Φέτος συμπληρώθηκαν τα 125 χρόνια από τη γέννηση του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ (1891-1940), γεγονός που σηματοδότησε σε όλο τον κόσμο ακόμα έναν κύκλο συζητήσεων γύρω από τη ζωή και το έργο του, και ώθησε τους εκδότες ανά τον πλανήτη σε καινούργιες εκδόσεις των βιβλίων του, τόσο στα ρωσικά όσο και σε μεταφράσεις. Η αγορά βιβλίου γίνεται όλο και πιο δύσκολη και ανταγωνιστική, αλλά κανείς δεν φοβάται μια τέτοιου είδους «επένδυση»: το ενδιαφέρον για τον Μπουλγκάκοφ παραμένει αμείωτο, κάτι που δεν ισχύει για πολλούς συναδέλφους του (συνομηλίκους του ή μη), παρά την περίοπτη θέση που κατέχουν επίσημα στο παγκόσμιο λογοτεχνικό στερέωμα, και αυτό αναμφισβήτητα τον κατατάσσει στην πλειάδα κλασσικών της ρωσικής και της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Ο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ έζησε μόλις 48 χρόνια, αλλά για σχεδόν τέσσερεις δεκαετίες το έργο του παρέμενε «στο συρτάρι», ως ασυμβίβαστο και εχθρικό προς την επίσημη ιδεολογία. Αλλά θα ήταν εξαιρετικά άδικο να σπαταλήσουμε τον χρόνο και των αναγνωστών με την ανάλυση των σχέσεών του με το σοβιετικό κατεστημένο. Οι σχέσεις του δημιουργού με την εξουσία ποτέ και πουθενά δεν ήταν στοργικές. Πρέπει να κρατήσουμε μόνο ότι, παρόλο που από κάποια στιγμή και μετά τα βιβλία του Μπουλγκάκοφ δεν τυπώνονταν και τα θεατρικά του κατέβαιναν μία μέρα πριν από την πρεμιέρα, παρόλο που ο συγγραφέας αναλωνόταν στην επιμέλεια των κειμένων των ατάλαντων συναδέλφων του στο θέατρο Τέχνης και στο Μπολσόι, παρόλο που τα τρία τέταρτα των φίλων, ακόμα και κάποιοι συγγενείς του, ήταν, εθελοντές ή μη, πληροφοριοδότες της Ασφάλειας, ποτέ δεν διώχθηκε επίσημα, ποτέ δεν συνελήφθη ή φυλακίστηκε. Έγραφε «αντισοβιετικά», κατά τις επίσημες δηλώσεις του Στάλιν, έργα, δεν ακολουθούσε τους κανόνες γραφής του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, κατά τα λεγόμενα και τα γραφόμενα των επίσημων ταγών της πνευματικής ζωής του τόπου, αλλά παρά ταύτα παρέμενε ελεύθερος. Οι Αρχές δεν του επέτρεψαν ποτέ να ταξιδέψει στο εξωτερικό, έστω σαν τουρίστας, έστω για θεραπευτικούς λόγους, αφήνοντας άλλους και άλλους «συνοδοιπόρους» της σοσιαλιστικής λογοτεχνίας και αμφιβόλου πολιτικού προσανατολισμού δημιουργούς να αλωνίζουν τας Ευρώπας. Αλλά ο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ ούτε αυτοκτόνησε, ούτε εκτελέστηκε, όπως οι περισσότεροι από αυτούς τους «τυχερούς». Η αναγέννηση, ή, μάλλον, η δεύτερη λογοτεχνική γέννηση του Μπουλγκάκοφ, που συντελέστηκε 40 χρόνια μετά τη συγγραφή των βιβλίων και σεναρίων του, και ένα τέταρτο του αιώνα μετά το φυσικό θάνατο του συγγραφέα, ήταν αληθινό θαύμα. Έτσι, Η μυθιστορία του κυρίου Μολιέρου βγήκε στη Ρωσία το 1962, Το Θεατρικό μυθιστόρημα το 1965, η Λευκή στρατιά βγήκε ολόκληρη στη Ρωσία μόλις το 1966, το Μαιτρ και Μαργαρίτα το 1966, Η Καρδιά ενός σκύλου το 1987. Η παραμονή τους όμως στα ράφια των βιβλιοπωλείων και των βιβλιοθηκών κράτησε όσο και η «άνοιξη» του Νικίτα Χρουστσόφ. Το ίδιο συνέβη και με τα θεατρικά του. Με την άνοδο του Μπρέζνεφ, ο Μπουλγκάκοφ θα απαγορευτεί ξανά, αλλά κανείς και τίποτα δεν θα μπορέσει πια να ανακόψει τη θριαμβευτική του πορεία στη ρωσική και παγκόσμια λογοτεχνία.
