Το δραματικό σαρανταοκτάωρο της Τρίτης και της Τετάρτης κατέληξε στην παραίτηση του πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον σε δόσεις, αφού θα παραμείνει στη θέση του έως το φθινόπωρο, μέχρι να αναλάβει ο καινούργιος αρχηγός των Συντηρητικών.
Εδώ και μήνες το ένα σκάνδαλο διαδεχόταν το άλλο πλήττοντας το Συντηρητικό Κόμμα και τον Τζόνσον προσωπικά, που επέμενε μέχρι την τελευταία στιγμή να ψεύδεται δημόσια και κατ’ εξακολούθηση για τις πράξεις και τις επιλογές του, θεωρώντας πως η δημοτικότητα που του επέφερε το Brexit θα λειτουργούσε επ’ αόριστον σαν προστατευτική ασπίδα κατά των επικριτών του, είτε αυτοί ήταν Συντηρητικοί βουλευτές είτε οι ψηφοφόροι. Έτσι κέρδισε και την ψήφο εμπιστοσύνης των βουλευτών του μόλις πριν έναν μήνα.
Όμως τα σκάνδαλα συνεχίστηκαν. Πολλοί Συντηρητικοί βουλευτές τώρα παραδέχονται -όχι από εντιμότητα φυσικά, αλλά για να περιορίσουν την πολιτική ζημιά που επιφέρει ο συσχετισμός μαζί του- ότι ενώ γνώριζαν πολύ καλά ότι ήταν ανειλικρινής, αναξιοπρεπής και επικίνδυνος για πρωθυπουργός, τον υποστήριξαν μόνο και μόνο γιατί πίστευαν ότι μπορούσε να επαναλάβει τη νίκη του 2019.
Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν το σκάνδαλο με τον βουλευτή Κρις Πίντσερ που κατηγορείται για σεξουαλική παρενόχληση και τον οποίο ο ίδιος ο Τζόνσον διόρισε υπεύθυνο για την πειθαρχία των Συντηρητικών βουλευτών. Όταν ο Τζόνσον ρωτήθηκε κατ’ επανάληψη αν ήξερε για τις κατηγορίες, το αρνήθηκε, ώσπου να διαψευστεί δημόσια και με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο από τον Σάιμον Μακντόναλντ, ανώτατο πρώην δημόσιο υπάλληλο που είχε αναλάβει να ερευνήσει τις κατηγορίες, ο οποίος και τον είχε ενημερώσει προσωπικά.
Από κει και πέρα, οι εξελίξεις ήταν καταιγιστικές και πρωτοφανείς για το πολιτικό σκηνικό της χώρας. Βουλευτές όλων των κομμάτων, Συντηρητικοί υπουργοί και στενοί συνεργάτες του πρωθυπουργού, καθώς και δημοσιογράφοι, ζητούσαν επανειλημμένα από τον Τζόνσον να παραιτηθεί χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Από όλα τα πιθανά σενάρια για να αναγκαστεί να απαγκιστρωθεί από τη θέση του, επικράτησε το πιο δραματικό. Ένας-ένας υπουργοί και στελέχη της κυβέρνησης άρχισαν να παραιτούνται, αρχής γενομένης από τον υπουργό Υγείας Σάτζιντ Τζάβιντ και τον υπουργό Οικονομικών (Καγκελάριο) Ρίσι Σούνακ την Τρίτη. Μέσα στις επόμενες 24 ώρες παραιτήθηκαν συνολικά 54 μέλη της κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων και 16 υπουργών, κάνοντας αδύνατη τη διακυβέρνηση από τον Τζόνσον. Ακόμα και οι αντικαταστάτες αυτών που αποχώρισαν στον πρώτο γύρο, είτε παραιτήθηκαν μόλις μερικές ώρες αφότου ανέλαβαν, είτε δέχτηκαν να συμμετάσχουν στο κυβερνητικό σχήμα με την προϋπόθεση ότι ο Τζόνσον θα παραιτηθεί.
Είχαν προηγηθεί βέβαια οι τοπικές εκλογές του Μαΐου, καταστροφικές για τους Συντηρητικούς, και δύο επαναληπτικές εκλογές πριν από δύο εβδομάδες, κατά τις οποίες οι μέχρι τότε βουλευτικές έδρες των Συντηρητικών πέρασαν στους Εργατικούς και στους Φιλελεύθερους-Δημοκράτες αντίστοιχα. Με αλλά λόγια, το αφήγημα για την ικανότητα του Τζόνσον να κερδίσει τις επόμενες εκλογές είχε ήδη αρχίσει να καταρρέει και ο Τζόνσον είχε χάσει ουσιαστικά τον έλεγχο του κόμματος από τον Μάιο. Όσοι συνέχισαν να τον υποστηρίζουν πιθανόν πίστευαν ότι θα μπορούσαν να είναι οι επόμενοι εκφραστές τις εκλογικής μερίδας που υποστηρίζει φανατικά το Brexit.
Η αντιπαράθεση που επικρατεί μετά την ανακοίνωση της παραίτησης του Τζόνσον έχει σχέση με το πότε θα φύγει και θα κλείσει για τα καλά πίσω του την πόρτα. Ο Τζόνσον θέλει να παραμείνει ως υπηρεσιακός πρωθυπουργός μέχρι τον Οκτώβριο, όταν και θα έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία ανάδειξης νέου αρχηγού και θα έχει πραγματοποιηθεί το συνέδριο του κόμματος. Όμως πολλοί συνεργάτες του, θέλοντας να περιορίσουν το πολιτικό κόστος, ζητούν να απομακρυνθεί άμεσα και να αναλάβει προσωρινά κάποιος που δεν θα είναι υποψήφιος για την αρχηγία. Σ’ αυτούς ανήκει και ο πρώην σύμβουλός του και μακιαβελική πολιτική φιγούρα, ο Ντόμινικ Κάμινγκς, καθώς και η αντιπολίτευση.
Η επόμενη μέρα: Γι’ αυτούς και για μας
Ο αρχηγός των Εργατικών Κιρ Στάρμερ απείλησε ότι αν ο Τζόνσον δεν φύγει άμεσα, θα καταθέσει πρόταση μομφής στη Βουλή, πράγμα που έπειτα από διάφορες κοινοβουλευτικές διαδικασίες και εφόσον κέρδιζε την πλειοψηφία, θα κατάληγε σε ένα από τα τρία πιθανά σενάρια: οι βουλευτές να αποφασίσουν από κοινού ποιος θα είναι ο νέος πρωθυπουργός και κυβέρνηση χωρίς εκλογές, οι βουλευτές να μην μπορούν να συμφωνήσουν για νέο πρωθυπουργό και να γίνουν εκλογές μέσα σε επτά εβδομάδες ή τον Τζόνσον να κερδίζει την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής στον δεύτερο γύρο και να συνεχίσει μέχρι το φθινόπωρο, οπότε και θα έχει πραγματοποιηθεί η ανάδειξη του νέου αρχηγού και πρωθυπουργού από τους Συντηρητικούς. Δεδομένης της φθοράς της κυβέρνησης, η αντιπολίτευση, που προηγείται αυτή τη στιγμή στις δημοσκοπήσεις, θα είχε μια καλή πιθανότητα να κερδίσει τις εκλογές τώρα και όσο ο Τζόνσον, καμένο χαρτί πια, είναι στην εξουσία.
