Από την αρχή του 2015, όταν οι προσφυγικές ροές από την Τουρκία στην Ελλάδα και από εκεί στην πλούσια Βόρεια Ευρώπη άρχισαν να παίρνουν διαστάσεις μαζικές, πολλοί συνέδεαν το Προσφυγικό με το Μνημόνιο και εξέφραζαν την απορία αν η έξαρση του προσφυγικού ζητήματος ισχυροποιεί τη θέση της Ελλάδας ή προστίθεται ως άλλος ένας καταναγκασμός.
Η ύπαρξη και η ταυτόχρονη εξέλιξη και των δύο καταστάσεων εκ των πραγμάτων συνδέουν το Προσφυγικό με το Μνημόνιο. Παρουσιάζουν άλλωστε αναλογίες όσον αφορά την αντικειμενική δυνατότητα της Ελλάδας να τα χειριστεί. Όπως το Μνημόνιο είναι μια συμφωνία επιβεβλημένη έξωθεν με εκβιασμό και με την κυβέρνηση να παρεμβαίνει όπου και όσο μπορεί διορθωτικά, έτσι και η διαχείριση του Προσφυγικού αφορά πολιτικές επιλογές που επιβάλλονται στη χώρα χωρίς να υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες αντίδρασης.
Το αυθαίρετο, μονομερές, αλλά υποδαυλιζόμενο από τις κυρίαρχες δυνάμεις της Ευρώπης σφράγισμα των βορείων συνόρων της χώρας είναι κατ’ αναλογία ο τραπεζικός στραγγαλισμός μέσω του οποίου επιβλήθηκε το τρίτο Μνημόνιο. Το σφράγισμα των συνόρων και ο εγκλωβισμός εντός ελαχίστων ημερών -ούτε καν εβδομάδων– δεκάδων χιλιάδων προσφύγων στην Ελλάδα δεν άφηναν άλλο περιθώριο από την αναζήτηση μιας συμφωνίας μεταξύ Ε.Ε. και Τουρκίας με πεδίο εφαρμογής τη χώρα μας. Υπό αυτή την έννοια, και με δεδομένο τον συσχετισμό δυνάμεων στην Ευρώπη, η υπογραφή της συμφωνίας ήταν επιβεβλημένη, καθώς άσχετα από την κριτική που μπορεί να της γίνεται στο ζήτημα των δικαιωμάτων, πρώτον αντιμετώπισε το άμεσο και απτό ζήτημα του εγκλωβισμού, δεύτερον μείωσε τις διελεύσεις του Αιγαίου, άρα και τους θανάτους από πνιγμό και τρίτον κατοχύρωσε την ύπαρξη μιας ασφαλούς και νόμιμης διόδου για τους πρόσφυγες κατευθείαν από την Τουρκία προς την Ευρώπη. Δημιούργησε δηλαδή θεσμικό έδαφος για τη δραστηριοποίηση ενός διεκδικητικού φιλοπροσφυγικού κινήματος στις χώρες υποδοχής προσφύγων και ταυτόχρονα υποστήριξης στην Ελλάδα, τη μόνη χώρα της Ε.Ε. που έχει επίσημη αφήγηση αλληλεγγύης και όχι “FortressEurope”.
Ούτως ή άλλως, το Προσφυγικό στην ευρωπαϊκή του διάσταση παίζεται στις χώρες υποδοχής, που συμπίπτει να είναι οι πλούσιες χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά. Επιβαρυντική συνθήκη είναι το γεγονός ότι ο έτερος συμβαλλόμενος της συμφωνίας είναι η Τουρκία, η οποία έχει ανοιχτά και αντιπαραθετικά ζητήματα με την Ε.Ε. και κυρίως με τη Γερμανία. Η διελκυστίνδα ανάμεσα στην Άγκυρα και την Ε.Ε., που ξεκίνησε αμέσως μετά την υπογραφή της συμφωνίας πριν από έξι μήνες και συνεχίζεται με διαδοχικές αναβολές και παρατάσεις, δηλαδή η απόδοση καθεστώτος βίζας στους Τούρκους υπηκόους και η αλλαγή του τουρκικού αντιτρομοκρατικού νόμου. Αποτελούν και τα δύο υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμφωνία και φαντάζουν αυτή τη στιγμή ως “mission impossible”. Η Ευρώπη έχει μπροστά της έναν εκλογικό κύκλο στις χώρες ακριβώς που το Προσφυγικό έχει χρησιμοποιηθεί ως όχημα ανόδου της Ακροδεξιάς. Στη δε Τουρκία, ιδίως μετά το πραξικόπημα, η τροπή των πραγμάτων δεν είναι συμβατή με αλλαγές στην κατεύθυνση που ζητά η Ε.Ε. Από αυτές τις αγκυλώσεις προκύπτει εσχάτως κι ένα “blame game” με το οποίο επιχειρείται να μεταφερθεί η ευθύνη στον μόνο συμβαλλόμενο της υπόθεσης που κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του, δηλαδή στην Ελλάδα.
Εν όψει εκλογών και με την προσοχή τους στραμμένη στην εσωτερική τους ατζέντα, διάφορες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις πιέζουν προβάλλοντας αξιώσεις εξωφρενικές, ανεδαφικές και απολύτως μυωπικές, για μερικές εκ των οποίων δεν θα ήταν καν σε θέση να επιχειρηματολογήσουν δημόσια και να διατηρήσουν ταυτόχρονα το δικαίωμα να χαρακτηρίζονται πολιτισμένα κράτη.