Το Μαιτρ και η Μαργαρίτα ήταν το μυθιστόρημα της ζωής του, που ο Μπουλγκάκοφ έγραφε επί μία ολόκληρη δεκαετία, ήταν η παρακαταθήκη του, το απόκρυφό του το βιβλίο, που τον έκανε έναν από τους πιο καλτ συγγραφείς του πλανήτη. Αλλά στην κυριολεξία μυθιστόρημα της ζωής του ήταν η αυτοβιογραφική Λευκή Στρατιά, που ο Μπουλγκάκοφ έγραψε μέσα σε τρία μόλις χρόνια (1922-1925), ακολουθώντας τα φρέσκα ακόμα ίχνη του εμφυλίου πολέμου μετά την Επανάσταση.
Ο κόσμος γκρεμιζόταν γύρω του, κυριολεκτικά και μεταφορικά: δεν θα ξανάβλεπε ποτέ τ’ αδέρφια του, που εγκατέλειψαν τη Ρωσία μαζί με τη Λευκή Στρατιά, τους μικρότερούς του, Νικολάι και Ιβάν. Η μητέρα του πέθανε από τύφο. Ο «βυσσινόκηπος», η λατρευτή, ζεστή φωλιά του ξεριζώθηκε βάναυσα εν τη μία νυκτί. Ο ίδιος ο συγγραφέας, που δεν άδραξε την ευκαιρία να ακολουθήσει τη Λευκή Στρατιά στην έξοδο από τη Ρωσία, επέλεξε τη δική του θέση, τη θέση του συγγραφέα, που θα μείνει στη χώρα, με το λαό του, και τώρα έπρεπε να αποφασίσει και για τους ήρωές του στο μυθιστόρημα για τις μοίρες της ρωσικής διανόησης, από τη στάση της οποίας στα γεγονότα (και σε όποια γεγονότα) πίστευαν (και συνεχίζουν να πιστεύουν αφελώς) κρίνονταν οι εξελίξεις. Ήρωες του Μπουλγκάκοφ είναι οι τσεχοφικοί χαρακτήρες, καταδικασμένοι σε ήττα, που αναζητούσαν την αλλαγή, αποδέχονταν την αλλαγή, αλλά ταυτόχρονα νοσταλγούσαν τον κόσμο που χανόταν, άνθρωποι απολιτικοί, που ζουν στο δικό χωροχρόνο της οικογενειακής θαλπωρής και των επινοημένων ιδανικών.
«Μ’ ενδιαφέρει πολύ η καθημερινότητα της ρωσικής διανόησης», είπε ο Μπουλγκάκοφ, όταν βρέθηκε να ανακρίνεται από την Ασφάλεια, μόλις κυκλοφόρησε η Λευκή Στρατιά. «Την αγαπάω και τη θεωρώ, αν και αδύναμο, ως πολύ σημαντικό κοινωνικό στρώμα στην χώρα. Οι μοίρες της και τα συναισθήματά της μού είναι πολύτιμα».
Αλλά ο Μπουλγκάκοφ δεν εθελοτυφλεί: στην Λευκή Στρατιά συνηγορεί υπέρ των ανθρώπων, αλλά καταδικάζει τη στάση της διανόησης, που κατά κάποιον τρόπο οδήγησε στην καταστροφή του κράτους και της κουλτούρας. Ο Μπουλγκάκοφ βάζει τους ήρωές του μπροστά στο προαιώνιο δίλημμα των ρώσων διανοουμένων: «Τι να κάνουμε;». Οι απαντήσεις μπορούν να είναι πολλές, αλλά ένα είναι αυτονόητο: ό,τι και να κάνουν, πρέπει να το κάνουν έντιμα. Γι’ αυτό ο Μπουλγκάκοφ αρνήθηκε να αφαιρέσει το επίθετο «λευκή» από τον τίτλο του βιβλίου: το λευκό εκπροσωπούσε γι’ αυτόν το χρώμα της αγνότητας και της εσωτερικής ομορφιάς. Μ’ αυτό τον τρόπο υπερασπιζόταν το πιστεύω του, αλλά και την ταλαιπωρημένη του τάξη.
Μια ανάλογη προσπάθεια, να κατανοήσουν τη στάση της ρωσικής διανόησης στην Επανάσταση και τον εμφύλιο, να εξηγήσουν τους λόγους της «συνθηκολόγησης», του συμβιβασμού και της αποδοχής της νέας τάξης πραγμάτων, έχουν κάνει πολλοί ρώσοι συγγραφείς, και από τα δύο στρατόπεδα. Στη Ρωσία στο ίδιο θέμα στρέφεται η τριλογία Βασανιστικός δρόμος, του Αλεξέι Τολστόι: στα είκοσι χρόνια που πέρασαν από το πρώτο βιβλίο έως το τρίτο (1921-1941), ο Τολστόι κατάφερε να κάνει μια απότομη στροφή, από τον ρεαλισμό στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό (ή στον «μνημειώδη ρεαλισμό», όπως αποκαλούσε τη μέθοδό του ο ίδιος). Κατάφερε να προλάβει να φωνάξει «ωσαννά», όπως ο φιλόσοφος στον παράδεισο στους Αδελφούς Καραμαζώφ. Και τι έγινε, αν κάποιοι, η γνώμη των οποίων μετρούσε, έπαψαν να του δίνουν το χέρι τους; Το 1943 στον Τολστόι απονεμήθηκε Βραβείο Στάλιν, συνοδευόμενο από ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσόν...
Πολύ αργότερα (1945-1955), το ίδιο θέμα θα αγγίξει ο Μπορίς Πάστερνακ στο Δόκτωρ Ζιβάγκο: το βιβλίο θα απαγορευτεί, θα γίνει μπεστσέλερ στη Δύση και στο τέλος θα στείλει στον τάφο το δημιουργό του, όπως το Ρέκβιεμ, που παραγγέλθηκε στον Μότσαρτ από έναν άγνωστο, «σκότωσε» τον συνθέτη.
Η Λευκή Στρατιά του Μπουλγκάκοφ ήταν απείρως πιο έντιμη από τον Βασανιστικό Δρόμο του Τολστόι και πολύ πιο βαθιά από τον Δόκτωρ Ζιβάγκο του Πάστερνακ. Ήταν όμως και αδικημένο βιβλίο: δεν συνοδευόταν από κανένα σκάνδαλο (όπως στην «υπόθεση Πάστερνακ»), και έμεινε για πολλά χρόνια στο συρτάρι, κατά την περίοδο που η Σοβιετική Ένωση ήταν πράγματι «χώρα αναγνωστών», και όταν ο Βασανιστικός Δρόμος έγινε μπεστσέλερ όχι επειδή περιέγραφε το θρίαμβο της κομμουνιστικής ιδεολογίας (ο σοβιετικός αναγνώστης ποτέ δεν ήταν ηλίθιος, όπως κάποιοι θέλουν να πιστεύουν!), αλλά επειδή ο Αλεξέι Τολστόι τον περιέγραφε εξαιρετικά συναρπαστικά.
Αλλά επειδή ακριβώς η πληγή παραμένει ανοιχτή, επειδή οι εμφύλιοι πόλεμοι όχι δεν εξέλειπαν, και ακριβώς επειδή η διανόηση, ως είθισται, νοσταλγεί το παρελθόν, ζει στο παρελθόν και λύνει τις εξισώσεις της παρελθούσας ζωής, και ως συνήθως παραμερίζει, η Λευκή Στρατιά είναι σήμερα επίκαιρη όσο ποτέ. Επίκαιρη διπλά: και ως υψηλή λογοτεχνία και ως έντιμη λογοτεχνία. Ιδιαίτερα, είναι επίκαιρη για όσους ακόμα βασανίζονται από το ερώτημα: «Έπρεπε να γίνει η Οκτωβριανή Επανάσταση; Δεν έπρεπε;». Και, κυρίως, είναι επίκαιρη για εκείνους τους λίγους, που ακόμα αναρωτιούνται: «Τι να κάνουμε;»
Ο Μπουλγκάκοφ, αντίθετα με τον Τολστόι και τον Πάστερνακ, περιγράφει στη Λευκή Στρατιά τα γεγονότα μόνο ενός έτους, του μαρτυρικού 1919, και παρότι σκοπεύει να εξελίξει το βιβλίο σε τριλογία, δεν το κάνει. Και καλά έπραξε! Η συνέχεια θα τον οδηγούσε ή στο θάνατο ή στο συμβιβασμό. Το τελευταίο φαντάζει μάλλον απίθανο, άρα το πρώτο σενάριο είναι και το επικρατέστερο.
Σαν βιβλίο, η Λευκή Στρατιά δεν εκδόθηκε όσο ζούσε ο Μπουλγκάκοφ, αν και λαχταρούσε να κρατήσει το αγαπημένο του «τέκνο» στα χέρια του. Το πρώτο και το δεύτερο μέρος βγήκαν το 1925 στη Μόσχα, στα τεύχη του περιοδικού Ρωσία, το οποίο αμέσως μετά έκλεισε. Το ημιτελές μυθιστόρημα βρέθηκε στο Παρίσι, όπου και τυπώθηκε με αρκετές «διορθώσεις» το 1927 (ο πρώτος τόμος) και το 1929 (ο δεύτερος).
Στη Ρωσία οι δημοσιεύσεις της Λευκής Στρατιάς σε δυο τεύχη του περιοδικού προκάλεσαν σάλο. Από τις 300 κριτικές, όπως έγραψε αργότερα ο Μπουλγκάκοφ, μόλις τρεις ήταν θετικές, οι υπόλοιπες άκρως υβριστικές: τον αποκαλούσαν «μπάσταρδο της αστικής τάξης, που φτύνει το δηλητήριο στην εργατική τάξη».
Το επόμενο χρόνο, το 1926, ο Μπουλγκάκοφ έγραψε το θεατρικό Οι Ημέρες των Τουρμπίν, για το Θέατρο Τέχνης του Στανισλάφσκι, βασιζόμενο στη Λευκή Στρατιά. «Τουρμπίν» ήταν το επίθετο των βασικών ηρώων του μυθιστορήματος, και η δράση του βιβλίου μεταφέρθηκε πλέον στην ιερή σκηνή, όπου πρωτοπαίχτηκαν τα αριστουργήματα του Τσέχωφ.
Η πρεμιέρα έγινε το 1926, και ο Στάλιν εγκατέλειψε το θέατρο απολύτως ικανοποιημένος: όπως και να ’ναι, στο έργο οι δυνατοί (οι κόκκινοι) κατατρόπωσαν του αδύναμούς (λευκούς). Έκτοτε, ο ηγέτης παρακολουθούσε πολύ συχνά την αγαπημένη του παράσταση, κι αυτό πιθανόν να έσωσε τον ίδιο το Μπουλγκάκοφ και το έργο του, το οποίο παίχτηκε στη σκηνή του Θεάτρου Τέχνης πάνω από χίλιες φορές, ενώ οι «αξιωματούχοι της λογοτεχνίας», συνάδελφοι του συγγραφέα, και οι κομματικοί ιδεολόγοι της σοβιετικής κουλτούρας, δεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν αυτό το ακατανόητο «κόλλημα» του Στάλιν, που τους εμπόδιζε να καρυδώσουν τον ίδιο τον Μπουλγκάκοφ και να πνίξουν το έργο του.
Ο Στάλιν ήταν απρόβλεπτος, είχε τα δικά του σχέδια, ειδικά σε σχέση με τους λογοτέχνες, κι αυτό επιβεβαιώνει η μοναδική τηλεφωνική συνομιλία μεταξύ του ηγέτη και του Μπουλγκάκοφ. Ο Στάλιν παρατήρησε στον Μπουλγκάκοφ ότι πρέπει να συναντηθούν και να μιλήσουν, και ο Μπουλγκάκοφ εξέφρασε την θερμή του επιθυμία για διάλογο. Χωρίς να υποκρίνεται ή να σκύβει. Το ήθελε πραγματικά. Θα ήταν, όπως στο Μαιτρ και Μαργαρίτα, ένας διάλογος με τον δήμιό του, όπως ο διάλογος του Πόντιου Πιλάτου με τον Ιησού.
Δεν ξαναμίλησαν ποτέ, παρόλες τις προσπάθειες του Μπουλγκάκοφ να επικοινωνήσει. Σε μια ύστατη προσπάθεια, ο συγγραφέας ξεκίνησε να γράφει ένα θεατρικό με θέμα τον Στάλιν, για το Θέατρο Τέχνης, και όλη η θεατρική Μόσχα ζούσε εν αναμονή της πρεμιέρας. Ο τίτλος του έργου ήταν Μπατούμ, όνομα της πόλης όπου εξελίχτηκε η προεπαναστατική δράση του νεαρού Ιωσήφ Τζουγκασβίλι, όταν δεν ήταν ακόμα Στάλιν, αλλά Κόμπα.
Αυτό ήταν και το τελευταίο γραπτό του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ. Όταν το θεατρικό ήταν έτοιμο και όλη η ομάδα του Θεάτρου Τέχνης επιβιβάστηκε στο τρένο για να πάνε στη Γεωργία, «στον τόπο του εγκλήματος», σε έναν από τους κοντινούς στη Μόσχα σταθμούς μπήκε η ταχυδρόμος για να παραδώσει στον συγγραφέα ένα τηλεγράφημα από άγνωστο πρόσωπο. Ήταν λακωνικότατο, και έλεγε ότι δεν υπάρχει λόγος να γίνει αυτή η παράσταση. Ο Μπουλγκάκοφ επέστρεψε στη Μόσχα, για να πεθάνει σε μερικούς μήνες: έχει γράψει εν τω μεταξύ το «Ρέκβιέμ» του...
Το βράδυ της κηδείας στο διαμέρισμα του Μπουλγκάκοφ χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσε η χήρα του συγγραφέα. Ήταν από τη γραμματεία του Στάλιν:
- Ο σύντροφος Μπουλγκάκοφ πέθανε; ρώτησαν.
- Πέθανε, απάντησε η χήρα του.
Το τηλεφώνημα έληξε, ούτε μια λέξη παραπάνω. Δεν πήραν για να την συλλυπηθούν, αλλά για να σιγουρευτούν ότι πέθανε ο τελευταίος «λογοτεχνικός λύκος», όπως αποκάλεσε τον εαυτό του ο Μπουλγκάκοφ στο γράμμα στον Στάλιν το 1931:
«Στον χώρο των ρωσικών γραμμάτων στην ΕΣΣΔ ήμουν ο μοναδικός λογοτεχνικός λύκος. Με συμβούλεψαν να βάψω τη γούνα μου. Ανόητη συμβουλή... Ο λύκος, κι αν τον βάψεις ή αν τον κουρέψεις, δε θα μοιάζει με λουλού».