ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΕΗ
ΠΑΝΟΣ ΚΥΠΑΡΙΣΣΗΣ, Ποιήματα [1977-2013], Εκδόσεις Γαβριηλίδη, σελ. 315
1. Άξονες, μήτρες, έμβολα
Έντεκα ποιητικές συλλογές σε δύο τόμους. Σύνολο: 637 σελίδες. Η γραφή ως φορέας, ως κατ΄ εξοχήν όχημα επίγνωσης. Ο Όμηρος και ο Κόντε Διονύσιος Σολωμός ως σταθεροί δείκτες αναφορών. Η Ιστορία όχι κατ’ ανάγκην ως καταιγιστικός εφιάλτης, αλλά ως παλίμψηστο ερμηνειών, ίσως κάποτε ιαματικών, η Ιστορία ως θέρετρον ακριβώς της δημιουργικής γραφής. Η άρχουσα Φύση ως υπέρτατος καθρέφτης, ως η αναγκαία και μόνη κοιτίδα του εμφανώς στοχαστικού εγώ, σε συνάρτηση, εικάζω με την τζοϊσική πρόβλεψη: «the movements which work revolutions in the world are born out of dreams and visions in a peasant’s heart on the hillside. For them the earth is not exploitable ground but the living mother». H ανάγνωση του κοσμοειδώλου και από την ανάποδη, από την κεκρυμμένη πλευρά του, ήτοι από την φόδρα των φαινομένων · εξ ου και συλλογή με τίτλο Φόδρες της νύχτας, το 1996. H αναπόφευκτη συγκατοίκηση του Καλού και του Κακού στης «γης το κουβάρι» και ότι αυτό σημαίνει για τον ανθρωπάκο των ημερών μας. Η αναμενόμενη περιδίνηση στην ατομική ή και συλλογική μνήμη ως ομοιοπαθητική κάθαρση. Η αδιαμφισβήτητη πολλαπλότητα των υποκειμένων, αλλά και η μονοδιάστατη, κοινή, σκοτεινή τους υφή, η κοινή Δίκη, το αόρατο πλην όμως ακατάλυτο, άφθιτο δίχτυ του μοιραίου. Η έξοδος από τη γλώσσα σε μιαν ύστατη προσπάθεια να ειπωθεί το εξ αντικειμένου αληθές. Η επαλήθευση ενίοτε της όχι και τόσο παράδοξης αρχής: «πάντα γέλως και πάντα κόνις και πάντα το μηδέν· πάντα γαρ εξ αλόγων εστί τα γινόμενα». Η εξ ορισμού απολέπιση του στίχου. Το μείζον εμφυλιακό άγος. Η μετεμφυλιακή αντίφαση. Το ψυχικό κενό, γι' αυτό «όταν βάζει τα γυαλιά του / κάνει εμετό». Το εγχείρημα της λαξεμένης αναγωγής του χώματος σε πνεύμα. Η αγωνία για την πιθανή ακύρωση της γαλήνης της ύπαρξης εδώ και τώρα. Το μαύρο φως της οριακής αποκάλυψης των κρίσιμων σημασιών. Η αλώβητη διατήρηση του αγωγού που ενώνει το χαοτικό νυν με το ζείδωρο παρελθόν, προκειμένου να διαφανεί, να προκριθεί πιθανώς μια έστω όψις του πλησιεστέρου μέλλοντος. Η ασφάλεια και η παρεπόμενη ανασφάλεια του ποιητικού ρήματος να δράσει, όπως ακριβώς θα επιθυμούσε το κρίσιμο, το πρωταρχικό σχέδιο, εφ’ όσον: «ούτε σιωπές βοηθούν ούτε και λέξεις / Σκοπεύοντας την αλήθεια / δε σκοπεύεις παρά τις φλέβες σου», ενώ «φθίνουν οι λέξεις / καθώς αλέθονται στα χρόνια / περνούν σε λαβυρίνθους μυστικούς / κι η τύχη λιγοστεύει / Πεθαίνουν και πεθαίνω». Η ανάγκη της επικοινωνίας μέσα από μιαν υφολογικά αναβαθμισμένη ποιητική γραφή και η συνακόλουθη ματαιότητα των δοκιμών. Ο εξαγνισμός, ει δυνατόν, στην αθωότητα του πρώτου βλέμματος. Η προβληματική, η φαντασιακή δράση της ετερότητας. Η αφθαρσία και η ομολογούμενη ψευδαίσθηση του έρωτα. Ο σταματημένος χρόνος της επαρχίας. Η αποδόμηση των καταστατικών ατομικών ή και ομαδικών ψευδαισθήσεων. Η συμβολοποίηση του αρχέγονου φόβου των σπηλαίων: ο Πάνος Κυπαρίσσης (Οξυά Ιωαννίνων, 1945) έρχεται από τα βαθιά φύλλα μιας ισχυρής μήτεως. Εξ ου και οι καλώς συγκερασμένοι τρόποι, οι αναβαθμισμένες διαδικασίες παρατήρησης του γίγνεσθαι και οι νηφάλιοι συνταγματικοί σχεδιασμοί, με τη βοήθεια των οποίων κωδικοποιεί, συσχετίζει και υπομνηματίζει τις εκάστοτε θεματικές προαιρέσεις του. Ορισμένες από τις οποίες καταγράφονται ανωτέρω.
Στο δε ποίημα «Η έννοια του είδους», από τη συλλογή Η άλλη φωτογραφία του 1990, αποδίδεται, οίκοθεν νοείται συνοπτικά, όχι η τραγωδία της θέλησης, αλλά η φύσει και θέσει επάρκεια του ένδον υλικού. Η ενδελέχεια της πλήρωσης. Απομονώνω για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής τα εξής τεκμήρια αντοχής του εγώ, από τη σκοπιά του εν λόγω δημιουργού - ερευνητή μιας ευσύνοπτης μεταφυσικής λογικής : «φεύγουν οι νεκροί / για νύχτες καλύτερες / Τόποι άδειοι / δίχως να σε ξομολογούν / ποτάμια που δεν ρωτούν / κυλώντας αργά κατά τη θάλασσα / Ρίξτε με σε τούτο το χώμα· / στο αλώνι του καλοκαιριού γυμνό / Στου νερού το τραγούδι με την παλίρροια / Γιατί είναι θλιβερή η ζωή μας / για να ΄ ναι ψεύτικη / κι όμορφη πολύ / για να ΄ναι αληθινή / Η ζωή που μας φθείρει και τη θέλουμε».
2. Αφορμές, δομές, διαθλάσεις
Έχοντας πάντα κατά νου την αισθητική ολοκλήρωση της όλης πρόθεσής του, ο Πάνος Κυπαρίσσης διαχειρίζεται, φρονώ, εν γένει τρία διακριτά συστατικά αποθέματα. Πρώτον, και ασφαλώς αυτονόητο, την ατομική του διαδρομή, όπως ακριβώς βιώθηκε και εξακολουθεί να βιώνεται κατά τη διάρκεια των προ-συγγραφικών και συγγραφικών εγχειρημάτων. Δεύτερον, την εν μέρει εικονική, την εν μέρει ρεαλιστική προοπτική, όπως την κατορθώνει επιμελώς στο πεδίο των ενσυνειδήτων περιδιαβάσεών του στην άλλη, στη μεγάλη επικράτεια, εκείνη εννοώ της ετερότητας. Τρίτον, την εξειδικευμένη φιλολογική, μαθηματική και θεατρική του παιδεία και κατ΄ επέκταση την όλη γλωσσική του εμπειρία και πρόνοια, την κερδισμένη μέσα από προσκτήσεις, από πολλαπλές ρητές και άρρητες ωσμώσεις με το δυναμικό κεκτημένο του γραμματολογικού πλούτου, εγχώριου και αλλογενούς. Η πολιτική της ποιητικής δράσης ανανεώνει κατά καιρούς μεθόδους, στόχους και εστίες προσήλωσης. Από τη συλλογή, την τιτλοφορούμενη Φως ορυχείου του 2011, η «Θυσία» δείχνει την απόκλιση του υπερλογικού να οικοδομεί, μεταξύ άλλων, το θαυμάσιο. Ήτοι: «Νεύεις με χαλινούς πάνω στη γλώσσα / με το αίμα στο πλάι / και δεν είναι κανείς να σε σώσει / Ιερή σιωπή / πλωτή στους ανέμους / κι η σκέψη παρήγορη / παλεύοντας φόβους και πάθη / Χτίζουν οι ερωτήσεις; / Σε τόση νύχτα ξεφτίζει τ’ όνειρο / στο μίσχο που σήκωσες κι επιμένεις / καθώς ανεβαίνει ημίφωτο σπέρμα / το δικό σου φεγγάρι / να φλογίσει τον ουρανό».
Από το ανοιχτό τοπίο μιας σαφώς ορεσίβιας καταγωγής, όπου ο γενέθλιος ουρανός «μελανώνει και σε βουβαίνει», έως την καλώς διαρθρωμένη μουσική δωματίου, η οποία αναπτύσσεται αντιστικτικά σε μικρές ή μεγαλύτερες μορφές, το πρόσωπο αναζητεί τρόπους να πεισθεί ότι η συνοχή του κόσμου δεν έχει εν τέλει διαλυθεί. Ότι τα πράγματα δεν έχουν κατατροπωθεί ανέκκλητα από τις λέξεις. Γι’ αυτό κι ενίοτε πρυτανεύει το αίσθημα του νεοαποκτηθέντος, του επαναμαγευμένου χωροχρόνου. Ας υποδεχτούμε, δίκην μυήσεως, τι διαδραματίζεται φέρ’ ειπείν στην εξής σκηνή: «Τις νύχτες / μαζεύονται σεπτά κυπαρίσσια / μπαίνουν στην εκκλησία / Με το πρώτο φως / υψώνονται χλωρά κεριά στον ουρανό / Μανουάλι ο τόπος / με χορτάρια και σκάμματα». (Βλ. το ποίημα «Των κυπαρισσιών», από την προαναφερόμενη συλλογή Η άλλη φωτογραφία).Ο λόγος, η οποίος αποφαίνεται με ομολογούμενη στιλπνότητα, προσανατολίζεται διαρκώς στον πολικό αστέρα των δικών του τιμαλφών. Δεν αλλοιώνεται καθ' οδόν, δεν εξαντλείται σε παραμυθίες ή σε αυτοσχόλια μιας εγγενούς πλην όμως ασύμφορης μελαγχολίας. Στην Ιστορία, ως γνωστόν, τα γεγονότα είναι δεδομένα και πρέπει να βρεθούν οι αρχές, ενώ στην ποίηση αντιθέτως μας δίνονται οι αρχές και πρέπει να βρεθούν τα γεγονότα, όπως ευφυώς διατείνεται ο Sir Thomas James Babington Macaulay. Από τη θέα αυτή, θα πρότεινα να διαβαστεί το συνολικό διάβημα του Π.Κ. κυρίως ως εμπράγματη δικαίωση του ατομικού του ποιητικώς οράν.
Η τερατώδης δύναμη της αντι-συλλογικότητας, δηλαδή της αντι-κοινωνίας, φαίνεται ότι επιβάλλει πάντα τις εξουσίες της. Οι αντιστάσεις ποικίλλουν σε σθένος και πείσμα, αλλά σπανίως, όπως ξέρουμε, δικαιώνονται. Ή, αν εν τέλει δικαιωθούν, ενδέχεται να μεταλλαχτούν κι αυτές σε υποτονικές εκούσες άκουσες συνέργειες. Πράγματα γνωστά στους συγγραφείς παγκοσμίως. Γι’ αυτό και το κείμενο είθισται να λειτουργεί ως υπόστεγο. Από την εισαγωγική προτροπή της πρώτης εκείνης συλλογής, η οποία αυτοεκδόθηκε το 1977 με τίτλο Ο Καπνοπόλεμος, απομονώνω τη διαχρονική έκκληση σεβασμού του δικαιώματος της ύπαρξης να υπερβεί ό, τι την καθιστά υπόδουλη στις φενάκες των τρίτων: «Να φυλάγεσαι / Τα μάτια σου τέσσερα / Το παλτό σου· / το παλτό μου το κέρατό μου [...] Τα μάτια μου μάνα τέσσερα / αλλά δεν ωφελεί / Κάποτε διαλέγεις / Ή το 'χεις να βγάλεις χρόνια /και διαλέγεις πολυθρόνα / ή τρέχεις να σβήσεις το αίμα σου στα πέλαγα / Γεφύρια και πρωτομάστορες τέλος».
*Ο Γιώργος Βέης είναι ποιητής