Live τώρα    
17°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
17 °C
12.5°C18.1°C
1 BF 68%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
15 °C
11.6°C16.0°C
2 BF 53%
ΠΑΤΡΑ
Αραιές νεφώσεις
15 °C
12.0°C14.9°C
2 BF 68%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
13 °C
12.8°C14.9°C
2 BF 85%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
13 °C
12.3°C14.1°C
2 BF 54%
Διπλή παγίδα για τις γυναίκες στο Αφγανιστάν
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Διπλή παγίδα για τις γυναίκες στο Αφγανιστάν

ΑΦΓΑΝΙΣΤΑΝ

Βρισκόμαστε στο 1999. Οι επιθέσεις στους δίδυμους πύργους και ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας είναι ακόμα μακριά. Όμως οι ΗΠΑ, μετά τις επιθέσεις της Αλ Κάιντα σε δύο πρεσβείες τους στην Αφρική, έχουν ήδη στρέψει τα μάτια -και τους πυραύλους τους- προς το Αφγανιστάν. Μερίδα του λαού έχει καλωσορίσει τους Ταλιμπάν ως απελευθερωτές από τους πολέμους και τα δεινά τους, παρ’ όλο που εθνοτικές ομάδες στον Βορρά και στον Νότο συνεχίζουν τον ανταρτοπόλεμο. Όσο για τις γυναίκες, βρίσκονται σε δυσκολότερη θέση, με όλα τα δικαιώματά τους καταπατημένα.

Πριν εγκαταλειφθεί, με εντελώς ήσυχη συνείδηση, ο αφγανικός λαός στους εσωτερικούς τυράννους του, η διεθνής κοινότητα με επικεφαλής τα Ηνωμένα Έθνη έδειχνε ότι κινητοποιείται. Αλλά εξαρτώντας την παροχή βοήθειας από τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κυρίως των δικαιωμάτων της γυναίκας, οι μεγάλες δυτικές χώρες δημιούργησαν με τη σειρά τους μια αδιέξοδη κατάσταση, που στράφηκε και αυτή εναντίον των ίδιων ακριβώς δικαιωμάτων, πράγμα που γίνεται σαφές εάν σκεφτεί κανείς ότι οι Αφγανοί δεν έχουν ούτε τροφή ούτε τα μέσα να ζήσουν αξιοπρεπώς. Στις αρχές του 1998 η παρεξήγηση έφτασε στο αποκορύφωμά της με την εκστρατεία που ξεκίνησε η Ευρωπαία επίτροπος, αρμόδια για την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας Έμα Μπονίνο, μετά το ταξίδι που έκανε στην πρωτεύουσα του Αφγανιστάν το καλοκαίρι του 1998 και το σκάνδαλο που προκάλεσε.

«Όταν η Μπονίνο ήρθε στην Καμπούλ», θυμάται ένα μέλος της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού (CICR), «επέμενε να περπατάει ασκεπής στους δρόμους και να τραβάει φωτογραφίες, πράγμα που απαγορεύεται από τον νόμο των Ταλιμπάν. Στους περισσότερους ξένους που ζουν εδώ, η συμπεριφορά αυτή φάνηκε σαν μια άσκοπη πρόκληση. Η σύλληψή της ήταν λοιπόν αναπόφευκτη».

Όπως όλοι οι «ξένοι» -δηλαδή οι Δυτικοί που είναι το προσωπικό στους διεθνείς οργανισμούς ή στις ΜΚΟ-, ο συνομιλητής μας εξεγείρεται εναντίον του τρόπου με τον οποίο ο δυτικός Τύπος αντιμετωπίζει τη σύγκρουση στο Αφγανιστάν. «Όταν ζει ένας ξένος στο Αφγανιστάν, σέβεται τις συνήθειες που δεν είναι οι δικές του συνήθειες, ακόμα και αν του φαίνονται παράλογες. Το τσαντρί (ολόσωμο ένδυμα που καλύπτει τις γυναίκες), οι γυναίκες που είναι κλεισμένες στο σπίτι, οι γάμοι συμφέροντος, όλα αυτά είναι συνήθειες που οι Αφγανοί δεν περίμεναν τους Ταλιμπάν για να τις αποκτήσουν. Αυτή είναι η παράδοση, απλώς οι Ταλιμπάν την θεσμοποίησαν και την οδήγησαν στον παραλογισμό. Γιατί περίμεναν την άφιξη των Ταλιμπάν για να ενοχληθούν;».

