Μία Αριστερά ανίκανη να αναγνωρίσει τα σημεία αναφοράς της και να κάνει έναν απολογισμό της αξίας τους, χωρίς να εγκαταλείψει το καθήκον της κριτικής, είναι άξια του άθλιου τέλος που είχε [στην Ιταλία]. Πριν από τρία χρόνια, όλοι σπρώχνονταν πίσω από τον “Αλέξη” για να αποσπάσουν μια selfie, μια προνομιακή επαφή, την παρουσία του σε μια ημερίδα. Σήμερα είναι της μόδας η κατηγορία της “προδοσίας” α λα Μελανσόν ή η δήλωση της αποτυχίας του από τον [οικονομολόγο] Τζεσαράτο, λες και στη δυναμική της ελληνικής κρίσης από το 2010 μέχρι σήμερα δεν υπήρξε μια λύση με μια συνέχεια. Ένα σημείο καμπής, το 2015, γραμμές αντίστασης, σημάδια αντιστροφής της τάσης και ας, το πούμε, επίσης, “νίκες”, παρ' όλο που είναι μερικές.
Αυτό που εξακολουθεί να κυριαρχεί είναι η εικόνα μας Ελλάδας που μειώθηκε σε ένα τοπίο κοινωνικών ερειπίων, αλυσοδεμένη πάντα στο πεπρωμένο της φτώχειας της. Αυτό μάλιστα στο όνομα μιας διπλής αφήγησης, που μόνο φαινομενικά αντιπαρατίθενται οι εκφάνσεις της.
Από τη μια πλευρά η περίεργη έκδοση που συγκλίνει ανάμεσα στους οπαδούς της Αριστεράς της “εθνικής κυριαρχίας - εθνικιστές”, ας πούμε αυτούς που ήθελαν να δουν το 2015 την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, και τους νεολαϊκιστές της Δεξιάς, τη Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη, που ετοιμάζεται να διεξαγάγει την επόμενη προεκλογική εκστρατεία του με θέσεις “λαϊκιστικό - κυριαρχικές - εθνικιστικές” α λα ιταλικά, για να γίνουμε κατανοητοί. Δύο αφηγήματα που ενώνονται μεταξύ τους για να πείσουν στην ιδέα ότι το τελευταίο Μνημόνιο θα αλυσόδενε την Ελλάδα στην ισόβια λιτότητα ακυρώνοντας στην πράξη την κυριαρχία της χώρας.
Από την άλλη πλευρά έχουμε την αφήγηση των γερακιών του νεοφιλελευθερισμού, κυρίως των Γερμανών, για τους οποίους η ελληνική αποτυχία οφείλεται στην ελλιπή ή ανεπαρκή εφαρμογή της ορντολιμπεριστικής θεραπείας από μια απείθαρχη κυβέρνηση και έναν αναξιόπιστο και τεμπέλη λαό.
Στην πραγματικότητα, οι αριθμοί και τα γεγονότα μιλούν για μια τελείως διαφορετική πραγματικότητα. Όπως υπενθύμισε ο Τσίπρας σε μια σκληρή ομιλία του στη Βουλή κατά του Κυριάκου Μητσοτάκη, (στην οποία κατήγγειλε, μεταξύ άλλων, ότι στο πρόσφατο ταξίδι του ο Μητσοτάκης στο Βερολίνο προσπάθησε να πείσει τους Γερμανούς να απαιτήσουν την περαιτέρω περικοπή των ελληνικών συντάξεων), “το ελληνικό ΑΕΠ αυξήθηκε σχεδόν 1,5% το 2017 και ήδη κατά το πρώτο τρίμηνο του 2018 η αύξηση έφθασε το 2,3%, δηλαδή σχεδόν έξι φορές τον μέσο όρο της Ευρωζώνης”, η ανεργία κατά την τριετία 2015-2017 μειώθηκε κατά περισσότερο από 7 ποσοστιαίες μονάδες, υποχωρώντας στο 20%, με μόνο το τελευταίο έτος να έχουν δημιουργηθεί 350.000 νέες θέσεις εργασίας, ενώ ο δείκτης του βιομηχανικού κύκλου εργασιών αυξήθηκε κατά 6,7 μονάδες. Αυτά τα στοιχεία δεν αποδεικνύουν ακριβώς την ολική κατάρρευση της χώρας.
Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι οι Έλληνες έχουν επιστρέψει σε μια κατάσταση “κοινωνικής υγείας”. Τα σημάδια της αγριότητας με την οποία η μηχανή της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης έχει εργαστεί πάνω στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας παραμένουν σαφή και σταθερά ως καταγγελία της απανθρωπιάς και της ηλιθιότητας αυτού του δόγματος. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα πρώτα πέντε χρόνια της “θεραπείας - σοκ” του ορντολιμπερισμού, από το 2010 έως το 2015,το ΑΕΠ είχε μειωθεί σχεδόν κατά 30% και συγκεκριμένα 28,4%, η ανεργία εκτινάχθηκε από το 11,9% στο 26,2% και πυροδοτήθηκε η άνοδος του χρέους από το 129% στο 184% του ΑΕΠ. Ούτε μπορούμε να ξεχάσουμε τη βεντέτα με την οποία η ευρωομάδα πριν από ακριβώς τρία χρόνια θέλησε να τιμωρήσει την μόνη κυβέρνηση της Αριστεράς στην Ευρώπη μαζί με τον λαό της γιατί “τόλμησε” να αμφισβητήσει τα diktat της και μάλιστα με ένα δημοψήφισμα, προσπαθώντας να επιβάλει στην χώρα έναν ζουρλομανδύα, που, σύμφωνα με τις προθέσεις της, θα έθετε την ελληνική κυβέρνηση μπροστά στο δίλημμα να παραδοθεί ή να πέσει.
Οφείλεται στην ικανότητα της ελληνικής κυβέρνησης το γεγονός ότι παρ' όλο που την κλείσανε στο σιδερένιο περιτύλιγμα της παρθένας της Νυρεμβέργης, που θα έπρεπε, με τους κανόνες της ασφυξίας που προέβλεπε το νέο Μνημόνιο, να της δώσει τον χαριστική βολή, κατόρθωσε να αποφύγει μια κοινωνική σφαγή ιστορικών διαστάσεων, εξομαλύνοντας τις πιο αρπακτικές πτυχές της, για να περιοριστεί όσο το δυνατόν η ζημιά.
Χρησιμοποιώντας κάθε περιθώριο και κάθε κομματάκι που ανακαλύφθηκε ανάμεσα στις πτυχές των πρωτοκόλλων για να σχεδιαστεί ένα οποιοδήποτε, λεπτό, δίκτυο προστασίας των πιο ευαίσθητων τμημάτων, που βρίσκονταν σε πλήρη μοναξιά, εγκαταλελειμμένοι από τις κυβερνήσεις της ευρωπαϊκής ψευτοαριστεράς, από το Δημοκρατικό Κόμμα του Ρέντζι, όπως και από τους σοσιαλιστές του Ολάντ και από αυτούς τους φρικτούς του γερμανικού SPD του Γκάμπριελ και του Σουλτς... Έτσι, παρ' όλα αυτά, με ελάχιστους πόρους, τα νοσοκομεία ξανάνοιξαν στην Αθήνα και στα νησιά. Δύο εκατομμύρια Έλληνες επέστρεψαν στην κάλυψη του εθνικού συστήματος υγείας.
Χιλιάδες νοσοκόμοι προσλήφθηκαν στη δημόσια υγεία. Το ηλεκτρικό ρεύμα που είχαν κόψει οι προηγούμενες κυβερνήσεις στους πιο φτωχούς συνδέθηκε ξανά. Η εγγύηση της πρώτης κατοικίας εναντίον του κινδύνου κατάσχεσης, εξαιρουμένων των περιπτώσεων κερδοσκοπίας, διασφαλίστηκε... Δεν είναι δίχως σημασία το γεγονός ότι η Χρυσή Αυγή, που το 2015 ήταν περίπου στο 10%, όχι μόνο δεν αυξήθηκε, αλλά μειώθηκε πολύ το βάρος της παρ' όλο που η Ελλάδα αυτά τα χρόνια δέχθηκε μια τεράστια ροή μεταναστών, τη μεγαλύτερη στην Ευρώπη, με σχεδόν ένα εκατομμύριο μετανάστες το 2016 σε μια χώρα με 10 εκατομμύρια κατοίκους!
Από πού προέρχεται λοιπόν αυτή η εικόνα της κοινωνικής καταστροφής ή της πολιτικής αποτυχίας; Θα έλεγα, από δύο (λανθασμένες) γραμμές υπολογισμού. Κατά πρώτο λόγο η επιλογή terminus a quo: συγκρίνουν τα σημερινά στοιχεία με αυτά που υπήρχαν στην αρχή της κρίσης, το 2009, γεγονός που μαρτυρά ότι βαραίνει φανερά, εντελώς, η εγκληματική πολιτική των δεξιών δυνάμεων στο εσωτερικό της χώρας και της ευρωπαϊκής ολιγαρχίας με τις αποτυχημένες πολιτικές, αυτές προπάντων, και την κοινωνική καταστροφή που παρήγαγαν. Εάν συγκριθούν τα σημερινά επίπεδα με αυτά του 2015, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε στα χέρια του την κυβέρνηση, η πορεία φαίνεται (αν και τμηματικά από την αρχή) σε ανοδική πορεία σε όλους τους δείκτες (το ΑΕΠ, το κατά κεφαλήν εισόδημα, την απασχόληση, τον ενεργό πληθυσμό...).
Το δεύτερο θέμα, που είναι ακόμη πιο σοβαρό, αφορά το δημόσιο χρέος, που αναγνωρίστηκε (σχεδόν) από όλους ως μη βιώσιμο. Για το οποίο, σύμφωνα με πολλούς, το κλείσιμο της σημερινής συμφωνίας με την Ευρώπη, δεν θα φέρει, αντίθετα, νέες ελπίδες. Τώρα, σε αυτό το σημείο, είναι αλήθεια ότι η συμφωνία δεν προβλέπει “κόψιμο” του χρέους, μα μόνο μια (μερική) αναδιάρθρωση. Παρ' όλα αυτά οι όροι αυτής της αναδιάρθρωσης δεν είναι καθόλου άνευ σημασίας: η παράταση της προθεσμίας λήξης, που προβλεπόταν για το 2022, για άλλα 10 χρόνια σε ονομαστικές αξίες, και η χορήγηση μιας “περιόδου χάριτος” (σύμφωνα με την οποία η μη καταβολή δεν συνεπάγεται παράβαση), τα άλλα 10 χρόνια για τους τόκους και την εξόφληση του χρέους, καθιστούν με πολλούς τρόπους “βιώσιμο” το ελληνικό χρέος τουλάχιστον στο μεσοπρόθεσμο διάστημα, επιτρέποντας τη χαλάρωση του βάρους του στα δημόσια οικονομικά κατά πολλές ποσοστιαίες μονάδες (απελευθερώνοντας πόρους για κοινωνικές πολιτικές). Με τον δείκτη του πληθωρισμού γύρω στο 2%, όλο αυτό ισοδυναμεί (ή μοιάζει πολύ) με "κούρεμα".
Όλα αυτά πάνε να πούνε ότι οι ευρωπαϊκές συνταγές ήταν σωστές; Ότι η “θεραπεία” στο τέλος λειτούργησε; Ότι η Ελλάδα και η Ευρώπη είναι επιτέλους έξω από το τούνελ της κρίσης; Ασφαλώς όχι. Το αντίθετο. Η εγκληματική θεραπεία στην οποία η τρόικα είχε υποβάλει τους Έλληνες είχε οδηγήσει τον ασθενή σε κοινωνικό κώμα, στο όνομα ενός δόγματος που αποδείχθηκε παταγωδώς αναληθές. Εάν αυτές οι δηλητηριώδεις συνταγές δεν ανέπτυξαν όλη τους τη θανατηφόρο δυναμική αυτό οφείλεται στην επίμονη δράση μιας κυβέρνησης με περιορισμένες δυνάμεις, αλλά με αναμφισβήτητη θέληση να οδηγήσει τον λαό της έξω από την κόλαση. Αυτό έγινε και με το χρέος. Ακόμη και αναδιαρθρωμένο, το τεράστιο ελληνικό χρέος (συσσωρευμένο και, πρέπει να ειπωθεί, ως επί το πλείστον ξεκινώντας από το αποκαλούμενο πρώτο πρόγραμμα προσαρμογής), δεν είναι, σε καμιά περίπτωση, “αποπληρωτέο” (το ξέρει και το επαναλαμβάνει πάντα το ΔΝΤ). Όπως δεν είναι αποπληρωτέα τα χρέη όλης της Νοτίου Ευρώπης, ξεκινώντας από το ιταλικό χρέος, που βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε πιο δραματική θέση από το ελληνικό. Αυτό χρησιμοποιήθηκε, και κατά κάποιο τρόπο χρησιμοποιείται ακόμη, για να διατηρηθεί η πολιτική και οικονομική ασυμμετρία των πιστωτών στους οφειλέτες και για να συνεχίζει να λειτουργεί ο μηχανισμός αυτός ως μέσο μεταφοράς πηγών από τους αδύναμους στους ισχυρούς (το 90% των δανείων στην Ελλάδα επέστρεψαν στους πιστωτές της, κυρίως τη Γερμανία και τη Γαλλία, και με αυτά έσωσαν τις τράπεζές τους). Μα αυτό δεν είναι πλέον το πρόβλημα της Ελλάδας. Είναι το πρόβλημα της Ευρώπης. Δεν είναι πια η χώρα του Τσίπρα που δεν είναι “ασφαλής”. Είναι η Ευρώπη της Μέρκελ και του Μακρόν, του Γιούνκερ και του Τουσκ που βρίσκεται σε κίνδυνο.
Την ίδια στιγμή, ενώ από τον Σόιμπλε, που θα έπρεπε να σκοτώσει την Ελλάδα και να την πετάξει έξω από το ευρώ, δεν έχουμε πλέον κανένα ίχνος, ο Τσίπρας είναι ακόμα εκεί, στην Αθήνα και στις Βρυξέλλες. Και δεν είναι μικρό πράγμα.
*Απόσπασμα από άρθρο του Ιταλού πανεπιστημιακού και διανοούμενου της Αριστεράς Μάρκο Ρεβέλι, που δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο volerelaluna.it.
Μετάφραση - απόδοση: Αργύρης Παναγόπουλος