Φυσικά, το αντίθετο ισχύει για τους Συντηρητικούς, που αυτή τη στιγμή περνάνε κρίση ταυτότητας: εκλογές τώρα θα ήταν καταστροφικές γι’ αυτούς. Η γραμμή των επομένων εκλογών, που υπό κανονικές συνθήκες θα γίνουν σε ένα με δύο χρόνια, θα είναι ότι το κόμμα έχει εξαγνιστεί αφήνοντας πίσω του την περίοδο Τζόνσον, τα σκάνδαλα και τα καουμποϊλίκια του τύπου «θα σκίσω τη συμφωνία με την Ε.Ε.». Έτσι, με νέο αρχηγό θα υποστηρίξουν ότι μια νέα συντηρητική κυβέρνηση θα σέβεται τους θεσμούς και θα διοικεί με αξιοπρέπεια και ακεραιότητα.
Ο Στάρμερ -αν και με το γνωστό, υποτονικό του ύφος- ήδη προσπαθεί να σπάσει αυτή τη γραμμή επαναλαμβάνοντας δικαίως ότι επί τρία χρόνια, αν όχι από πολύ νωρίτερα, όλοι οι Συντηρητικοί βουλευτές ήξεραν ότι ο Τζόνσον ήταν επικίνδυνος και τσαρλατάνος, αλλά έβαζαν το συμφέρον τους πάνω από αυτό της χώρας. Αυτό συνάδει και με την «εθνική» γραμμή που έχει υιοθετήσει ο Στάρμερ αποδεχόμενος την αποχώρηση από την Ε.Ε., διαβεβαιώνοντας ότι θα τη σεβαστεί και ότι διατείνεται ως μελλοντικός πρωθυπουργός να διαχειριστεί καλύτερα τις συνέπειές της, κρατώντας το Ηνωμένο Βασίλειο… ενωμένο. Βέβαια, πολλά θα εξαρτηθούν και από το πού θα βρίσκεται η οικονομία όταν θα γίνουν εκλογές και από το αν οι Συντηρητικοί θα αλλάξουν την οικονομική τους πολιτική για να αντιμετωπίσουν την κρίση.
Προς το παρόν, η εκλογή του νέου αρχηγού των Συντηρητικών είναι και θα παραμείνει η κυρίαρχη είδηση - εκτός απροόπτου. Πολλοί οι μνηστήρες, χωρίς ακόμα να έχουμε όλες τις υποψηφιότητες και ξεκάθαρο φαβορί. Ο υπουργός Οικονομικών Ρίσι Σούνακ θεωρείτο μέχρι κάποια στιγμή ο επικρατέστερος διάδοχος. Όμως το σκάνδαλο για το φορολογικό καθεστώς της δισεκατομμυριούχου γυναίκα του και η κατοχή αμερικάνικης πράσινης κάρτας, με αλλά λόγια άδειας εργασίας για μόνιμους κάτοικους της χώρας, ενώ ήταν μέλος του Κοινοβουλίου, έχουν αμαυρώσει την εικόνα του.
Μέσα στις επόμενες εβδομάδες οι Συντηρητικοί βουλευτές θα ψηφίσουν με σκοπό να αναδείξουν τους δύο επικρατέστερους υποψήφιους και η τελική εκλογή θα γίνει από τα περίπου 200.000 μέλη του κόμματος. Ανεξάρτητα από αυτή τη διαδικασία όμως, η χώρα βρίσκεται σε μια πολύ κρίσιμη περίοδο. Οικονομικά, το κόστος ζωής και ο ολοένα αυξανόμενος πληθωρισμός απαιτούν άμεσες λύσεις. Η αντικατάσταση του Σούνακ και το ρευστό πολιτικό σκηνικό δημιουργούν τεράστια ανασφάλεια, που είναι πιθανόν να έχει αρνητική επίδραση στην ήδη εύθραυστη οικονομία. Πολιτικά, αν δεν γίνουν εκλογές, το δημοκρατικό έλλειμα δεν είναι εύκολο να αγνοηθεί: θα καταλήξουμε με έναν πρωθυπουργό τον οποίο θα έχουν επιλέξει οι Συντηρητικοί βουλευτές που έκαναν πλάτες στον Τζόνσον για τρία χρόνια και τα μέλη του κόμματος που αντιπροσωπεύουν ένα ελάχιστο ποσοστό του εκλογικού σώματος μιας χώρας 67 εκατομμύριων.
Η φάμπρικα Ολιβερ Τουίστ του Μπόρις Τζόνσον
Αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων, φτωχοποίηση και αδιαφορία, το μείγμα πολιτικής του παραιτηθέντος Βρετανού πρωθυπουργού
Ο Μπόρις Τζόνσον αποτέλεσε τον πρωθυπουργό της φτωχοποίησης των εργαζομένων και των παιδιών στη Βρετανία. Η έκθεση του Ιδρύματος JRF για τη φτώχεια είναι αποκαλυπτική. Δείχνει ότι 1 στα 5 άτομα του πληθυσμού, ή το 22%, ζει σε συνθήκες φτώχειας, δηλαδή περίπου 14,5 εκατ. άτομα, εκ των οποίων τα 4,3 εκατ. είναι παιδιά, με τα 1,8 εκατ. παιδιά να ζουν σε καταστάσεις ακραίας φτώχειας, αποτελώντας μια στρατιά σύγχρονων Όλιβερ Τουίστ. Σύμφωνα με το Ίδρυμα Resolution Foundation, μέχρι τα τέλη του 2023 περίπου 1,3 εκατ. άτομα θα προστεθούν στον μακρύ κατάλογο των φτωχών, που θα φτάσουν στα 16,5 εκατ. άτομα, συμπεριλαμβανομένων και των 700.000 που βυθίστηκαν στη φτώχεια την περίοδο της πανδημίας.
Ο ρατσισμός συνώνυμος της φτώχειας
O νεοφιλελευθερισμός του Τζόνσον έχει οδηγήσει τη Βρετανία στην εποχή του Τσαρλς Ντίκενς, αφού το 31% των παιδιών βρίσκεται ήδη σε κατάσταση φτώχειας, ποσοστό που φτάνει στο 47% για τις οικογένειες με 3 ή περισσότερα παιδιά. Η ρατσιστική πολιτική του Τζόνσον έχει οδηγήσει τις εθνοτικές μειονότητες στο να αντιμετωπίζουν υψηλά ποσοστά φτώχειας, με το 46% των παιδιών σε νοικοκυριά μαύρων, ασιατικών και μειονοτικών εθνοτικών (BAME) να επηρεάζεται σε σύγκριση με το 30% όλων των παιδιών. Η σχετική φτώχεια μεταξύ των παιδιών έχει αυξηθεί από τότε που ανήλθαν στην εξουσία οι Συντηρητικοί το 2010, συμπεριλαμβανομένης της αύξησης κατά 800.000 παιδιών σε νοικοκυριά που οι γονείς τους εργάζονται.
Η εξαθλίωση της μετά το Brexit εποχής
Η σημερινή κρίση επιταχύνει τη φτωχοποίηση της κοινωνίας και την εκτίναξη των ανισοτήτων, αφού 1,5 εκατ. νοικοκυριά θα δουν την αύξηση των λογαριασμών για τρόφιμα και ενέργεια να ξεπερνά το διαθέσιμο εισόδημά τους, με αποτέλεσμα να εξανεμίζονται οι αποταμιεύσεις τους ή να ανατρέχουν σε δανεισμό, ενώ σημαντικό ρόλο στην εξαθλίωση των νοικοκυριών παίζουν οι περικοπές των δαπανών της κοινωνικής πρόνοιας, που ακολούθησαν το Brexit το 2016.
Οι προοπτικές της βρετανικής οικονομίας είναι αρκετά δυσοίωνες για την επόμενη τριετία, με την ύφεση να αναμένεται να κάνει την εμφάνισή της και τον Τζόνσον να αρνείται να στηρίζει τα νοικοκυριά, παρόλο που έχει τη δημοσιονομική ευχέρεια.
«Οι τιμές θα ανεβάσουν τους λογαριασμούς, θα μειώσουν τη ζήτηση και θα αυξήσουν τις εισοδηματικές ανισότητες. Η μεγάλη πίεση στους προϋπολογισμούς των νοικοκυριών θα πλήξει περισσότερο αυτά με χαμηλότερο εισόδημα που ζουν σε ορισμένες από τις πιο υποβαθμισμένες οικονομικά και κοινωνικά περιοχές της χώρας» προειδοποίησε ο καθηγητής Άντριαν Παμπστ, αναπληρωτής διευθυντής δημόσιας πολιτικής του NIESR, ζητώντας από την κυβέρνηση τη στήριξη των 5,6 εκατ. πιο ευάλωτων νοικοκυριών με 25 στερλίνες την εβδομάδα για ένα εξάμηνο και μια εφάπαξ στήριξη με 250 στερλίνες.
Η απάντηση Τζόνσον έφτασε από τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη και ήταν η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών στο 2,5% του ΑΕΠ για να υπερασπιστεί τον ελεύθερο κόσμο από τη Μόσχα και το Πεκίνο.
Φτωχοποίηση εργαζομένων
Η φτώχεια συνοδεύει πλέον και ένα μεγάλο κομμάτι των εργαζομένων. Ήδη πριν από την πανδημία στο Λονδίνο το 22% των εργαζομένων ζούσε σε καθεστώς φτώχειας, το υψηλότερο στη χώρα σε σχέση με το 18% της Ουαλίας και της βόρειας Αγγλίας. Ποσοστό διπλάσιο από ό,τι δύο δεκαετίες πριν.
Τη στιγμή που ο Τζόνσον κομπορρημονεί για το χρυσό μέλλον της Βρετανίας, η εκτίναξη των ανισοτήτων και της φτώχειας φαίνεται ότι αποτελεί δομικό στοιχείο της πολιτικής του, που βασίζεται στις χαμηλές αμοιβές, στην αδιαφορία για το αυξανόμενο κόστος διαβίωσης, στο αδύναμο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και στη δαπανηρή φροντίδα των παιδιών.
Πάνω από το 30% των νοικοκυριών με έναν εργαζόμενο πλήρους απασχόλησης βρίσκεται σε κατάσταση φτώχειας. Η αύξηση των αποδοχών κατά 6,6% δεν θα προσφέρει την παραμικρή ανάσα στα νοικοκυριά, αφού τα πραγματικά εισοδήματά τους μειώνονται κατά 4%. Το Resolution Foundation εκτιμά ότι έως τον Σεπτέμβριο του 2022 η μείωση των πραγματικών εισοδημάτων σε ένα ζευγάρι με δύο εργαζόμενους θα φτάσει στις 392 στερλίνες.
Γυναίκες και μονογονεϊκές τα μεγάλα θύματα
Το φύλο επίσης επηρεάζει τη φτώχεια, με 3 εκατ. γυναίκες να έχουν τις χαμηλότερες αμειβόμενες θέσεις εργασίας σε σύγκριση με τα 1,9 εκατομμύρια άνδρες.
Το μεγαλύτερο βάρος της κρίσης θα νιώσουν και οι μονογονεϊκές οικογένειες. Ήδη, νέα έρευνα από το Gingerbread, που διεξήχθη από τη Savanta ComRes, έδειξε ότι το 29% των 2 εκατ. μονογονέων έπρεπε να μειώσει τα γεύματά του ή να μείνει χωρίς φαγητό και γεύματα για τον εαυτό του, σε σύγκριση με το 15% των ενηλίκων του Ηνωμένου Βασιλείου, και περισσότερο από το 1/3 των μονογονέων, το 36%, που χρειάστηκε να κάνει περικοπές στη ζωή του ή να μείνει χωρίς θέρμανση, σε σύγκριση με το 21% των ενηλίκων στο Ηνωμένο Βασίλειο.
* Η Μαρίνα Πρεντουλή είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Ανατολικής Αγγλίας του Ηνωμένου Βασιλείου