Ο Ζαν - Φρανσουά Κοτέ, διευθυντής της Μαντέρα, μιας γαλλικής ΜΚΟ χρηματοδοτούμενης από την Ευρωπαϊκή Ένωση, προσπαθεί και αυτός από το γραφείο του στην Πεσαουάρ να θέσει τα πράγματα στις πραγματικές τους διαστάσεις. «Πρέπει να επανατοποθετηθεί το πρόβλημα στο πλαίσιό του», εξηγεί. «Οι Σοβιετικοί πίεσαν για την απελευθέρωση της γυναίκας σε μια μουσουλμανική υπερσυντηρητική κοινωνία, πράγμα που προκάλεσε έναν κλονισμό. Ύστερα, με την έναρξη του πολέμου, το 1979, οι μορφωμένες γυναίκες άρχισαν να φεύγουν. Η "αιμορραγία" αυξήθηκε με τους μουτζαχεντίν και, στα τέλη του 1996, με την άφιξη των Ταλιμπάν. Στην πραγματικότητα η Καμπούλ έχει εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους της και ο αστικός πληθυσμός έχει πλέον αναμειχθεί τελείως με τον αγροτικό πληθυσμό, που έχει πολύ πιο αρχαϊκές συνήθειες».

Είναι γνωστό το μίσος που τρέφουν οι Ταλιμπάν για την πρωτεύουσα, είναι γνωστό ότι τη θεωρούν σύμβολο της διαφθοράς δυτικού τύπου και ότι επιχείρησαν να την «εξαγνίσουν». Και είναι προφανές ότι δεν είναι εύκολο να ζει κανείς, κυρίως όταν είναι γυναίκα, σ' αυτή τη μαρτυρική πόλη, που είναι ρημαγμένη από βομβαρδισμούς χρόνων, χωρίς την απαραίτητη μεσαία τάξη της - μια πόλη η οποία υφίσταται, σε συνθήκες έσχατης ένδειας, όλες τις δυσκολίες, όλες τις ταπεινώσεις.

Στον «ξενώνα», όπου συμφώνησε να δεχτεί επισκέπτες, ο μουλάς Μοχάμαντ Σαρίφ - Χακανί, υφυπουργός, αρμόδιος για τη διάδοση της Αρετής και την απαγόρευση του Κακού, το αποδεικνύει. Σε αυτό που ήταν ένα ωραίο χειμερινό δωμάτιο υποδοχής, πρέπει, πράγματι, όταν είναι κανείς γυναίκα, να σταθεί κοντά σε μια μισάνοιχτη πόρτα, που βλέπει στην ταράτσα, πίσω από την οποία ο υφυπουργός θα έχει ευαρεστηθεί να καθίσει. Σε μια τέτοια απίθανη θέση μπόρεσε να γίνει, με έναν κάπως ταραγμένο διερμηνέα, αυτό που πρέπει να ονομάσουμε συνέντευξη. Ξέραμε ότι οι Ταλιμπάν ήταν οπαδοί του παραπετάσματος, ο μουλάς Χακανί όμως μόλις καθιέρωσε μια ευρεσιτεχνία, για να προφυλαχθεί από τη θέα μιας γυναίκας δημοσιογράφου: ανακάλυψε το σύστημα της μισάνοιχτης πόρτας. Στην πραγματικότητα, δεν φαίνεται ούτε καν να έχει συνείδηση του κωμικοτραγικού χαρακτήρα του σκηνικού που έστησε.

Πράγματι, αυτό το στέλεχος των Ταλιμπάν, γνωστό για τις συντηρητικές θέσεις του, απαντάει συστηματικά με ακόμα πιο συντηρητικό τρόπο σε σχέση με τις πρόσφατες δηλώσεις του ίδιου του μουλά Όμαρ.1 Κυρίως όσον αφορά το βασανιστικό θέμα των γυναικών που έμειναν χήρες, που είναι η πιο ευάλωτη κατηγορία από όλες, και σχετικά με τη μεταχείριση των οποίων πολλαπλασιάζονται οι κριτικές στον δυτικό Τύπο. Πράγματι, νέες διατάξεις ήλθαν να απελευθερώσουν τις χήρες από την υποχρέωση να παντρευτούν έναν αδελφό ή ένα μέλος της οικογένειας του αποθανόντος: «Εάν μια γυναίκα θέλει να παντρευτεί τον γαμπρό της, μπορεί, αλλά δεν είναι πια υποχρεωμένη», καταδέχεται να απαντήσει. «Σε κάθε περίπτωση, το Κοράνι λέει ότι η γυναίκα δεν πρέπει να λάβει καμία κληρονομιά». Μόνη αποδεκτή πρόοδος: «πριν από αυτό τον νόμο, εάν ο αδελφός δεν την ήθελε μπορούσε να την πουλήσει σε κάποιον άλλο, τώρα δεν έχει πια αυτό το δικαίωμα». Από τη μισάνοιχτη πόρτα μοιάζει να θλίβεται γι' αυτό. Όσο για το μέλλον του τσαντρί, τις σωματικές τιμωρίες, τη δημόσια εκτέλεση της θανατικής ποινής, φαίνεται αμετάπειστος. Το ορίζει η Σαρία, τίποτα δεν πρέπει να αλλάξει.

«Οι Ταλιμπάν δεν μας θεωρούν ανθρώπινα όντα», εξοργίζεται η Ραχίλα, πενήντα χρόνων. «Κυρίως δεν θέλουν να μορφωνόμαστε. Μας θεωρούν περιουσία τους. Και υποχρεώνουν τις χήρες να τους παντρευτούν, ιδίως όταν είναι όμορφες». Η Ραχίλα μεγάλωσε στην παλιά Καμπούλ, φοίτησε στο γαλλικό λύκειο “Ιστικλάλ” και ύστερα δίδαξε μαθηματικά. Σήμερα, δεν διδάσκει πια, αλλά ανήκει στην παράνομη οργάνωση Επαναστατική Ένωση των Γυναικών του Αφγανιστάν (RAWA). Όπως τα περισσότερα μέλη της οργάνωσης αυτής, η Ραχίλα εγκατάέλειψε την Καμπούλ και ζει στην Πεσαουάρ. Με δάκρυα στα μάτια, στρέφεται με πάθος εναντίον των υπερβολών των Ταλιμπάν και όσων επιβάλλουν στις γυναίκες (να φορούν τσαντρί, την απαγόρευση να βγαίνουν μόνες, να πηγαίνουν στο σχολείο, να εργάζονται κ.λπ.). «Αυτό δεν μπορεί να το ονομάσει κανείς ζωή».

Η ένωση RAWA, που ιδρύθηκε το 1977 από τη Μίνα Κεσουάρ Καουάλ, συμμετέχει από το 1979 στον αγώνα εναντίον της σοβιετικής κατοχής. Το 1987 η Μίνα δολοφονήθηκε στην πόλη Κουέτα του Πακιστάν, όπου είχε εγκατασταθεί. Η δολοφονία της αποδόθηκε σε μέλη του Χεζμπ-ε-Ισλάμι, ενός κόμματος του οποίου ηγείται ο Γκουλμπουντίν Χεκματιάρ. Η Ένωση όμως επέζησε, προσπαθώντας, χωρίς καμιά οικονομική βοήθεια, να αφυπνίσει τη διεθνή κοινή γνώμη σχετικά με τις φρικαλεότητες που διέπραξαν στην αρχή οι μουτζαχεντίν και ύστερα οι Ταλιμπάν. Δραστήρια στην Πεσαουάρ, στην Κουέτα και το Ισλαμαμπάντ, τα περισσότερα μέλη της Ένωσης είναι καθηγήτριες, γιατροί ή υπάλληλοι, και καμιά δεν παραιτείται. «Όλες οι γυναίκες είναι καταπιεσμένες», διαβεβαιώνει ωστόσο η Ραχίλα. «Όταν μια γυναίκα είναι καθηγήτρια ή ερευνήτρια, δεν μπορεί να αποφασίσει να μείνει κλεισμένη στο σπίτι και να καθαρίζει πατάτες. Σήμερα οι γυναίκες είναι ασφαλείς, αλλά φυλακισμένες».

«Στην Καμπούλ, όλοι είναι δυστυχείς, ακόμα και οι άνδρες», αναστενάζει η Φαχίμα, μια χήρα 28 χρόνων που ζει μόνη στην Καμπούλ με τα δύο της παιδιά, ηλικίας έξι και επτά χρόνων. «Επί τριάντα ή σαράντα χρόνια οι γυναίκες ήταν ελεύθερες. Το πέπλο ήρθε με τους μουτζαχεντίν. Αυτοί είναι που έσπαγαν τις τηλεοράσεις, απαγόρευαν τις κασέτες, έβαζαν τον κόσμο φυλακή, βίαζαν τις γυναίκες, λεηλατούσαν τα σπίτια. Σήμερα, δεν υπάρχει πια ο ίδιος φόβος, αλλά υπάρχει ο φόβος για το μέλλον. Δεν έχω πια χρήματα, δεν ξέρω τι δουλειά να κάνω, αλλά και να ήξερα δεν έχω δικαίωμα να εργαστώ. Τι θα απογίνουμε, τα παιδιά μου κι εγώ;».

Μαχητικές ή υποταγμένες, οι γυναίκες, τι θα απογίνουν πράγματι, θαμμένες κάτω από το τσαντρί; Κατά τη γνώμη της Νάνσι Χατς Ντιπρί, που είναι ειδική στο θέμα των γυναικών του Αφγανιστάν, θα πρέπει πρώτα να ξεχωρίσουμε στη βάση της πυραμίδας τη συντριπτική πλειοψηφία των γυναικών που ζουν στις αγροτικές περιοχές, οι οποίες είναι ελάχιστα μορφωμένες και των οποίων η ζωή ήταν ανέκαθεν επικεντρωμένη στην οικογένεια και τα παιδιά. Και τις γυναίκες στην κορυφή της πυραμίδας, των οποίων η χειραφέτηση και ο εκδυτικισμός άρχισε το 1959 και οι οποίες είχαν καταλάβει υπεύθυνες θέσεις και μερικές φορές εργάζονταν σε διεθνείς οργανισμούς, οι οποίοι τους παρέχουν σήμερα την υποστήριξή τους για να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους. Μεταξύ αυτών των δύο υπάρχει και μια μεσαία τάξη -υπάλληλοι, νοσοκόμες, καθηγήτριες κ.λπ.- με μουσουλμανική κουλτούρα και με νοοτροπία που είναι ταυτόχρονα παραδοσιακή και προοδευτική, ένα μεγάλο μέρος των οποίων είναι εξόριστες. Η διοίκηση την οποία στήριζαν αυτές οι γυναίκες έχει καταρρεύσει. Αυτό ισχύει και για τη δημόσια υγεία, θέμα γενικευμένης πολεμικής, αφού το γεγονός ότι απαγορεύεται στις γυναίκες να φροντίσουν αρρώστους ή να τις φροντίσουν όταν οι ίδιες είναι άρρωστες έδωσε τους τελευταίους μήνες μερικές καλές ευκαιρίες στις ευαίσθητες ψυχές σε ολόκληρο τον κόσμο για να αγανακτήσουν.

Ο Σιρ Μοχαμάντ Χαμπάς Στανικαζάι, υφυπουργός Υγείας, έχει πλήρη συνείδηση του θέματος. Αυτός ο τριανταεξάχρονος μηχανικός, που μιλάει αγγλικά με άνεση και αντιπροσωπεύει, στην πραγματικότητα, τη μετριοπαθή πτέρυγα της κυβέρνησης των Ταλιμπάν, δεν προσπαθεί να αποφύγει τις ερωτήσεις. «Πριν, όλα τα νοσοκομεία ήταν ανοιχτά στους άνδρες και τις γυναίκες. Σταδιακά επιστρέφουμε εκεί. Και δεν είναι ακριβές να λέγεται ότι οι γυναίκες δεν έχουν πρόσβαση στο νοσοκομείο. Υπάρχει η κλινική Μαλαλάι, που είναι αποκλειστικά γι' αυτές, καθώς και δύο νοσοκομεία τα οποία διαχειρίζεται η CICR (το Ουαζίρ Ακμπάρ Χαν και το Καρτέ Σεχ) που έχουν κρεβάτια για γυναίκες. Σε όλα αυτά τα ιδρύματα έχουμε γυναικείο προσωπικό, που στην πραγματικότητα δεν σταμάτησε ποτέ να εργάζεται».

Αντίθετα, αυτό που δεν αναφέρει είναι ότι οι μισθοί των γιατρών είναι πενιχροί (150.000 αφγάνι το μήνα)2 και ότι, εδώ και μερικούς μήνες, λόγω του πολέμου, δεν καταβάλλονται. Και αυτό που δεν βλέπει είναι οι μεσαιωνικές συνθήκες οι οποίες επικρατούν σε μερικά νοσοκομεία της Καμπούλ, όπως στο Γκουμχοριέτ. Δεν γίνονται πια ακτινογραφίες, δεν υπάρχουν φάρμακα, δεν γίνεται μεταφορά ασθενών, αφού, όπως εξηγούν οι δύο γιατροί που είναι στα επείγοντα περιστατικά, από τα δύο ασθενοφόρα που διέθετε το νοσοκομείο το ένα δεν λειτουργεί και το άλλο κοστίζει τόσο ακριβά που δεν χρησιμοποιείται παρά μόνο για «εξαιρετικά επείγουσες» περιπτώσεις. «Έρχονται να μας δουν εκπρόσωποι διεθνών οργανισμών οι οποίοι κοιτούν και ύστερα δεν τους ξαναβλέπουμε ποτέ πια», διαπιστώνουν με πίκρα.

1 Ο μουλάς Μοχάμεντ Όμαρ είναι ο ανώτατος ηγέτης του κινήματος των Ταλιμπάν, ο «καθοδηγής των πιστών».

2 Περίπου 6,5 ευρώ.

* H Chantal Aubry είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL