Live τώρα    
17°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
17 °C
14.2°C18.1°C
1 BF 67%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
15 °C
11.6°C16.2°C
1 BF 53%
ΠΑΤΡΑ
Αραιές νεφώσεις
16 °C
13.7°C16.0°C
2 BF 66%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
14 °C
13.6°C14.9°C
2 BF 74%
ΛΑΡΙΣΑ
Αραιές νεφώσεις
13 °C
13.4°C13.5°C
1 BF 64%
Φυσικοί πόροι και Κυπριακό / Eυλογία ή κατάρα τελικά;
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Φυσικοί πόροι και Κυπριακό / Eυλογία ή κατάρα τελικά;

Πλατφόρμα εξόρυξης πετρελαιου
(flickr.com / chumlee10)
ΑΝΑΛΥΣΗ

Το Φεβρουάριο του 2018 το πλωτό γεωτρύπανο SAIPEM 12000 της ιταλικής ΕΝΙ κατευθύνεται προς το οικόπεδο 3 της Κυπριακής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (AOZ), προκειμένου να ξεκινήσει γεωτρήσεις για λογαριασμό της Κυπριακής Δημοκρατίας (ΚΔ). Κατά τη διαδρομή του συναντά τουρκικές φρεγάτες και κορβέτες που απειλούν ότι θα το βυθίσουν σε περίπτωση που αυτό ήθελε να πραγματοποιήσει τις προγραμματισμένες γεωτρήσεις. Φοβούμενο τυχόν περαιτέρω κλιμάκωση, το SAIPEM 12000 αποχωρεί και κατευθύνεται προς Μαρόκο. Δεν είναι η πρώτη φορά που τέτοιες εντάσεις επιχειρούνται εκ μέρους της Τουρκίας στην περιοχή μας: το 2011 με το τουρκικό σεισμογραφικό σκάφος Piri Reis, το 2014 με το Barbaros και τον Απρίλιο του 2020 με το Yavuz.

Όταν το Σεπτέμβριο του 2011 η αμερικανο-ισραηλινών συμφερόντων Noble Energy ανακοίνωσε την ανεύρεση κοιτασμάτων στο οικόπεδο 12 εντός της ΑΟΖ της ΚΔ, γεννήθηκαν προσδοκίες αλλά και φόβοι εν σχέσει με το μέλλον του νησιού, το οποίο παραμένει εδώ και δεκαετίες διαιρεμένο. Οι υδρογονάνθρακες θα αποτελούσαν ευλογία ή κατάρα για την προοπτική επανένωσης του νησιού. ΟΗΕ και ΕΕ ανήγγειλαν επίσημα και σε κάθε τόνο ότι η παρουσία κοιτασμάτων θα παρείχε τα οικονομικά κίνητρα και εχέγγυα σε Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους για επίσπευση λύσης του Κυπριακού. Ορισμένοι, μάλιστα, αξιωματούχοι προέτειναν το γερμανο-γαλλικό μοντέλο συν-διαχείρισης άνθρακα και χάλυβα ως υπόδειγμα συνεργασίας που θα ενέπνεε στις δύο κοινότητες ένα modus vivendi.

Από την άλλη, αρκετοί μελετητές δεν απέκρυπταν την ανησυχία τους ότι, λόγω της εξέλιξης αυτής, μια «υπνώττουσα» σύγκρουση, όπως το Κυπριακό, θα αναζωπυρωνόταν, θέτοντας κοινότητες και περιβάλλουσες χώρες σε τροχιά ένοπλης σύγκρουσης. Ένοπλη σύγκρουση με θύματα δεν έχει υπάρξει προς ώρας αλλά, όπως προαναφέρθηκε, έχουμε γίνει μάρτυρες πολλαπλών διεθνών κρίσεων που έφθασαν στα όρια θερμών επεισοδίων. Πέραν αυτού, οι αποτυχημένες συνομιλίες στο Κραν Μοντανά το 2017, που ενταφίασαν προσωρινά (;) την προοπτική επανένωσης του νησιού, με τα συνεπακόλουθα σκηνικά έντασης, ιδιαίτερα κατόπιν υπογραφής του τουρκο-λιβυκού Μνημονίου (το Νοέμβριο του 2019), μάλλον δικαιώνουν τους φόβους περί «κατάρας» των φυσικών πόρων.

Η διεθνής βιβλιογραφία εξάλλου βρίθει παραδειγμάτων για το πώς οι φυσικοί πόροι μπορούν να ξυπνήσουν από το λήθαργο συγκρούσεις που είχαν σταδιακά παγώσει με το πέρασμα του χρόνου. Μελέτες της Παγκόσμιας Τράπεζας το 2000 [1] αλλά και μια έκθεση του 2015 από τον ΟΗΕ [2] περιέχουν εκτενείς αναλύσεις για τις επιπλοκές που προκαλεί η ανακάλυψη φυσικών πόρων στην ειρηνική διευθέτηση συγκρούσεων σε περιοχές με ιστορικό πολέμου. Εθνοτικά πάθη, τραύματα, φόβοι και ανασφάλειες ριζωμένες στο θυμικό των αντιπάλων πλευρών -εν μέρει ως απότοκα πρακτικών αποικιακών δυνάμεων (διαίρει και βασίλευε)-, σε συνδυασμό με λογικές πολιτικού οπορτουνισμού, που κεφαλαιοποιούν ψηφοθηρικά αυτούς τους φόβους και τις ανασφάλειες, συνθέτουν ένα εκρηκτικό μείγμα στη διαχείριση των νέο-ανακαλυφθέντων κοιτασμάτων. Η οικονομική λογική της εμπορευματοποίησης των υδρογονανθράκων επισκιάζεται από βασικά ερωτήματα εθνικής κυριαρχίας: ποιος θα λαμβάνει τις αποφάσεις για τη διαχείριση των υδρογονανθράκων; ποιος θα καλεί τις εταιρείες για γεωτρήσεις; και ποιος θα διανέμει τα έσοδα;

Οι επίσημες γραμμές

Η ελληνοκυπριακή πλευρά, ως νομίμως εκπροσωπούσα την ΚΔ (μέλος του ΟΗΕ και της ΕΕ), εύλογα θεωρεί ότι δεν τίθεται καν τέτοιο ερώτημα. Από τη στιγμή που η επίσημη τουρκοκυπριακή κοινότητα, λόγω των γεγονότων της περιόδου 1963-1964, μετά την τουρκική εισβολή του 1974 και την αυτο-ανακήρυξή της ως -μη αναγνωρισμένου πάντως- ανεξαρτήτου κράτους το 1983, δεν συμμετέχει στην Κυβέρνηση της ΚΔ, δεν νομιμοποιείται να απαιτεί τη συμμετοχή της στη λήψη αποφάσεων περί ζητημάτων εθνικής κυριαρχίας, όπως η διαχείριση των υδρογονανθράκων. Για το λόγο αυτό, η κυπριακή κυβέρνηση ναι μεν δέχεται και θέτει επί τάπητος τη διανομή των εσόδων από την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων και στις δύο κοινότητες, αποκλείει όμως σε κάθε περίπτωση τη συμμετοχή των τουρκοκυπρίων στη διαχείρισή τους. Ξεκαθαρίζει έτσι ότι, ως θέμα εθνικής κυριαρχίας, το ζήτημα αυτό δεν χωράει στο τραπέζι των δικοινοτικών διαπραγματεύσεων. Φοβούνται ότι σε μια τέτοια περίπτωση το ενεργειακό τους πρόγραμμα θα καταστεί όμηρος του κυπριακού ζητήματος.

Οι Τουρκοκύπριοι πάλι, που ως κρατική οντότητα δεν έχουν αναγνωριστεί de jure από καμία χώρα εκτός της Τουρκίας, δεν αρκούνται σε μια θεωρητική συζήτηση για τη διανομή μελλοντικών εσόδων χωρίς οι ίδιοι να έχουν λόγο στη διαχείρισή τους. Ως εκ τούτου, σε κάθε ευκαιρία προκρίνουν την ιδέα δημιουργίας μιας δικοινοτικής επιτροπής που θα αποφασίζει το τι δέον γενέσθαι εις ό,τι αφορά την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων. Κατ’ αυτούς, το ζήτημα της εκμετάλλευσης πρέπει να τεθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων από τη στιγμή που το έχουν αναγάγει σε αναπόσπαστο τμήμα της μέλλουσας αρχιτεκτονικής ασφάλειας (security architecture) του νησιού.

Πίσω από τις επίσημες γραμμές…

Διαβάζοντας ανάμεσα στις γραμμές των επίσημων θέσεων, μπορεί κάποιος/α να διαγνώσει τους βαθύτερους φόβους και καχυποψίες που τις διέπουν. Οι φόβοι αυτοί εξηγούν σε σημαντικό βαθμό τους λόγους αποτυχίας των δικοινοτικών διαπραγματεύσεων τόσες δεκαετίες. Οι Ελληνοκύπριοι αρνούνται να συζητήσουν τη συν-διαχείριση των υδρογονανθράκων με τους Τουρκοκυπρίους, επικαλούμενοι την ανικανότητα και την έλλειψη πολιτικής βούλησης των τελευταίων να απογαλακτιστούν από την Τουρκία. Στα μάτια των Ελληνοκυπρίων, οι Τουρκοκύπριοι αποτελούν σε μεγάλο βαθμό τον «Δούρειο Ίππο» της Τουρκίας, ιδιαίτερα από τη δεκαετία του ’50 και έπειτα. Τους αντιμετωπίζουν ως ένα «στρατηγικό εξάρτημα» της Τουρκίας που προωθεί τα συμφέροντά της σε μια περιοχή-ζωτικό χώρο για την ίδια. Η μονομερής εξάρτηση των Τουρκοκυπρίων από τη Τουρκία σε οικονομικό, στρατιωτικό και -ιδιαίτερα τη τελευταία δεκαετία- σε θρησκευτικό/πολιτιστικό επίπεδο, μπορεί να δικαιολογήσει σε μεγάλο βαθμό αυτούς τους φόβους.

Από τη πλευρά τους, οι Τουρκοκύπριοι είναι πεπεισμένοι ότι οι Ελληνοκύπριοι τους αντιμετωπίζουν ως μειονότητα και όχι ως ισότιμη κοινότητα. Θεωρούν ότι οι Ελληνοκύπριοι δεν έχουν κανένα κίνητρο να επιλύσουν το Κυπριακό διότι το τωρινό status quo τους παρέχει τη νομιμότητα που χρειάζονται στα μάτια της διεθνούς κοινότητας για να συνεχίσουν ακάθεκτοι το ενεργειακό τους πρόγραμμα. Αισθάνονται προδομένοι από τη διεθνή κοινότητα, επειδή, παρά τη θετική τους ανταπόκριση στο σχέδιο Ανάν (2004), η αρνητική απάντηση των Ελληνοκυπρίων στο ίδιο σχέδιο δεν εμπόδισε την ένταξη της ΚΔ στην ΕΕ. Ως απάντηση, ορισμένοι εκ των Ελληνοκυπρίων υποστήριξαν ότι τυχόν αρνητική εισήγηση της ΕΕ για ένταξη της ΚΔ θα «επιβράβευε» τα τετελεσμένα που είχε δημιουργήσει η τουρκική εισβολή. Ανεξαρτήτως αυτού, οι Τουρκοκύπριοι, παρά την -έστω και ανεπίσημα- εκπεφρασμένη επιφύλαξή τους στη «διπλωματία των κανονιοφόρων» που ακολουθεί η Τουρκία στην Ανατολική Μεσόγειο, και την καχυποψία τους απέναντι στην αυξανόμενη ιδεολογική/θρησκευτική επιρροή που πάει να τους ασκήσει το ΑΚΡ, φοβούνται ότι δεν υπάρχει εναλλακτική δίοδος για την πολιτική τους επιβίωση. Η οικονομική και στρατιωτική τους εξάρτηση, σε συνδυασμό με το οικονομικό εμπάργκο που τους έχει επιβληθεί μετά τη στρατιωτική εισβολή της Τουρκίας του 1974, δεν τους παρέχει και πολλά περιθώρια ελιγμών για διαμόρφωση δικής τους αυτόνομης θέσης. Δεν πρέπει, τέλος, να μας διαφεύγει ότι πολλές από τις υποδομές τους, όπως οδικά και τηλεφωνικά δίκτυα, βασίζονται κατά μεγάλο μέρος σε χρηματοδότηση από την Άγκυρα, όπως άλλωστε και η ύδρευση.

Εν κατακλείδι, γίνεται αντιληπτό ότι η ανακάλυψη των φυσικών πόρων καθαυτή δεν αποτελεί την κυριότερη αιτία για τις εξελίξεις που παρακολουθούμε τα τελευταία χρόνια στην Ανατολική Μεσόγειο. Απλώς καθρεφτίζει τους φόβους που προϋπήρχαν της ανακάλυψης των υδρογονανθράκων. Φυσικά, αυτά δεν είναι τα μόνα αίτια των σκηνικών έντασης στην κυπριακή ΑΟΖ. Πρέπει να συνυπολογίσουμε και τους συστημικούς παράγοντες, με το σημαντικότερο εξ αυτών να είναι το κενό εξουσίας που έχει προκύψει στην περιοχή από τη σταδιακή συρρίκνωση της αμερικανικής επιρροής στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Αυτή η εξέλιξη έρχεται σε αντίθεση με τον παραδοσιακό ρόλο του περιφερειακού «ηγήτορα», που διαδραμάτιζε η Ουάσιγκτον στην περιοχή, και αναγκάζει πολλούς δρώντες, όπως Ρωσία, Γαλλία, Ιταλία, Τουρκία, Αίγυπτος, Ισραήλ και Ελλάδα, να καλύψουν αυτό το κενό. Οι συστημικοί, όμως, αυτοί παράγοντες χρήζουν περαιτέρω ανάλυσης που εκφεύγουν του πλαισίου του παρόντος κειμένου.

*Ο Βασίλειος Π. Καρακάσης ειναι Λέκτορας στο Πανεπιστήμιο Leiden, Συνδιευθυντής του Sen Foundation of Research and Education on International Cooperation


[1] Collier Paul & Anke Hoeffler (2002), “Greed and Grievance in Civil War”, World Bank Development Research Group

[2]UN Department of Political Affairs. 2015. Natural Resources and Conflict. New York: UN Department of Political Affairs & UN Environment Program.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL