε.